Monday, March 2, 2015

ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, Γ΄ Μέρος

ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, Γ΄ Μέρος



ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ 

ΤΗΣ  ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ  του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Γ΄ Μέρος 
Δεδομένης τῆς εὐκαιρίας καί προκειμένου νά ἀποδείξωμε ὅτι, ἀπό αὐτά πού μελετᾶ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης, βγάζει πάντοτε τά συμπεράσματα πού τόν ἐξυπηρετοῦν, ἀναφέρομε ἕνα τμῆμα τῆς εἰσηγήσεώς του καί κατόπιν θά τό σχολιάσωμε:
«ρχικά καταδικάσθηκαν (τά σχίσματα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου) τό 809 πό τήν Σύνοδο το γίου Νικηφόρου,  ποίαναθεμάτισε τούς Στουδίτες καί τούς μόφρονές τους, πού εχανποσχισθε “πό τήν γία κκλησία”. Πρέπει νά τονισθε τι κείνη τήν ποχή  κκλησία τς Κωνσταντινουπόλεως κοσμετο πό μεγάλους Πατέρες, ο ποοι –παρά τό τι γωνίσθηκαν κατά τν Εκονομάχων– ν τούτοις δέν συμμετεχαν στά σχίσματα το γίου Θεοδώρου, καί πομένως βρίσκονταν στό πλευρό το γίου Νικηφόρου.ναφέρουμε νδεικτικά τούς γίους Μιχαήλ Συννάδων, Θεοφύλακτο Νικομηδείας, Εθύμιο Σάρδεων καί τούς γουμένους γίους Θεοφάνη τς Σιγγριανς, Μακάριο τς Πελεκητς, λαρίωνα τν Δαλμάτων.λοι ο νωτέρω γιοι Πατέρες ποκαλονται βριστικά πό τούς ζηλωτές “αρετικοί”, “μοιχειανοί”, “μοιχοκυρωταί”, “θηρία”, νοδέποτε πρξαν αρετικοί».
Κατ’ ἀρχάς πῶς διεπίστωσες, π. Βασίλειε, ὅτι αὐτοί οἱ ὅσιοι Πατέρες «δέν συμμετεῖχαν στά σχίσματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου καί ἑπομένως βρίσκονταν στό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου»;  Μήπως τό εἶδες κάπου γραμμένο καί λησμόνησες νά μᾶς παρουσιάσης τήν παραπομπή, ὅπως ἔκανες στά σκόρπια παραδείγματα πού ἀνέφερες; Καί, ἄν ὄντως αὐτοί οἱ Πατέρες δέν ἦταν μέ τό μέρος τοῦ ὁσίου, σημαίνει ὅτι ἦταν στό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου; Δέν ὑπάρχει ἡ περίπτωσις νά εἶχαν τηρήσει καί μία οὐδέτερη στάσι; Μήπως ὁ ὅσιος ἀγωνιζόταν γιά κάτι παράνομο καί ἀντίθετο στήν Ἁγία Γραφή καί ἀποφαίνεσαι μετά βεβαιότητος ὅτι, οἱ ὅσιοι αὐτοί Πατέρες ἦσαν ἐναντίον τῆς παρανομίας καί, ἄρα, στό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου; Ἤ μήπως πρέπει, ἐλλείψει πληροφοριῶν, νά ὑποθέσουμε ὅτι οἱ ὅσιοι αὐτοί Πατέρες ἦσαν στό πλευρό τοῦ ὁσίου, ὡς ἀκριβεῖς καί αὐτοί φύλακες τῶν πατρικῶν Παραδόσεων;
Ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου γράφει ἐν προκειμένῳ τά ἑξῆς, ἀναφερόμενος στήν δευτέρα ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου: «οὕτως οὖν πείθει(ὁ αὐτοκράτωρ) ἄκοντα πάντῃ καί μή βουλόμενον κατά νοῦν τόν τῆς νίκης ἐπώνυμον πατριάρχην πρός τό δέξασθαι συλλειτουργόν τόν ἀνίερον. Καί γίνεται πάλιν διαφωνία καί γνωμῶν σύγχυσις καί προσώπων διαίρεσις ἔν τε τοῖς ἱεράρχαις καί τοῖς μονάζουσιν, τῶν μέν μή προσκροῦσαι τῷ ἄνακτι ἕνεκα τούτου καλῶς ἔχειν ὑπονοούντων, τῶν δέ περί τόν μέγαν Θεόδωρον ἀντιφασκόντων, ὡς οὐ δίκαιόν ἐστι τήν ἐξενεχθεῖσαν πρός τοῦ θεσπεσίου Ταρασίου ἐπί τῷ Ἰωσήφ κρίσιν ἀνατραπῆναι, ἐπί λυσιτελείᾳ τοῦ παντός τηνικάδε γεγενημένην» (P.G. 99, 265 D).
Γιά τήν πρώτη δέ ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου ὁ βιογράφος του ἀναφέρει: «Ἀλλ' οἷον καί ὅσον κατόρθωμα τῇ οἰκουμένῃ πάσῃ ὁ τοῦ θεοφόρου Πατρός ἡμῶν ἐκτετέλεκεν ἄεθλος, ἔξεστιν εὐθύς συνιδεῖν·οἱ γάρ ἐν τοῖς κλίμασι τῆς κατά Χερσῶνα καί Βόσπορον παροικίας ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, πρός δέ καί τῶν μοναστῶν οἱ θεοειδέστεροι, τήν τοῦ θείου Πατρός ἡμῶν ἐπακούσαντες πρᾶξιν, καί συνηγοροῦσαν εὑρηκότες τοῖς θείοις Εὐαγγελίοις, ζηλοῦσιν ἐν καλῷ τήν αὐτοῦ παῤῥησίαν· ὡς πληροῦσθαι κἀνθάδε τό, Ὁ ζῆλος ὑμῶν ἠρέθισε τούς πλείονας εἰς τό ἀγαθόν· καί παραυτά μέν ἀπρόσδεκτα τίθενται τά προσφερόμενα δῶρα τῶν τά αὐτά τῷ νεωτέρῳ Κωνσταντίνῳ πραξαμένων ταῖς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις· ἀφορίζουσι δ' αὐτούς καί τῶν σεπτῶν καί ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων· λέγουσι καί αὐτοί συνῳδά τῷ ἱερόφρονι Θεοδώρῳ πρός τούς φαυλίσαντας τήν Χριστιανικωτάτην παράδοσιν· Οὐκ ἔξεστιν ὑμῖν ἔχειν γυναῖκας παρά τούς τεθέντας Χριστόθεν νόμους· τέλος ἀπελαύνονται καί αὐτοί τῶν ἰδίων ἐκκλησιῶν καί κατασκηνώσεων· καί τἄλλα δέ πάσχουσιν, ὅσα τοῖς δρῶσίν ἐστιν καταθύμια· θυμοῦ στρατηγοῦντος μάλιστα τοῦ δεινοῦ ὁπλίτου καί χειρός βιαίας» (P.G. 99, 253D).
Μήπως λοιπόν, π. Βασίλειε, δύνασαι νά μᾶς κατονομάσης, ποῖοι Ἐπίσκοποι καί Ἱεράρχες ἦσαν αὐτοί πού ἀποτειχίστηκαν καί ποῖοι ἦσαν οἱ θεοειδέστεροι μοναχοί πού ἀκολούθησαν τόν ὅσιο στήν ἀποτείχισι, μέ βάσι τά ὑπάρχοντα κείμενα καί ὄχι τήν καλπάζουσα διάθεσί σου νά τούς ἐντειχίσης  καί συστρατεύσης ὅλους  αὐτούς πού ἀνέφερες παρά τῷ πλευρῷ τοῦ ἁγίου Νικηφόρου; Ἀλλά καί ἐάν, τέλον πάντων, οἱ Πατέρες αὐτοί, τούς ὁποίους ἀνέφερες, δέν ἐξορίστηκαν διά τήν μοιχειανική αἵρεσι, αὐτό σημαίνει ὅτι ἦσαν παρά τό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου;
Ἄκουσε, π. Βασίλειε, τί ἀποκαλύπτει ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Θεόφιλο καί κατανόησε ὅτι μέ τήν φαντασία μποροῦμε νά οἰκοδομήσωμε πύργους καί νά κατατάξωμε τούς ἀνθρώπους ὅπως μᾶς βολεύει: «Πείθομαι γάρ καί τήν σήν ὁσιότητα ποθεῖν τήν ἡμετέραν ἀναξιότητα καί ἀκλινῆ διαμένειν τῆς ὀρθοδόξου καί θεαρέστου ἐνστάσεως ἐξ ὧν τε πρότερον καί ὕστερον ὑπέδειξεν ἑαυτήν θεῷ τε καί ἀνθρώποις, ὡς συναιρεῖσθαι  ἡμῖν τοῖς ταπεινοῖς καί τόν ὑπέρ εὐσεβείας διωγμόν, κἄν οὐκ ἠβουλήθησαν οἱ κρατοῦντες φειδοῖ τοῦ μή πολλούς ἐξορίζειν καί καθείργειν καί ὡς ἄν δόξωσιν ἐντεῦθεν πείθειν τόν κόσμον εἰς ἡμᾶς μόνους περιίστασθαι τήν πρός αὐτούς διαφοράν καί μή εἶναι ἄλλους τούς ἐνισταμένους˙ οἵ τοσοῦτοι τῷ πλήθει ἐν τῇ ὑπ’ αὐτούς ἐξουσίᾳ, κἄν φόβῳ εἴτε καί οἰκονομίᾳ ὑποκρύπτωσιν ἑαυτούς, ὡς ἔστιν ἀκούειν τοῦ θείου Δαυίδ κράζοντος, ἐξαριθμήσομαι αὐτούς, καί ὑπέρ ἄμμον πληθυνθήσονται» (Φατ. 39, 112,9).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ὅσιος ὅτι, σκεπτόμενοι μέ δολιότητα οἱ ἐξουσιαστές, δέν ἠθέλησαν νά ἐξορίσουν πολλούς ἀποτειχισμένους, γιά νά πείσουν τόν λαό ὅτι τό πρόβλημα περιεστρέφετο μόνο στούς μοναχούς τοῦ Στουδίου καί ὅτι δέν ὑπῆρχαν ἄλλοι ἐνιστάμενοι. Οἱ ἐνιστάμενοι ὅμως ἦσαν τόσοι πολλοί, ἔστω καί ἄν κάποιοι ἀπό φόβο ἤ κατ’ οἰκονομίαν δέν ἤθελαν νά φανοῦν, ὥστε νά ὁμοιάζουν κατά τόν Δαυϊδ μέ τήν ἄμμο τῆς θαλάσσης. Περιμένουμε ὅμως, δευτερολογώντας, νά μᾶς καταθέσης στοιχεῖα γιά τό πῶς ἔκανες αὐτόν τόν διαχωρισμό.
Στό τέλος αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς εἰσηγήσεώς σου, μετά τήν ἀπαρίθμησι τῶν Πατέρων, πού κατά τήν γνώμη καί φαντασία σου ἦσαν παρά τῷ πλευρῷ τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, ἀναφέρεις τά ἑξῆς:«Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἅγιοι Πατέρες ἀποκαλοῦνται ὑβριστικά ἀπό τούς Ζηλωτές “αἱρετικοί”, “μοιχειανοί”, “μοιχοκυρωταί”, “θηρία”, ἐνῶ οὐδέποτε ὑπῆρξαν αἱρετικοί».
   Στήν λέξι λοιπόν «θηρία» ἔχεις στήν ὑποσημείωσι ὡς πηγή ἕνα δικό μου κείμενο. Ἐξεπλάγην, λοιπόν, γιά τό πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀποκαλῶ τούς Ἁγίους θηρία καί ἀνεζήτησα τό κείμενό μου αὐτό καί τό ἐμελέτησα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Τήν λέξι λοιπόν «θηρία» τήν ἀναφέρω εἰς τό ἑξῆς σημεῖο: «πως λοιπόν καταλαβαίνει κανείς σιος δωσε μέσα στή Σύνοδο μάχη μέ θηρία, τά ποα σαν συγχρόνως καί ρομπότ κατευθυνόμενα καί εχαν λάβει πό πρίν τίς ποφάσεις,πως κριβς γίνεται καί σήμερα στά λεγόμενα κκλησιαστικά δικαστήρια. πό ατόν μως τόν ναθεματισμό το γίου,  ποος δι’ ατόν το τίτλος τιμς, μέχρι ατά πού φλυαρον  πρώην παλαιοημερολογίτης σχολιαστής καί  π. Βασίλειος Παπαδάκης, τι δηλαδή  σιος ναθεματίσθηκε πό πολλούς γίους τς ποχς του,πάρχει χάος μέγα, μλλον τελεία διαστροφή τς ληθείας καί παραπλάνησις τν φελν καί βολεμένων. Στό σημεο ατό, ν χρειασθ, μπορ νά πανέλθω μέ πολύ περισσότερα στοιχεα».
Ὅπως λοιπόν καταλαβαίνει καί ὁ πλεόν ἀδαής, π. Βασίλειε, τήν λέξι «θηρία» τήν ἀνέφερα δι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο μέσα στή Σύνοδο, καί δι’ αὐτούς πού τήν περιεστοίχιζαν μέ τά ξίφη, καί δι’ αὐτούς πού τήν κατηύθυναν διά νά πάρη τέτοιες ἀποφάσεις, καί ὄχι γιά τούς Ἁγίους πού ἐσύ, σύμφωνα μέ τά σχέδιά σου προσάρμοσες τήν ἔκφρασι αὐτή. Πιό πάνω ἀπό αὐτήν τήν ἔκφρασι ἔδιδα μία ἄλλη περιγραφή τῆς Συνόδου τοῦ 809, ἀπό ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιο: «Μία κόμη περιγραφή γιά τό πς λειτούργησε  Σύνοδος μς κάνει  σιος σέπιστολή του πρός τόν μοναχό θανάσιο:«πέρ τίνος  δι’ ρχόντων παράστασις μν ν τ πολυανθρώπσυνόδ, συγκαθεζομένων καί τριν τν μεγίστων ξιωμάτων; πέρ τίνος γώ  ταπεινός κεσε βριζόμενος, καί κυκλόθεν περιστοιχιζόμενος; καί κούων· Οκ οδας τί φλυαρες, τί λαλες. Βοντός μου· Πίπτει  Πρόδρομος· λύεται τό Εαγγέλιον· οκ στιν οκονομία κκείνων τό πιλέγειν πολύ, τι οκονομία· καί οτως ογιοι κονόμησαν, καί  ν γίοις προηγησάμενος. δε μάρτυρες τιπέτρεψε τήν μοιχοζευξίαν· κν οκ λεγον ατήν οτως, λλά καί τό επεν, μοιχοζεύκτην, διεπρίοντο τούς δόντας το οονεί οφσαι.πέρ τίνος τό νάθεμα τος μή δεχομένοις τάς οκονομίας τν γίων διαβοήτως νακραχθέν· καί γώ σύν τ Πατρί μου καί Καλογήρ π'ρχοντικς χειρός φορισθείς κ μέσου·  δέ ρχιεπίσκοποςναπολειφθείς· καί διότι μόνον λειτούργησεν π' μο παρακληθείς ες τά Στουδίου, ς κοινός πρεσβύτερος καθαιρεθείς κατ' ατούς; Τόν γάρ π' ατο Χριστο καθαιρεθέντα καί τν θείων κανόνων μοιχοζεύκτην θώωσαν· νένοχον ποφηνάμενοι κατά πάντα καί συνιερουργόν ατος ντα καί πρότερον. Τόν δέ καθαίρετον κ κανόνων, καθαιρέσει πέβαλον· ργ τόν λόγον ατν βεβαιούμενοι ςξουσίαν χειν τούς εράρχας, κατά τό ατος δοκον, κεχρσθαι τος κανόσιν. περ νεργοσιν ες τό εί...» (Φατ. 48,132,90).
Ἐλησμόνησες ἐδῶ, π. Βασίλειε, νά ἀναφέρης στήν εἰσήγησί σου ὅτι δέν ἀπεκάλεσα αὐτούς τούς Ἁγίους μόνο θηρία, ἀλλά καί ρομπότ κατευθυνόμενα. Αὐτό ὅμως προφανῶς τό παρέλειψες, διότι θά ἀπεκαλύπτετο ἡ ἀπάτη καί διαστροφή πού κάνεις στά κείμενα, μέ σκοπό νά βγάλης τά συμπεράσματα πού ἐπιθυμεῖς. Νομίζω ὅμως ὅτι, ἄν σέ βαθμολογοῦσε κανείς στήν διαστρέβλωσι καί παρερμηνεία τῶν κειμένων, θά ἔπαιρνες ἀσφαλῶς ἄριστα, ἐφ’ ὅσον κατώρθωσες νά μᾶς παρουσιάσης, ἐμᾶς πού σεβόμεθα τούς Ἁγίους, σέ σημεῖο πού ὅ,τι λέγομε νά τό στηρίζουμε εἰς τήν διδασκαλία των, ὅτι τούς ὑβρίζομε καί τούς ἀποκαλοῦμε θηρία, ἐνῶ ἐσεῖς πού ἔχετε γράψει τήν διδασκαλία των στά παλαιότερα τῶν ὑποδημάτων σας, ἐσεῖς πού γιά νά στηρίξετε τίς θεωρίες σας ἀνιχνεύετε τά πρός ἀποφυγή παραδείγματα τῆς ἱστορίας, ἐσεῖς πού οὔτε στήν Ἁγία Γραφή θέλετε νά στηριχθῆτε γιά τήν νεοεποχίτικες θεωρίες σας, ἐσεῖς ὑποτίθεται ὅτι σέβεσθε τούς Ἁγίους, ἐνῶ ἐμεῖς τούς ὑβρίζομε. Ἄς κρίνουν οἱ ἀναγνῶστες τά κείμενα ἑκάστης πλευρᾶς καί ἄς ἀποκομίσει ἕκαστος τά συμπεράσματά του.
Ἀμέσως κατωτέρω μετά τήν ἀνάλυσι τοῦ χαρακτηρισμοῦ «θηρία», προκειμένου νά μήν μᾶς διαφύγη τῆς προσοχῆς καί μέ σκοπό νά ἀποκαλύψωμε ὅσο τό δυνατόν τίς βαθύτερες, κατά τήν γνώμη μας, προθέσεις σου ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Ο ζηλωτές δηλαδή, γιά νά δικαιολογήσουν τά σχίσματά τους, Σεβασμιώτατε, πινόησαν μία νύπαρκτη στήν κκλησιαστική στορία αρεση, τήν αρεση τομοιχειανισμο, στόν γώνα κατά τς ποίας στηρίζουν τόν δικό τουςγώνα».
Ὥστε λοιπόν, π. Βασίλειε, ἡ μοιχειανική αἵρεσις εἶναι ἐπινόησις τῶν Ζηλωτῶν γιά νά δικαιολογήσουν τά σχίσματά των! Εἰλικρινά πρώτη φορά συναντῶ τέτοια διαστροφή, ἡ ὁποία ἀκυρώνει μέ μία μονοκονδυλιά, τόσους ἀγῶνες, ἐξορίες, διωγμούς καί μαρτύρια Ἁγίων Πατέρων, ἐπειδή αὐτό ἐξυπηρετεῖ σήμερα τά σχέδια καί τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καί νά σκεφθῆ κανείς ὅτι σᾶς ἐκάλεσε ὁ Ἀντιοικουμενιστής Ἐπίσκοπος Πειραιῶς γιά νά εἰσηγηθῆτε γιά ἕνα σοβαρώτατο θέμα πού ἀφορᾶ στήν καταπολέμησι τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μετά λύπης μου λοιπόν διαπιστώνω, μετά τά ὅσα ἔχω ἐπισημάνει, ὅτι  δέν θά μποροῦσε νά εὕρη μεγαλύτερο ὑπερασπιστή αὐτῆς τῆς παναιρέσεως τήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι καταπολεμᾶ.
Στό τέλος τῆς εἰσηγήσεώς σου ἀναφέρεις τά ἑξῆς γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: « διδασκαλία καί τό παράδειγμα τν γίων Πατέρων πού ναφέραμε μς καθοδηγε στό νά εμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στό ζήτημα τς διακοπς τς κοινωνίας μέ τούςκκλησιαστικς προϊσταμένους μας, καί μάλιστα σήμερα πού δέν κηρύσσεται πίσημα κάποια αρεση, καμία αρεση».
Δέν κηρύσσεται λοιπόν σήμερα καμμία αἵρεσις, μολονότι οἱ Ἀντιοικουμενιστές γράφουν κατ’ ἐπανάληψι ὅτι κηρύσσεται αἵρεσις, οἱ δέ ὑπεύθυνοι τοῦ γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς ἔχουν καθορίσει καί τήν πορεία της, τήν ἐξέλιξί της, τό σημεῖο πού σήμερα εὑρίσκεται καί τόν τελικό σκοπό της, ἁπλῶς περιμένουν ἀφελῶς νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις αὐτή πού κηρύσσεται γυμνῇ τῇ κεφαλῇ πρῶτα Συνοδικά, προκειμένου ν’ ἀποτειχισθοῦν.
Καί λίγο πρίν ἀναφερθῆ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης στήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ 
Στουδίτου ἐπεσήμανε τά ἑξῆς: «Ο ζηλωτές βέβαια χουν παράλληλαποστηρίξει καί τήν κακόδοξη θεωρία τι  διακοπή τςκκλησιαστικς κοινωνίας πιτρέπεται κόμη καί γιά μή δογματικούς λόγους. Ελογες ατίες γιά σχίσματα θεωρονται κόμη καί οοκονομικές δικίες τν πισκόπων,  μετριοπαθής στάση τνπισκόπων στό θέμα τν διαζυγίων, ο θετήσεις κάποιων Παραδόσεων τς κκλησίας, πως τό κκλησιαστικό μερολόγιο, ονηστεες καί  μοιομόρφη τέλεση τς λατρείας».
Αὐτά ὅλα βεβαίως, ἔτσι τά κρίνει ὁ π. Βασίλειος, ἐπειδή τήν τέχνη τῆς διαστροφῆς τῶν κειμένων τήν ἀνήγαγε σέ ἐπιστήμη. Διότι ἡ κακόδοξη θεωρία, κατά τήν ἔκφρασί του, δέν εἶναι διδασκαλία τῶν Ζηλωτῶν, ἀλλά τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ἐπίσης τήν ἀκύρωσι καί ἐκθεμελίωσι τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν περί τοῦ ἑνός καί νομίμου γάμου ἀπό τούς σημερινούς Ἐπισκόπους τήν ὠνόμασε «μετριοπαθῆ στάσι τῶν Ἐπισκόπων στό θέμα τῶν διαζυγίων». Δηλαδή ὁ Κύριος ἐδίδαξε ὅτι αὐτή ἡ πρᾶξις εἶναι μοιχεία, ἐνῶ οἱ Ἐπίσκοποι λέγουν ὅτι δέν εἶναι μοιχεία, ἀλλά νόμιμος γάμος, καί ἐπιβάλλουν στόν Χριστό τροπόν τινά νά ἔλθη νά τόν εὐλογήση, θέλει δέν θέλει, ἐπειδή τό θέλουν αὐτοί.
Ὅλα αὐτά τά σημεῖα ἀπό τήν εἰσήγησι τοῦ π. Βασιλείου τά ἀναφέραμε συνοπτικά διά νά καταδείξωμε τόν τρόπο σκέψεως καί πορείας τοῦ ἐν λόγῳ καθηγουμένου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὄντως ἰσοπεδωτικός. Ὁ π. Βασίλειος δηλαδή, κατ’ οὐσίαν, δέν δέχεται τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων, ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μιᾶς Εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ἀποτελεῖ αἵρεσι, ἀνατροπή ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου, σύστασι καί ἀποδοχή ἄλλου Εὐαγγελίου, ἀθέτησι καί βλασφημία κατά τοῦ ἰδίου τοῦ Νομοθέτου, δηλαδή τοῦ Θεοῦ καί ἀποδοχή ἄλλου Νομοθέτου, προδρόμου τοῦ Ἀντιχρίστου. Δι’ αὐτό τήν μοιχειανική αἵρεσι τήν ἀπεκάλεσε«ἀνύπαρκτη στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί ἐπινόησι τῶν Ζηλωτῶν»,δι’ αὐτό εἰσηγήθηκε ὅτι «σήμερα δέν κηρύσσεται ἐπίσημα κάποια αἵρεσις, καμμία αἵρεσις», δι’ αὐτό τέλος πάντων τήν ἀκύρωσι τῶν ἐντολῶν τοῦ νομίμου γάμου σήμερα ἀπό τούς Ἐπισκόπους τήν ἐβάπτισε «μετριοπαθῆ στάσι τῶν Ἐπισκόπων στό θέμα τῶν διαζυγίων».
Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά δώσωμε κάποιες ἁπλές ἐξηγήσεις διά τούς καλοπροαίρετους ἀδελφούς, ὥστε νά κατανοηθῆ καί ὁ ἀγῶνας τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐναντίον τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, καί ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων διά τό ἀναλλοίωτο καί αἰώνιο τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί, βεβαίως, νά γίνη κατανοητή ἡ διαστροφή τήν ὁποία ἐπιχειρεῖ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης, σέ σημεῖο ἰσοπεδώσεως τῶν πάντων, τό ὁποῖο θά ἠδυνάμεθα νά ἀποκαλέσωμε ὡς ἕναν προηγμένο Οἰκουμενισμό, ὡς ἕναν Οἰκουμενισμό τοῦ μέλλοντος.
Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Κύριος διδάσκει π.χ. μακάριοι οἱ πτωχοί, μακάριοι οἱ κλαίοντες, μακάριοι οἱ πραεῖς, μακάριοι οἱ ἐλεήμονες κλπ. Ἄν σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι ἀποφάσιζαν Συνοδικῶς ὅτι δέν εἶναι μακάριοι οἱ πτωχοί, ἀλλά οἱ πλούσιοι, οὔτε οἱ κλαίοντες ἀλλά οἱ γελῶντες, οὔτε οἱ πραεῖς, ἀλλά οἱ ὀργίλοι καί ταραχοποιοί, οὔτε οἱ ἐλεήμονες, ἀλλά οἱ ἀνελεήμονες, πῶς θά ἐχαρακτηρίζαμε αὐτή τήν Σύνοδο, ἡ ὁποία θά ἐτολμοῦσε νά ἀθετήση ἔστω καί μία εὐαγγελική ἐντολή; Ἀσφαλῶς θά τήν ἐχαρακτηρίζαμε ὡς αἱρετική καί ἀποστάτρια τοῦ Εὐαγγελίου ληστρική καί παράνομη.
Ἄν τώρα αὐτό, ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος, δέν τό ἔπραττε μέ τά λόγια ἀλλά μέ τά ἔργα, διότι μέ τά λόγια κανείς δέν ἐτόλμησε νά ἀλλάξη κάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο, οὔτε κἄν αὐτοί οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι παντρεύουν τούς ὁμοφυλόφιλους καί τούς κάνουν κι Ἐπισκόπους, ἄν διά τῶν ἔργων λοιπόν ἀθετοῦσαν τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί ἔλεγαν π.χ. ὅτι Συνοδικῶς ἀποφασίζομε ὅτι οἱ Παπικοί δέν εἶναι ἀναθεματισμένοι και ἄς λέγει ὁ Θεός διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι εἶναι, ἄν Συνοδικῶς ἀπεφάσιζαν οἱ Ἐπίσκοποι νά ἐνταχθοῦν στό Π.Σ.Ε., ἐνῶ ὁ Θεός ἀπαγορεύει κάθε ἐκκλησιαστική ἀνάμειξι καί ἐπικοινωνία μέ αἱρετικούς, ἀλλοπίστους κλπ., ἄν Συνοδικῶς ἀπεφάσιζαν τίς συμπροσευχές, τίς κοινές δηλώσεις μέ τούς αἱρετικούς, τίς ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίσεις κλπ., ἐνῶ ὁ Θεός τά ἀπαγορεύει ὅλα αὐτά μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ἄν τέλος πάντων Συνοδικῶς ἀπεφάσιζαν τίς μοιχεῖες νά τίς ὀνομάσουν νομίμους γάμους καί νά προσκαλοῦν τόν Θεό νά τούς εὐλογήση, ἐνῶ Αὐτός ὅλα αὐτά τά ἀπαγορεύει, πῶς θά ἐχαρακτηρίζαμε αὐτή τή Σύνοδο, ἡ ὁποία στήν πράξι πετάει στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τό Εὐαγγέλιο;
Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίσθηκε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, διά νά μήν ἀλλοιωθῆ ἔστω καί μία εὐαγγελική ἐντολή στήν πράξι. Διότι διδάσκει, ἐάν ἀλλάξη ἔστω καί μία εὐαγγελική ἐντολή, ἀποδεχόμεθα ἄλλο Εὐαγγέλιο καί κάνωμε ἀλλοιωτό καί τρεπτό τόν ἴδιο τόν Θεό, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται πότε νά λέγη ἔτσι καί πότε ἀλλιῶς, τό δέ Εὐαγγέλιο ἀόριστο πρός ἐφαρμογή γιά τή σωτηρία μας, δηλαδή ἀσαφές, πρᾶγμα πού σημαίνει, πώς ὅ,τι καί ἄν πράξης, σώζεσαι.
 Δι’ αὐτό δέν δύναται ὁ π. Βασίλειος νά ἀποδεχθῆ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου του Στουδίτου· προσπαθεῖ νά τήν βαπτίση ὡς καταδικασμένη καί ἀναθεματισμένη  καί νά καταδείξη ὅτι ὁ ὅσιος διέπρεψε μόνον γιά τούς ἀγῶνες του κατά τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως.
Ἄν δηλαδή ἀποδεχθῆ αὐτή τήν διδασκαλία, πρέπει νά ἀποδεχθῆ ὅτι σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές ἔχουν ἄλλο Εὐαγγέλιο, ἄλλους Κανόνες καί ἄλλους πατέρες, μέ κορυφαῖο τόν Περγάμου, Ἰωάννη Ζηζιούλα. Τό κακό καί δυστύχημα γιά τόν π. Βασίλειο Παπαδάκη καί τούς Οἰκουμενιστές  εἶναι ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή δέν εἶναι τοῦ ὁσίου, ἀλλά τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρωτογενῶς καί κατ’ ἐπέκτασιν τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δηλαδή ἀκόμη καί καταδικασμένη καί ἀναθεματισμένη νά ἀποδείξουν τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, πάλι δέν θά πετύχουν τίποτε, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἡ διδασκαλία ὑπάρχει μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Θεός αὐτά μᾶς ἐδίδαξε κι ἐφ’ ὅσον οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀνά τούς αἰῶνας αὐτήν τήν διδασκαλία προσεπάθησαν νά ἐφαρμόσουν.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού σήμερα ἀδυνατοῦν οἱ Ἀντιοικουμενιστές νά στηρίξουν τίς θεωρίες των, π.χ. δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, παραμονή στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, θεωρία περί Ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας, θεωρία περί μή μολυσμοῦ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι καί συνουσία μέ τούς αἱρετικούς, κλπ. πρωτίστως στήν Ἁγία Γραφή καί  κατ’ ἐπέκτασιν  στούς ἱερούς Κανόνες καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτό προσπαθοῦν νά μᾶς εἰσάγουν στόν λαβύρινθο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί νά μᾶς πείσουν ὅτι πρέπει νά ἀκολουθήσωμε τά πρός ἀποφυγήν παραδείγματά της.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, περισσότερο ἐτιμήθη στήν ἐποχή του γιά τήν στάσι του πρός τήν μοιχειανική αἵρεσι καί ἐφάνη περισσότερο ἡ προσήλωσίς του στήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, παρά ἀπό τήν στάσι του στήν εἰκονομαχική αἵρεσι. Ἄλλωστε ἡ εἰκονομαχική αἵρεσις διήρκεσε, μαζί μέ περιόδους ἀνακωχῶν, περίπου ἑκατόν εἴκοσι (120) ἔτη καί ἔχω τήν πεποίθησι ὅτι ἦσαν πολλοί αὐτοί πού διέπρεψαν τότε ὡς Ὁμολογητές τῆς πίστεως, ἰσάξιοι ἤ καί ἀνώτεροι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ ὅσιος, παρά τά μαρτύρια καί τούς διωγμούς πού ὑπέστη διά τήν προσκύνησι τῶν ἁγίων εἰκόνων, δέν ἐτελείωσε τήν ζωή του μαρτυρικά, ἀλλά ὁσιακά, δηλαδή δέν ἐτελειώθη πάνω στό μαρτύριο, ἐνῶ ἄλλοι  Ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ νέος, ὁ ἅγιος Εὐθύμιος Ἐπίσκοπος Σάρδεων καί τόσοι ἄλλοι, ἐτελείωσαν τήν ζωή τους μέ τά μαρτύρια ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερασπίσεως τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ ἐπ’ ὀλίγῳ στήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Μεθοδίου, ἡ ὁποία δῆθεν κατεδίκασε, σύμφωνα μέ τόν π. Βασίλειο, τά συγγράμματα τοῦ ὁσίου.
Ἐπειδή ὅλα ὅσα ἀνέφερε στην εἰσήγησί του ὁ π. Βασίλειος ἔχουν ὡς σκοπό, πέραν τοῦ ἐφησυχασμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῆς ἄποψης ὅτι ὅλα σήμερα βαίνουν καλῶς καί δέν κηρύσσεται καμμία αἵρεσις, καί τήν ἐκθεμελίωσι ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, σέ σημεῖο νά ἀθετοῦνται παντελῶς ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, καί νά ὁδηγοῦνται οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἐκλάβουν ὡς ὀρθόδοξο Παράδοσι κάποια σκόρπια μεμονωμένα πρός ἀποφυγή καί ὄχι πρός μίμησι παραδείγματα τῆς Ἱστορίας, εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε καί σέ ἄλλα θέματα τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό τήν εἰσήγησί του, πολύ χρήσιμα ὅμως γιά νά ἐξάγουμε κάποια συμπεράσματα γιά τήν σημερινή ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Διότι πάντοτε ὑποστηρίζαμε ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ με τήν συμπόρευσί της μέ τή Ν. Ἐποχή θά φέρη τά ἄνω κάτω μέσα στήν Ἐκκλησία, ποτέ ὅμως δέν ἐφαντασθήκαμε ὅτι θά φθάναμε στό σημεῖο, μᾶλλον στό κατάντημα, νά καταδικάζωνται ὀρθόδοξα κείμενα καί διδασκαλίες τῶν Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων, κατά πάντα σύμφωνες μέ τήν Ἁγία Γραφή καί ὄχι μόνον σύμφωνες, ἀλλά πού εἰπώθηκαν ἀπό τούς Ἁγίους γιά νά μην ἀλλοιωθῆ τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐπειδή σήμερα αὐτά τά κείμενα καί οἱ διδασκαλίες ἀφυπνίζουν τούς Ὀρθοδόξους καί ἀντιστρατεύονται στή σύγχρονη αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἄν δηλαδή εἴχαμε ὀρθόδοξα ἔνστικτα καί αἰσθητήρια καί κυρίως ὀρθόδοξο φρόνημα, θά ἔπρεπε αὐτές τίς διδασκαλίες τῶν Πατέρων νά προβάλλωμε καί ὄχι νά προσπαθοῦμε ἐκ τοῦ ἀντιθέτου νά τίς θάψωμε καί νά τίς παρουσιάσουμε ὡς αἱρετικές καί ἀναθεματισμένες δῆθεν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἐπειδή λοιπόν ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης δέν μπορεῖ νά παρουσιάση κάτι ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὅσον ἀφορᾶ στήν μοιχειανική αἵρεσι, τό ὁποῖο νά μήν συμφωνεῖ μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων, ἐβάδισε δι’ ἄλλης ὁδοῦ καί προσπάθησε αὐτήν τήν ὀρθόδοξο διδασκαλία, τήν πλέον ἴσως χρήσιμη σήμερα γιά τούς Ὀρθοδόξους, νά τήν παρουσιάση ὡς καταδικασμένη, αἱρετική καί ἀναθεματισμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἐμεῖς ὅμως τοῦ ἐπισημαίνουμε ὅτι, ἄν αὐτή ἡ διδασκαλία θεωρηθῆ καταδικασμένη, τότε καταδίκαζεται καί ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ ἴδιοι οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἅπαντες. Ὡς ἐκ τούτου ἡ καταδίκη αὐτή ἐπί Ἁγίου Μεθοδίου, τήν ὁποία ὡς σημαία προβάλλει ὁ π. Βασίλειος, ἔχει ἄλλη ἔννοια, ἔγινε μέ ἄλλο σκοπό καί ὁπωσδήποτε συνδέεται μέ τήν στάσι καί γραμμή τοῦ ἁγίου Μεθοδίου στό θέμα τῶν χειροτονιῶν, τό ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀπό τά λάθη του πού ὡς  ἄνθρωπος ἔκανε.
Στό θέμα αὐτό ὁ π. Βασίλειος ἀποκρύπτει ἐσκεμμένως, ὄχι μόνον ὅλη τήν ὑπόθεσι, ἀλλά καί ὅλα  τά κείμενα πού ἀφοροῦν αὐτήν τήν ὑπόθεσι καί ἐπικαλεῖται μόνον τήν ἀπόφασι αὐτή τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τον ἐξυπηρετεῖ.
Ἡ ὑπόθεσις λοιπόν ἔχει ὡς ἑξῆς, σύμφωνα μέ τόν  βιογράφο τοῦ ἁγίου Μεθοδίου. Μετά τήν τελική καταδίκη τῆς εἰκονομαχίας καί τήν ἀναστήλωσι τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἔκανε ὑπερβολικές συγκαταβάσεις καί ἐχειροτόνει τόν οἱοδήποτε, ἀρκεῖ νά μήν ἦταν αἱρετικός. Ὡς ἐκ τούτου ἔγιναν Ἐπίσκοποι πολλοί ἀνάξιοι. Γράφει ὁ βιογράφος του σχετικά τά ἑξῆς: «Συνεχεῖς οὐν ἐποιεῖτο χειροτονίας, τάς ἐπισκοπάς προκαταρτίσαι βουλόμενος∙ καί ὁ ζῆλος εἷλκεν, καί χάριν ἤδη τῷ χειροτονίαν ἐρχομένῳ, μόνον εἰ πρό τούτου ὀρθόδοξος ἐγνωρίζετο. Ἐν οἷς καί πολλοί τῇ δόξῃ τοῦ βαθμοῦ ἡττηθέντες, καί παρά συνείδησιν ἑαυτούς τοῖς θρόνοις ἐπέῥῤιψαν»(P.G. 100, 1257A).
Ὁ ἅγιος Μεθόδιος μή γνωρίζοντας ἀσφαλῶς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Πέτρος, τήν γνώμη καί διάκρισι ἑκάστου ὑποψηφίου Ἐπισκόπου, ἀπαιτοῦσε ἀπό αὐτούς μόνον μία ἁπλή διά στόματος προφορική ὁμολογία «ὁ δε ἀγνοῶν (οὐ γάρ ἦν Πέτρος) ἐκ τοῦ στόματος τῶν προσερχομένων ἔκρινε, καί τό τάλαντον κατ’ ἐνώπιον Θεοῦ ἐπίστευεν»(P.G. 100, 1257Β).
Αὐτό, ἀναφέρει ἐν συνεχείᾳ ὁ βιογράφος, ἦτο καθαρά ἕνας πειρασμός τοῦ διαβόλου, στόν ὁποῖο ἔπεσε ὁ ἅγιος Μεθόδιος, ὅπως συνέβη καί μέ ἄλλους πολλούς Ἁγίους: «Ἀλλά γάρ τοσούτων καί τηλικούτων κατορθωμάτων τε ἀνάπλεος ἀγαθῶν, οὐκ ἔμελλε παρά τοῦ φθόνου δέξασθαι βέλος; Ἀλλά Δαυΐδ μέν καί Πέτρος οἱ μαρτυρούμενοι, ἀκίσι βάλλονται τοῦ βασκάνου, εἰ καί ὅμως ἀνίστανται καί νικῶσι τόν πλήξαντα. Μεθόδιος δε ἀπείραστος παντί, τήν εὐκλείαν ἀπηνέγκατο; ἤ δέχεται μέν, οὐ πλήττεται δέ; Τοὐναντίον μέν οὖν, καί πλήττει καί καταβάλλει τόν τρώσαντα». Ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἐνεργώντας τοιουτοτρόπως εἶχε σάν σκοπό νά ἐγκαταστήση Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί νά ἀφανίση δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τήν αἵρεσι τῆς Εἰκονομαχίας. Ἦταν ὅμως αὐτός ὁ τρόπος ἕνας δεξιός, θά λέγαμε, πειρασμός: «Σκοπεῖτε, ὅθεν τό πονηρόν καί ἀέριον τοῦ ἐχθροῦ διελύθη βέλος∙ τοῖς δεξιοῖς ὅπλοις ὁ σοφιστής ἐχρήσατο πανουργίαν∙ τῷ μέν πατριάρχῃ παρ’ οὐ καθήκοντος ζήλου τάς χειροτονίας ποιεῖν ὑποβάλλων, σκοπῷ, δῆθεν, τοῦ ἀφανίσαι τήν αἵρεσιν» (P.G. 100, 1257C).
Αὐτή ὅμως ἡ στάσις στό θέμα τῶν χειροτονιῶν τοῦ ἁγίου Μεθοδίου ἦτο φυσικό νά δημιουργήση ἀντιδράσεις· και μάλιστα, ὄχι ὅπως σήμερα πού ἔχουν ἰσοπεδωθῆ ὅλα τά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης καί χειροτονεῖται ὁ οἱοσδήποτε Ἐπίσκοπος, ἀρκεῖ νά συμπορεύεται μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σέ μία ἐποχή πού ὑπῆρχε εὐαισθησία στά θέματα τῆς πίστεως, τῆς Παραδόσεως καί τῆς τηρήσεως τῶν ἱερῶν Κανόνων: «τισί δέ τῶν ἐπισκόπων καί ἡγουμένων, ἔξω τοῦ καθ’ ἑαυτούς μέτρου φέρεσθαί τε καί πυρπολεῖσθαι τῷ ζήλῳ, μή καθήκειν τε, λέγειν, ἀνεξετάστως ποιεῖν τάς χειροτονίας, καί μάλιστα ἐπί τοῖς θριαμβεύσασι τά οἰκεῖα δι’ ἐξαγγέλσεως πάθη. Αὕτη στάσεως καί διχονοίας τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ πρόφασις γίνεται» (Ὡς ἀνωτ.)
Καί αὐτοί λοιπόν πού ἀντιστάθηκαν σ’ αὐτήν τήν λανθασμένη στάσι τοῦ ἁγίου Μεθοδίου, ἀναφέρει ὁ βιογράφος ὅτι, ἐβγῆκαν ἔξω ἀπό τά μέτρα καί ὅρια πού τούς ἐπετρέπετο νά κινηθοῦν. Ἔτσι ἐδημιουργήθηκαν διχόνοιες, στάσεις καί σχίσματα.
Ἐδῶ ἐπισημαίνουμε ὅτι ψευδῶς ἀναφέρει ὁ π. Βασίλειος πώς ἐπρόκειτο μόνον γιά τούς Στουδίτες, διότι ὁ βιογράφος, ὄχι μόνον δέν τούς ἀναφέρει καθόλου, ἀλλά ἀπεναντίας ἀναφέρει ὅτι ἀντέδρασαν διάφοροι Ἐπίσκοποι καί ἡγούμενοι. Ἀναμφίβολα ἦταν καί οἱ Στουδίτες ἀνάμεσά των καί, ἴσως, ἔπαιξαν καί πρωταρχικό ρόλο στήν ἀντίδρασι αὐτή, καί εἶναι γεγονός ὅτι δέν ἦταν μόνον αὐτοί, ἀλλά καί αὐτοί.
Ἀπό ἐδῶ λοιπόν καί εἰς τό ἑξῆς ἔχουμε μία ἐσωτερική τῶν Ὀρθοδόξων διαφωνία καί διχόνοια: «Ἡττηθείς γάρ ὁ φιλοπόλεμος δαίμων τοῖς αἱρετικοῖς, τούς ὀρθοδόξους κατ’ ἀλλήλων εἰρέθισεν..(Ὡς ἀνωτ.). Αὐτή ἡ διαφωνία δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν μοιχειανική αἵρεσι, διότι τότε ὑπῆρχε δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἐνῶ τώρα τό θέμα ἦτο ὅτι δέν ἐγίνετο αὐστηρή κριτική στό ἦθος καί τήν ζωή αὐτῶν πού ἐπρόκειτο νά γίνουν Ἐπίσκοποι.
Τελικῶς ὁ ἅγιος Μεθόδιος μέ τήν συμπαράστασι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καθήρεσε τούς ἀντιδρώντας Ἐπισκόπους καί ἡγουμένους, ἀλλά τό σχίσμα δέν διορθώθηκε, ἀπεναντίας ἔγινε μεγαλύτερο:«Ὑπερνικᾷ μέντοιγε ἡ τοῦ πατριάρχου βουλή καί κρίσις τῆς ἀξίας τοῦτο ἐπιτρεπούσης, ἄλλως τε τῆς βασιλικῆς χειρός συνεπιτρεπούσης τήν κρίσιν, καί καθαιροῦνται καί ἀφανίζονται οἱ ἐπίσκοποι καί ἡγούμενοι, καί τό σχίσμα μεῖζον» ( P.G. 100, 1257D).
Διά νά διορθωθῆ λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν λάθος πορεία ὁ ἅγιος Μεθόδιος, ἀναφέρει ἐν συνεχείᾳ ὁ βιογράφος του ὅτι, ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά πέση σέ βαριά ἀσθένεια ὑδρωπικίας καί ἀπό αὐτήν νά κατανοήση ὅτι εὑρίσκεται σέ λάθος γραμμή στό θέμα τῶν χειροτονιῶν καί στίς τιμωρίες πού ἐπέβαλε στούς ἀντιδρώντας Ἐπισκόπους καί ἡγουμένους: «Τί οὖν ὁ τούς μεγάλους τε πόνους καί καμάτους τοῦ μεγάλου ἀναγράπτους ἔχων Θεός, συντριβήν προσιέμενος τῆς καρδίας ὑπέρ πᾶσαν ἄλλην πρᾶξιν ἤ θεωρίαν; Νόσον ἐπαφίησι τῷ ἱεράρχῃ, ὕδερον αὐτήν οἱ ἰατροί ὀνομάζουσιν∙ ἔδει γάρ τόν πολυδάμαν καί ταύτην ὑποστῆναι τήν βάσανον, ἵνα διά πάντων στεφανηφόρος ἀναφανεῖ. Ὀξύς δέ ὤν καί ἀγχινούστατος ὁ σοφός, ἐπέγνω τό αἴτιον τῆς παιδείας, ὅτι τε τά τοῦ ζήλου ὑπερήλατο μέτρα, καί ἀποτομίᾳ κατά τῶν ὑποχειρίων ἐχρήσατο» (P.G. 100, 1260A).
Κατενόησε λοιπόν, ὁ ἅγιος τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο τόν ἐτιμώρησε ὁ Θεός, κατενόησε ὅτι ἐξεπέρασε τά ὅρια ἐξαιτίας τοῦ ζήλου «ὅτι τά τοῦ ζήλου ὑπερήλατο μέτρα», κατενόησε ὅτι ἀδίκησε αὐτούς πού εἶχε ὑπό τήν προστασία καί εὐθύνη του «καί ἀποτομία κατά τῶν ὑποχειρίων ἐχρήσατο».
Ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς διά τῆς μετανοίας ὁ ἅγιος Μεθόδιος προσπάθησε νά διορθώση τά λάθη του, τά ὁποῖα ὁπωσδήποτε ἔγιναν ἀπό ἀγαθή προαίρεσι καί ὑπερβάλλοντα ζῆλο, προσπάθησε νά συμφιλιωθῆ μέ ὅσους ἐτιμώρησε, ἄφησε ὅμως κάποια ἐπιτίμια σέ ὁρισμένους θερμοτέρους εἰς τά θέματα αὐτά τῆς τηρήσεως τῶν ἱερῶν Κανόνων, σάν κάποιο χαλινάρι διά νά καταπολεμοῦν τά πάθη των: «Συντριβείς οὖν τήν καρδίαν ἐν πνεύματι ταπεινώσεως, καί τῷ καρδιογνώστῃ ἐξομολογησάμενος Θεῷ, ἀφίησι μέν τοῖς εἰς αὐτόν ἐπταικόσι τάς ὀφειλάς, ἀφίησί γ’ οὖν ὅμως ὡρισμένας ἐπιτιμίας τισίν, τῆς εἰς τήν θείαν ἀρχιερωσύνην χάριν περιφρονήσεώς τε καί αὐθαδείας, ὥσπερ τινί χαλινῷ τοὺς θερμοτέρους ἐπιστομίζων, καί οὕτω λοιπόν τόν τῆς οἰήσεως, καί θρασύτητος δαίμονα, ὅστις τοῖς πλουτοῦσι τήν ἀρετήν ἐπιφύεται, διά ταπεινοφροσύνης τε καί πραότητος καταγωνισάμενος προστίθησι τοῖς λοιποῖς αὐτοῦ κατορθώμασι…» (P.G. 100, 1260AB).
Ἐδῶ προφανῶς οἱ Στουδίτες μοναχοί θά ἐπρόβαλαν πρός κατοχύρωσί των τό παράδειγμα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί τή στάσι του σχετικά μέ τούς δύο Πατριάρχες, Ταράσιο καί Νικηφόρο καί ἔτσι, γιά νά τούς ἀποκόψη αὐτήν τήν δικαιολογία ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἀναγκάστηκε νά καταδικάση τά κείμενα τοῦ ὁσίου. Δέν εἶχε ὅμως κανένα δικαίωμα νά τό πράξη αὐτό, διότι πρῶτον ἡ ἀντίδρασις καί ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἀφοροῦσε ἄλλη ὑπόθεσι, πού  ἀνεφέρετο σέ θέμα πίστεως, δεύτερον ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ὁσίου τήν ὁποία κατεδίκασε ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἦτο κατά πάντα Ὀρθόδοξος καί σύμφωνη μέ τίς Γραφές καί τούς Κανόνες, τρίτον οἱ δύο Πατριάρχες Ταράσιος καί Νικηφόρος κατά τήν  ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τόν ὅσιο, ἀπεδέχθησαν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου ἦτο Ὀρθόδοξος καί ὅτι αὐτοί ἔσφαλαν, τέταρτον ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης οὔτε μετενόησε, οὔτε ἄλλαξε κάτι ἀπό τήν διδασκαλία του, ἐπειδή ἦτο σύμφωνη μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες καί, τέλος πάντων, ὁ ἅγιος Μεθόδιος, οὔτε θά διενοεῖτο νά ἀσχοληθῆ μέ τήν διδασκαλία καί τά κείμενα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, πού ἀφοροῦσαν τήν μοιχειανική αἵρεσι, ἄν δέν προέκυπτε τό θέμα τῆς ἀντιδράσεως τῶν μοναχῶν διά τίς αὐθαίρετες χειροτονίες τίς ὁποῖες ἔκανε.
Δηλαδή ὁ σκοπός του ἦτο ἄλλος καί ἐστράφη ἐναντίον τοῦ ὁσίου διά νά καταστείλη τίς ἀντιδράσεις πού ἀφοροῦσαν δικά του λάθη, γιά τά ὁποῖα βεβαίως μετενόησε καί τά διώρθωσε. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οὐδέποτε ἴσχυσε, οὔτε κατεγράφη ποτέ ἡ ἀπόφασις αὐτή τῆς Συνόδου, οὔτε ἀσφαλῶς καί ἦτο Ὀρθόδοξος, ἐπειδή δέν κατεδίκασε αἱρετικά κείμενα, ἀλλά κατά πάντα Ὀρθόδοξα. Ἄν ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης ἤ κάποιος ἄλλος Ἀντιοικουμενιστής μᾶς ἀποδείξη ὅτι ἡ περί τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως διδασκαλία τοῦ ὁσίου ἦτο αἱρετική, τότε φυσικά θά δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τοῦ ἁγίου Μεθοδίου ἦτο Ὀρθόδοξος καί ἐπιβεβλημένη.
Περιττό νά εἰποῦμε ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέν θά  ἦτο οὔτε κἄν ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, ἄν εἶχε ὑποπέσει δύο φορές στό θανάσιμο ἁμάρτημα τοῦ σχίσματος, τό ὁποῖο σύμφωνα καί μέ τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν ἀπαλείφει, καί ἐφ’ ὅσον δέν εἶχε προηγουμένως μετανοήσει ἤ τελειώσει τήν ζωή του μαρτυρικά, ἀλλά ὁσιακά. Ἀφήνω τό γεγονός ὅτι, μέ τίς δύο ἐκκλησιαστικές ἀποτειχίσεις του, ἔγινε περιβόητος ὡς ὁμολογητής σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, ὅτι ἔγινε αἰτία νά συγκεντρωθοῦν χίλιοι περίπου μοναχοί γύρω του, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τόν ὠνόμασε «Πανόσιο» στό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι οἱ Κατηχήσεις του διαβάζονται βάσει τοῦ Τυπικοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὅτι αὐτός μαζί μέ τόν ἀδελφό του, ἅγιο Ἰωσήφ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης συνέγραψαν τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ Τριωδίου καί  ὅτι οἱ Ἀναβαθμοί τῆς Παρακλητικῆς εἶναι δικό του ἔργο. Ὅλα αὐτά δέν ἁρμόζουν ἀσφαλῶς σέ κάποιον πού ἔγινε δύο φορές σχισματικός καί δέν μετενόησε.
Θά συνεχίσωμε ἀναφερόμενοι στό θέμα τῶν δύο ἱερῶν Κανόνων, πού ὁμιλοῦν γιά τήν ἀποτείχισι, τούς ὁποίους καί αὐτούς διέστρεψε στήν εἰσήγήσί του ὁ π. Βασίλειος. Ἐδῶ γίνεται προσπάθεια νά ἐξαρθῆ τό σχίσμα ὡς κάτι φοβερό καί θανάσιμο καί ἀπεναντίας ἡ αἵρεσις νά ὑποτιμηθῆ καί νά ἐννοηθῆ ὡς κάτι ἐπουσιῶδες, ἰάσιμο καί μηδαμινό, τό ὁποῖο πρέπει οἱ πιστοί νά ὑπομένουν ἀναμένοντες τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Γιά νά ἐπιτύχη αὐτόν τόν στόχο ὁ π. Βασίλειος, ἀπομόνωσε τούς δύο Κανόνες (31ον Ἀποστολικό καί 15ον τῆς Α’ καί Β’ Συνόδου) ἀπό ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, καί τελικά ἐπικεντρώθηκε στον 15ον τῆς Α’ καί Β’ Συνόδου, μέ τήν δικαιολογία ὅτι αὐτός δῆθεν ἑρμήνευε τίς ἀπορίες πού ὁ ἴδιος διετύπωσε.  Ἔτσιτήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τήν ὁποία διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, τήν ἐβάπτισε μέ τό ὄνομα  «δικαίωμα» τῶν Ὀρθοδόξων καί, τελικῶς, καί αὐτό ἔστω τό δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως τό κατήργησε μέ τήν πρόφασι τοῦ κινδύνου τῆς δημιουργίας  σχισμάτων, τά ὁποῖα δῆθεν ἀγωνίστηκε νά ἐξαλείψη ἡ Α’ καί Β’ Σύνοδος.
Ἐπισημαίνουμε στή συνέχεια ἀναλυτικώτερα ἀπό τά ἴδια τά λόγια τοῦ π. Βασιλείου τήν ὅλη ραδιουργία καί ἐξαπάτησι, πάντοτε μέ τίς ἀνάλογες κριτικές παρεμβάσεις καί τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα ἔγραψε στά παλαιότερα τῶν ὑποδημάτων του. Ἀναφέρει συγκεκριμένα τά ἑξῆς, διά νά ἀποφύγη τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων πού χαρακτηρίζουν λύκους καί φαρμακερά φίδια τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί νά θεσπίση ὡς ἁπλό δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων τήν ἀποτείχισι γιά θέματα πίστεως:
« ξάπλωση αρετικν διδασκαλιν μέσα στό σμα τςκκλησίας δηγοσε συνήθως στήν σύγκληση μεγάλων Τοπικν Οκουμενικν Συνόδων, ο ποες ξέθεταν τήν ρθόδοξη διδασκαλία καί καλοσαν τούς αρετικούς σέ μετάνοια. Σέ περίπτωση μμονς τν αρετικν στά φρονήματά τους ο Πατέρες τούς καταδίκαζαν καί τούς πέκοπταν πό τό σμα τς κκλησίας».
Σήμερα λοιπόν πού δέν συγκροτοῦνται Σύνοδοι γιά θέματα πίστεως καί πού οἱ ὑπάρχουσες ἤ λειτουργοῦσες σέ κάθε τοπική Ἐκκλησία ὄχι μόνο δέν ἀσχολοῦνται, ἀλλά καί καλύπτουν τούς αἱρετικούς καί συνάμα συνοδοιποροῦν μαζί των, οἱ πιστοί ὁδηγοῦνται ἀβίαστα εἰς τό νά περιμένουν νά ἔλθη ἀπό τόν οὐρανό (οὐρανοκατέβατα) μία τέτοια Σύνοδος καί μέχρι τότε νά παραμένουν στό στόμα τοῦ λύκου. Ἐν πάσῃ περιπτώσει σήμερα πού ἡ Σύνοδος καθεύδει καί συνοδοιπορεῖ μέ τήν αἵρεσι, οἱ πιστοί πρέπει νά ἐνεργοῦν ὅπως τότε πού οἱ Ἐπίσκοποι ἦσαν εὐαίσθητοι στά θέματα τῆς πίστεως καί ἄγρυπνοι ὡς φύλακες τοῦ ποιμνίου. Μᾶλλον σήμερα πού οἱ ποιμένες ἔχουν μεταβληθεῖ διά τῆς αἱρέσεως σέ λύκους, οἱ πιστοί πρέπει νά τούς ἀντιμετωπίζουν ὅπως τότε πού ἀγρυπνοῦσαν καί ἐφύλασσον ἀπό τούς λύκους τό ποίμνιο.
Τελικά μετά τήν μόνιμη ἐπωδό του γιά τήν ἀποφυγή τῶν σχισμάτων φθάνει στό σημεῖο νά μιλήση γιά τόν 31ον Κανόνα: «Παρά τατα  λα ́ ποστολικός κανών καθόριζε δύο ξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τίς ποες πιτρέπεται  πόσχιση πό τούςπισκόπους. Συγκεκριμένα  κληρικός δέν τιμωρεται, ταν πίσκοπός του σφάλλει ν “εσεβεί καί δικαιοσύν”, εναι δηλαδή, κατά τόν Βαλσαμνα, αρετικός  δικος καί πράττει, κατά τήνκφραση το Ζωναρ, κάτι “παρά τό καθκον καί τό δίκαιον”».
Ἐδῶ διαπιστώνουμε τήν ἀνάγκη νά φύγη κάποιος μακριά ἀπό τόν λύκο καί ὁ π. Βασίλειος τήν παρουσιάζει σάν κάτι τό ἐξαιρετικό γιά τό ὁποῖο ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόσχισις.  Ἀντιθέτως, ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων τό ἀναφέρουν ὡς κάτι ἐπιτακτικό  καί ἀναγκαῖο, ἄν φυσικά θέλη κάποιος νά ζήση καί νά μήν κατασπαραχθῆ ἀπό αὐτούς τούς λύκους, οὔτε νά ἐθιστῆ στήν αἵρεσι καί νά τά θεωρῆ ὅλα ὅπως ὁ π. Βασίλειος κανονικά καί νόμιμα.
Συνεχίζοντας ὁ π. Βασίλειος ἀναφέρει τά ἑξῆς προκειμένου νά ἀθετήση τό ἕνα μέρος τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, τό ὁποῖο ὅμως εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό διότι προστατεύει καί τό ἄλλο«μολογομετι τόσο  διατύπωση το σχετικο ποστολικο κανόνος, σο καί ορμηνεες τν νωτέρω κανονολόγων δημιουργον ελογες πορίες. Ποιά εναι δηλαδή τά παραπτώματα το πισκόπου ‒κτός πό τήν αρεση‒ νεκα τν ποίων δικαιολογεται  πόσχιση τν κληρικν του; Τό νά πιτρέπεται  διακοπή τς κοινωνίας μέ τόν πίσκοπο γιά “δικες”  “παρά τό καθκον καί τό δίκαιον” πράξεις του, εναι χι μόνο κάτι τό σαφές, λλά καί ντιφατικό πρός ατό πού ποστηρίζει στήν ρμηνεία το δίου κανόνος  Βαλσαμών, τι δηλαδή δέν πρέπει νάποσχίζεται κανείς πό τόν πίσκοπό του, “κν χείριστος πάντωνστίν”».
 Στό σημεῖο αὐτό γίνεται ἀπό τόν π. Βασίλειο κανονική χειρουργική ἐπέμβασι στόν ἱερό Κανόνα, καθ’ ὅσον, ἐπειδή δέν τόν κατανοεῖ ἤ δέν θέλει νά τόν κατανοήση, ἤ ὀρθότερα δέν τόν ἐξυπηρετεῖ στόν σκοπό του, τόν ἀπορρίπτει καί, χρησιμοποιώντας μονίμως τόν ὀρθολογισμό ὡς ἐργαλεῖο γιά τήν χειρουργική αὐτή ἐπέμβασι καί τόν ἀκρωτηριασμό τοῦ ἱεροῦ Κανόνος, δέν δέχεται ὅτι δύναται νά ἀποτειχισθῆ κάποιος ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ὅταν αὐτός εἶναι ἄδικος.  Διότι, ἄν νομίμως ἀποτειχίζεται κάποιος λόγῳ φανερῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ὄχι προσωπικής ἀδικίας τοῦ Ἐπισκόπου, πολύ περισσότερον ὀφείλει νά ἀποτειχισθῆ διά θέματα πίστεως, δηλαδή ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, καθώς τότε, διδάσκουν οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καθίσταται λύκος.
Γίνεται πλέον φανερό ὅτι τόν π. Βασίλειο δέν τόν ἀναπαύει οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Κανόνας, οὔτε ἡ ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνος, οὔτε τοῦ Ζωναρᾶ, οὔτε τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλά μόνον ἡ ἰδική του. Δέν τόν ἀναπαύει ἀκόμη οὔτε ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία π.χ. ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τούς διαδόχους τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πατριάρχες Κων/πόλεως Ἀρσάκιο, Ἀττικό, Σισίνιο, Νεστόριο καί Μαξιμιανό, πλῆθος Ἐπισκόπων, κληρικῶν καί λαϊκῶν ὄχι γιά θέματα αἱρέσεως, τό τονίζουμε αὐτό, ἀλλά δικαιοσύνης. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπό τήν ἐξορία τούς ὀνομάζει ὅλους τούς ἀποτειχισθέντας γιά λόγους δικαιοσύνης, ἐξαιτίας τῆς ἀδικίας πού ὑπέστη ὁ ἴδιος, ὡς ἁγίους, μάρτυρες καί ὁμολογητές λόγῳ τῶν διωγμῶν πού τούς ἐστοίχισε αὐτή ἡ ἀποτείχισις.
Τό ἴδιο συνέβη καί σέ ἄλλες ἀποτειχίσεις, οἱ ὁποῖες ἔγιναν ὄχι γιά θέματα πίστεως, ἀλλά δικαιοσύνης, ὅπως συνέβη στό λεγόμενο Ἀντιοχειανό σχίσμα, στίς ἀποτειχίσεις ἑκατέρωθεν τῶν Ἰγνατιανῶν καί τῶν Φωτιανῶν, διά ἀνάλογες καθαιρέσεις τῶν Ἁγίων Ἰγνατίου καί Φωτίου, στό Ἀρσενιανό λεγόμενο σχίσμα κλπ.
Ὅλα αὐτά, ἐνῶ τά ἐπιτρέπει ὁ Ἀποστολικός Κανών, ὁ π. Βασίλειος τά ἀπορρίπτει, διότι ὁ σκοπός του εἶναι ἡ μεγιστοποίησις τοῦ σχίσματος ὡς θανάσιμο ἁμάρτημα καί, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἡ ὑποτίμησις τῆς αἱρέσεως ὡς κάτι τό ἐπουσιῶδες καί ἀνώδυνο. Γίνεται λοιπόν ἐκ μέρους του ἐσκεμμένα μία ὁμαδοποίησις ὅλων τῶν σχισμάτων, καί αὐτῶν πού ἐπιτρέπονται, ἀλλά καί τῶν ἀνεπιτρέπτων καί ἀπαγορευμένων ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες, καθ’ ὅσον ὅλα τά κατατάσσει στά ἀπαγορευμένα καί θανάσιμα ἁμαρτήματα.
Ἔτσι λοιπόν, ὅταν π.χ. σήμερα καθαιροῦνται καί διώκονται οἱ ἀποτειχισμένοι γιά θέματα πίστεως καί ὑφίστανται αὐτήν τήν ἀδικία, ὁ π. Βασίλειος τάσσεται μέ τό μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καί τῶν διωκτῶν, διότι κατά τήν γνώμη του, ὅλοι αὐτοί οἱ ἀντιδρῶντες ἀποτειχισμένοι ἔπρεπε νά φερθοῦν συνετά καί νά μήν ὑποπέσουν στό θανάσιμο ἁμάρτημα τοῦ σχίσματος. Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ διαστρέβλωσις τῶν Γραφῶν καί τῶν Κανόνων, νά  συστρατευώμεθα μέ τήν πλευρά τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀδίκων ἐνῶ συγχρόνως  ἔχομε καί τήν συνείδησί μας ἥσυχη.
Τελικά γιά νά πείση τό ἀκροατήριο περί τοῦ ἀπαγορευμένου τῆς ἀποτειχίσεως γιά θέματα δικαιοσύνης, ἀναφέρει τά ἑξῆς:«πιτρέπεται λοιπόν  πόσχιση πό τόν πίσκοπο ξ ατίαςποιασδήποτε δικης  παράνομης πράξεώς του; άν βέβαια γίνειποδεκτή μία τέτοια ρμηνεία, τίθεται σέ κίνδυνο χι μόνο  νότης,λλά καί ατή  παρξη τς κκλησίας, καθώς ο διασπάσεις στό σμα της θά εναι τόσο πολλές, σο καί ο δικίες τν νά τόν κόσμοπισκόπων».
Ἡ ἑνότης καί ἡ ὕπαρξις τῆς Ἐκκλησίας λοιπόν, σύμφωνα πάντα μέ τόν π. Βασίλειο Παπαδάκη, τίθεται σέ κίνδυνο ἀπό αὐτές τίς ἀποσχίσεις γιά θέματα δικαιοσύνης. Ἄρα λοιπόν οἱ ἱεροί Κανόνες, σύμφωνα μέ αὐτή τή λογική, θέτουν σέ κίνδυνο τήν ἑνότητα καί τήν ὕπαρξι τῆς Ἐκκλησίας καί δι’ αὐτό πρέπει νά τούς φέρουμε στά μέτρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Ἐδῶ ἐννοεῖται μία ἑνότης καί ὕπαρξις τῆς ἘκκλησίαςἘπισκοποκεντρική, εἰς τήν ὁποία θά ὑπάρχουν καί οἱ ἀδικίες καί οἱ αἱρέσεις καί τίποτε ἀπό αὐτά δέν θά τή βλάπτει, παρά μόνο ἡ ἀπόσχισις κάποιων γιά θέματα πίστεως καί δικαιοσύνης. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό μοντέλο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἐνῶ ἡ πραγματική ἀληθινή Ἐκκλησία τῶν Ἐσχάτων εἶναι τοῦ διωγμοῦ καί τοῦ μαρτυρίου.
Τελικά ἀφοῦ κατάφερε ὁ π. Βασίλειος νά ἀκρωτηριάση τόν 31οἱερό Κανόνα, εἰσέρχεται στό δεύτερο στάδιο νά φέρη στά μέτρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τόν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Εἰσηγεῖται ἀμέσως κατωτέρω τά ἑξῆς: «Τήν σάφεια το λα ́ποστολικο κανόνος διέλυσε  Πρωτοδευτέρα (ΑΒ ́) Σύνοδος τό 861, ποία καθόρισε μέ κρίβεια τι τό μοναδικό δίκημα το πισκόπου,νεκα το ποίου πιτρέπεται  πόσχιση τν κληρικν του, εναι φανερή διακήρυξη κάποιας αρέσεως».
Οὔτε βέβαια ἀσάφεια ὑπῆρχε στόν 31ον Ἀποστολικό Κανόνα, οὔτε ἡ Πρωτοδευτέρα καθώρισε αὐτά πού εἰσηγεῖται ὁ π. Βασίλειος καί μάλιστα ὡς «μοναδικό δίκημα το πισκόπου», ἀλλά αὐτά τά καθώρισε ἡ Ν. Ἐποχή καί ὁ Οἰκουμενισμός μαζί μέ τούς νέους κανονολόγους, οἱ ὁποῖοι στήν ἐποχή μας θά διορθώνουν καί τούς Κανόνες καί τούς ἑρμηνευτές, ἀκόμη καί τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή.
Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι εἶναι πλάνη νά πιστεύη κάποιος ὅτι δύναται μία τοπική Σύνοδος νά ἀλλάξη καί νά περικόπτη ἕναν Ἀποστολικό Κανόνα, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐπικυρώθηκε ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη: «Οἱ ΠΕ (85) ἀποστολικοί ἅπαντες (Κανόνες) βεβαιοῦνται ἀπό τόν β΄. τῆς ς΄. καί ἀπό τόν α΄.  τῆς ζ΄. καί ἡ ς΄.  δέ καί ρλζ΄. Ἰουστιάνειος Νεαρά βεβαιοῦσαι τούτους, λέγουσι. “Τοῦτο δέ ἔσεσθαι πιστεύομεν, εἴπερ ἡ τῶν ἱερῶν Κανόνων παρατήρησις φυλάττοιτο, ἥν οἵ τε δικαίως ὑμνούμενοι, καί προσκυνητοί καί αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ θείου λόγου παραδεδώκασιν Ἀπόστολοι, καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐφυλάξαντο καί ὑφηγήσαντο» (Προλεγόμ. σελ. κδ΄).
Ὀλίγο δέ κατωτέρω ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει καί τά ἑξῆς σημαντικά ἐπί τοῦ θέματος τούτου: «Δύσκολο μέν εἶναι,  μᾶλλον δέ ἀδύνατον νά πιστεύσῃ τινάς, ὅτι ἀπό ταὐτομάτου καί κατά τύχην ἐσυμφώνησαν μέ αὐτούς τόσαι σύνοδοι οἰκουμενικαί, τόσαι τοπικαί, καί τόσοι κατά μέρος Πατέρες. Καί ἐξ ἐναντία πάντῃ εὐκολώτατον εἶναι νά πιστεύσῃ τινάς, ὅτι οἱ τόσοι καί τόσοι Κανόνες, ἔχοντες ἔμπροσθεν αὐτῶν τούς ἀποστολικούς τούτους, ὡσάν τόσα πρωτότυπα παραδείγματα, καί θεμέλια βασιμώτατα, κατά μίμησιν ἐσυμφώνησαν μέ αὐτούς, καί ἐπάνω αὐτῶν ἐποικοδομήθησαν».
Ἐδῶ ὁ π. Βασίλειος κάνει λόγο γιά ἀσάφεια τοῦ 31ου ἱεροῦ Κανόνος καί γιά διόρθωσι καί ἐπαναπροσδιορισμό καί ἀκρωτηριασμό του ἀπό τήν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο, ἐνῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁμιλεῖ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὅτι ὅλες οἱ Σύνοδοι καί οἱ κατά μέρος Πατέρες τούς εἶχαν σάν πρότυπα καί θεμέλια πρός οἰκοδομή καί συνεφώνησαν πλήρως μέ αὐτούς. Ἁπλῶς δηλαδή ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος ἀνέφερε μόνον τά θέματα τῆς πίστεως ὡς αἰτία ἀποσχίσεως τῶν Ὀρθοδόξων, χωρίς νά σημαίνει ὅτι καταργεῖ τά θέματα τῆς δικαιοσύνης, μέ τά ὁποῖα δέν ἀσχολήθηκε.
Τρανή καί ἐξόφθαλμος ἀπόδειξις περί τῆς μή καταργήσεως τῶν θεμάτων τῆς δικαιοσύνης ὡς αἰτίας ἀποσχίσεως, εἶναι οἱ ἀποσχίσεις ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Μ. Φωτίου τῶν Ἰγνατιανῶν, ἐν συνεχείᾳ, ὅταν καθαιρέθηκε ὁ ἅγιος Φώτιος, καί τῶν Φωτιανῶν, καί ἐπί πλέον, ἡ ἀπόσχισις τοῦ ἁγίου Φωτίου ἀπό τόν Πάπα τῆς Ρώμης, ἐπειδή αὐτός ἤθελε νά ἐπέμβη στά θέματα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Πατριάρχου στήν Κων/πολι καί νά ἀναγνωρίση τόν ἅγιο Ἰγνάτιο καί ὄχι τόν Μ. Φώτιο καί νά ἐπέμβη στά θέματα τῆς ἐπαρχίας τῆς Βουλγαρίας καί ἤθελε γενικῶς νά κάνη τό ἀφεντικό ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ὁ Πάπας καί ὁ Φώτιος ἀλληλοκαθαιρέθησαν καί ἀλληλοαναθεματίσθηκαν ἀντιστοίχως καί διεκόπη ἡ μεταξύ των ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ὅλα αὐτά λοιπόν περί ἀσαφείας τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος καί περί καθορισμοῦ μέ ἀκρίβεια ἀπό τήν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο περί τῆς αἱρέσεως ὡς μοναδικοῦ ἀδικήματος δι’ ἀπόσχισι ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ἀποτελοῦν ἰδέες τοῦ π. Βασιλείου καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ , ἡ ὁποία θέλει ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νά εὑρίσκονται στό στόμα τοῦ λύκου.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης γιά νά πείση τούς ἀκροατές ὅτι ὁ σκοπός τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἦτο ἡ κατάργησις κάθε ἀποτειχίσεως, κάνει μία ἀναδρομή ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὡς τήν Πρωτοδευτέρα καί ἀπαριθμῆ τά διάφορα σχίσματα αὐτῆς τῆς περιόδου. Τελικῶς ἀναφέρεται στούς τρεῖς Κανόνες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν τίς ἀποσχίσεις γιά διάφορα ἀδικήματα τοῦ Ἐπισκόπου πρό Συνοδικῆς κρίσεώς του καί συνεχίζει:
«Γιά νά μή ννοηθε μως τι διά τν νωτέρω τριν κανόνωνφαιρεται τό βάσει το λα ́ ποστολικο κανόνος δικαίωμα τνρθοδόξων νά διακόπτουν πρό συνοδικς κρίσεως τήν κκλησιαστική κοινωνία μέ τούς πισκόπους πού κηρύττουν δημόσια αρετικές διδασκαλίες καί καταδικάζονται παράλληλα παλαιότερες ποσχίσειςρθοδόξων πό αρετικούς ποιμένες, πρίν κριθον πό κάποια Σύνοδο, ο σοφοί Πατέρες θεσαν στό τέλος το τρίτου κανόνος, δηλαδή το ιε ́, τήν ξς πεξήγηση».
Ἐδῶ πάλι παραπλανᾶ τούς ἀκροατές ὁ π. Βασίλειος, διότι δέν πρόκειται περί δικαιώματος πού τό παραχωρεῖ στούς Ὀρθοδόξους ὁ 31ος Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλά περί σαφοῦς καί ἀπολύτου διδασκαλίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί σαφοῦς καί ἀπολύτου διδασκαλίας ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἁγίων. Ἄν ἐπρόκειτο περί ἁπλοῦ δικαιώματος, ὅπως τό παρουσιάζει ὁ π. Βασίλειος, θά ἦτο μία χάρις καί ἐξαίρεσις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δι’ ὅσους ἤθελαν νά χρησιμοποιήσουν αὐτό τό δικαίωμα, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι θά ἐπερίμεναν τό τέλος τους στό στόμα τοῦ λύκου. Ἐδῶ δηλαδή δέν πρόκειται περί δικαιώματος ἀλλά περί πλήρους συμφωνίας τοῦ Κανόνος μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες. Ὡς ἐκ τούτου δέν πρόκειται περί ἐπεξηγήσεως, ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ π. Βασίλειος, ἀλλά περί καθήκοντος καί προειδοποιήσεως διά νά εὑρίσκωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἐν ἐγρηγόρσει διά τά θέματα τῆς πίστεως, διότι, σύμφωνα καί μέ τόν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό.
Ἐν συνεχείᾳ ἑρμηνεύει μέ δικά του λόγια ὁ εἰσηγητής κανονολόγος τῆς Ν. Ἐποχῆς τήν «ἐπεξήγηση» καί τό «δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων»: «Ο παγορεύσεις μας σχύουν γιά σους ποσχίζονταιπό τόν πίσκοπό τους πρό “συνοδικς καί τελείας ατοκατακρίσεως... προφάσει τινν γκλημάτων”, τά ποα, κατά τόν Βαλσαμνα, εναι  “πορνεία,  εροσυλία καί  τν κανόνωνθέτησις”. σοι μως ποσχίζονται πό τόν πίσκοπό τους πρό συνοδικς κρίσεώς του, πειδή κηρύττει φανερά κάποια αρεση “παρά τν συνόδων  τν Πατέρων κατεγνωσμένην”, χι μόνο δέν πόκεινται στά πιτίμια τν κανόνων μας, λλά ντιθέτως εναι ξιέπαινοι».
Ἡ ἐλεύθερη αὐτή ἀπόδοσι τῆς ἐπεξηγήσεως καί τοῦ δικαιώματος τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τόν εἰσηγητή ἔχει πολλή σκοπιμότητα, δολιότητα καί ἀπάτη, διότι περικόπτει τεχνηέντως τό βασικώτερο μέρος της, καθώς ἡ ἐπεξήγησις τοῦ Κανόνος δέν ὁμιλεῖ μόνο γιά τό ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι «ὄχι μόνον δέν ὑπόκεινται στά ἐπιτίμια τῶν κανόνων μας, ἀλλά ἀντιθέτως εἶναι ἀξιέπαινοι», ἀλλά ἀναφέρει καί ἄλλα οὐσιωδέστερα καί ἄκρως σημαντικά, τά ὁποῖα δι’ εὐνοήτους λόγους ἀπέκρυψε κι ἀπεσιώπησε ὁ π. Βασίλειος.
Ἀναφέρουν οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός πού κηρύσσει αἵρεσι εἶναι κατ’ ὄνομα Ἐπίσκοπος, εἶναι ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος καί, ὅσοι ἀποσχίζονται ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο, δέν κάνουν σχίσμα, ἀλλά λυτρώνουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τό σχίσμα, διότι ἀπεσχίσθησαν ἀπό τόν ἀποσχισμένο διά τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία ψευδεπίσκοπο καί τοιουτοτρόπως ἔμειναν ἐνσωματωμένοι διά τῆς ἀληθινῆς πίστεως εἰς τήν Ἐκκλησία. Αὐτά ὅλα παρέλειψε νά τά ἀναφέρη ὁ π. Βασίλειος, διότι καθιστοῦν ἀπό μόνα των ἀναγκαία καί ἐπιτακτική τήν ἀποτείχισι, ἐπειδή προσδιορίζουν ποῦ εὑρίσκεται ὁ καθένας, ὅταν ἐνσωματώνεται καί ἀκολουθεῖ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, καί τί πρέπει νά κάνη γιά νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τόν λύκο.
Αὐτή τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων θά ἔπρεπε ὄχι νά τήν θάψη, ἀλλά νά τήν τονίση δεόντως, διότι σ’ αὐτήν καθίσταται σαφές ὅτι στήν περίπτωσι αὐτή δέν ὑφίσταται σχίσμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό μόνιμο φόβο καί φόβητρο τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν, σέ σημεῖο πού τήν ἀποτείχισι γιά θέματα πίστεως νά τήν βλέπουν ὡς σχίσμα καί ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἐπειδή ὅμως ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης ἤθελε νά ὁδηγήση τούς ἀκροατές στήν ἀπαγόρευσι κάθε ἀποτειχίσεως, δι’ αὐτό ἀπέκρυψε τήν οὐσία «τοῦ δικαιώματος» καί τῆς «ἐπεξηγήσεως», ὥστε οἱ ἀκροατές νά θεωρήσουν τούς ἑαυτούς των ἀσφαλεῖς κοντά στούς λύκους.
Ἐδῶ κρύβονται καί ἄλλες πλάνες κι αἱρέσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν, δηλαδή ἡ θεωρία ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τόν καθιστᾶ ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο καί συνεπῶς λύκο, ὅτι τό σχίσμα ἐπιτελεῖται, ὅταν ἀποσχισθῆ κάποιος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο καί ὄχι ἀπό τήν ἀλήθεια (Ἐπισκοποκεντρική Ἐκκλησία) καί, τό κυριώτερο καί βλασφημώτερο ὅλων, ὅτι ἐξέρχεται τῆς Ἐκκλησίας κάποιος ὅταν ἀποτειχισθῆ ἀπό ἕναν τέτοιο Ἐπίσκοπο. Δι’ αὐτό ἡ ἀποτείχισις πηγαίνει στά ψιλά γράμματα καί μετατρέπεται ἀπό ἐπιτακτική ἀνάγκη σέ ἁπλό δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων καί, τό φοβερώτερο, θεωρεῖται ὡς ἁπλή διαμαρτυρία πρός ἐπίσπευσι καί ἐνεργοποίησι τῆς Συνόδου καί ὄχι ὡς παραμονή διά τῆς ἀληθοῦς πίστεως στήν Ἐκκλησία.
Αὐτή τελικά ἡ μέθοδος τῆς ἀπομονώσεως κάποιων Κανόνων, τῆς ἑρμηνείας των διά τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς ἀποκοπῆς των ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων εἶναι κατ’ οὐσίαν αἱρετική καί θυμίζει τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ ὁποῖοι συνήθως ἀπομονώνουν διάφορα χωρία τῆς Γραφῆς γιά νά ἐξάγουν τά συμπεράσματα πού τούς ἐξυπηρετοῦν.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἐπιστήμων  καί καθηγητής τῆς παραποιήσεως καί τῆς διαστροφῆς τῶν κειμένων παραπονεῖται γιά δῆθεν παραποιήσεις ἀπό τούς Ζηλωτές: «Δυστυχς  παραποίηση τν ζηλωτν στήν ερά Παράδοση τς κκλησίας προκειμένου νά δικαιολογήσουν τίς πί νενήντα τη ποσχίσεις τους, δέν χει ρια. Τόν ιε ́ κανόνα τς ΑΒ ́ Συνόδου,  ποος μαζί μέ τούς δύο προηγουμένους αστηρούς κανόνες θεσμοθετήθηκε γιά νά ποτραπον ο δθεν ελογες ποσχίσεις, ατοί τόν θεωρον ς ποχρεωτικό κανόνα γιά πόσχιση, στω δικαιολογημένη. Τόν στόχο τς Συνόδου τογίου Φωτίου, δηλαδή τήν παύση τν σχισμάτων, ατοί τόν μετατρέπουν σέ προτροπή καί ποχρέωση γιά δημιουργία νέων σχισμάτων, στω δικαιολογημένων».
Δηλώνει δηλαδή ἀπερίφραστα ὅτι δέν ὑποχρεώνεται κάποιος νά φύγη ἀπό τόν λύκο, τόν ψευδεπίσκοπο καί τόν ψευδοδιδάσκαλο γιά νά μήν κάμη σχίσμα κι ἀντιτίθεται στόν ἱερό Κανόνα, ὁ ὁποῖος ρητῶς ἀναφέρει ὅτι δέν κάνεις σχίσμα. Ἐδῶ πάλι παρατηροῦμε καθαρά τήν ὑπερτόνησι τῆς ἐννοίας τοῦ σχίσματος, ὡς κάτι φοβερό κι ἀσυγχώρητο καί, ἀντιθέτως, τήν ὑποτίμησι τῆς ἐννοίας τῆς αἱρέσεως ὡς κάτι ὑποδεέστερο, ἐπουσιῶδες,  ἀνώδυνο  καί ἀκίνδυνο, ἐνῶ γιά τούς Πατέρες καί τίς Γραφές ἰσχύει τό ἀντίθετο.
Τὸ Α΄ Μέρος ἐδῶ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2015/02/blog-post_85.html 
Τὸ Β΄ Μέρος ἐδῶ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2015/02/blog-post_34.html

No comments:

ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΙΟΣ

Δέν θά σέ ἀρνηθῶμεν ὦ φίλη Ὀρθοδοξία!

Δέν θά σέ ἀπαρνηθῶμεν ὦ πατροπαράδοτον σέβας!

Δέν ἀποχωριζόμεθα ἀπό σέ, ὦ μῆτερ εὐσέβεια!

Ἐντός σοῦ ἐγεννήθημεν καί διά ἐσέ ζῶμεν καί μετά σοῦ θα κοιμηθῶμεν.

Εἴθε νά τό καλέσῃ ὁ καιρός! καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ θά ἀποθάνωμεν· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ συμφιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως δέν δύναται νά εἶναι φίλος τοῦ βασιλέως!

Ὁ ἀπαρνούμενος διά νεύματος μόνον τόν Θεόν ὑπόκειται εἰς ἀπώλειαν καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγον, μέ τόν τρόπον καί διά γραμμάτων κινδυ­νεύει περί τήν πίστιν, πῶς θά εἶναι Ὀρθόδοξος; ».

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Χρυσόστομος Σμύρνης

Χρυσόστομος Σμύρνης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης