Monday, February 25, 2013

Επιστολη Αγιορείτη μοναχού περι Διακοπής μνημοσύνου,Αποτειχισεως


Επιστολη Αγιορείτη μοναχού περι Διακοπής μνημοσύνου,Αποτειχισεως


ΕΠΙΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟΥ

ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ

ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ



στάλη πρὸ μηνῶν, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς διαχειριστὲς τοῦ ἱστολογίου Ρaterikiparadosi, μιὰ πολυσέλιδη ἐπιστολή, ἀπὸ φίλο καὶ ἔγκριτο Ἁγιορείτη μοναχό, γνωστὸ ἀπὸ δημοσιεύσεις σὲ θεολογικὸ περιοδικό.
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Ἁγιορείτη μοναχοῦ ἦταν ἀπάντηση σὲ παράκλησή μας, γιὰ μιὰ κριτικὴ τοῦ βιβλίου τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν».
Ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς στάσεώς μας ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς ἔχει σχέση μὲ τὴν σωτηρία μας, καὶ οἱ θέσεις τοῦ Ἁγιορείτη μοναχοῦ ἦσαν τουλάχιστον ἀμφιλεγόμενες, θεωρήσαμε ὅτι ἔπρεπε νὰ γνωστοποιήσουμε τὴν ἐπιστολὴ στὸν συγγραφέα τοῦ βιβλίου, π. Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος συνέγραψε μιὰ ἐμπεριστατωμένη καὶ πολυσέλιδη ἀπάντηση.
Δημοσιεύουμε ἐδῶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγιορείτη μοναχοῦ, (ἀνωνύμως, ἀφοῦ δὲν μᾶς γνωστοποίησε ἀκόμα ἂν ἐπιθυμεῖ νὰ κοινοποιήσουμε τὸ ὄνομά του) καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ δημοσιεύσουμε καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου.





    Ἀγαπητέ μου ....
              Χαῖρε ἐν Κυρίῳ!
Ἔλαβα τό γράμμα σου καί τό βιβλίον πού μοῦ ἔστειλες καί σέ εὐχαριστῶ θερμῶς.
Ζητεῖς νά κάνῃ «κάποιος Ἁγιορείτης πού κατέχει πολύ καλά τήν Πατερική σοφία» δημόσια κριτική τοῦ βιβλίου· καί ἴσως νά συμπεριλαμβάνῃς καί ἐμένα.  Δέν γνωρίζω ἐάν (ἐκτός ἀπό τόν π. ...) τό ἔστειλες καί σέ ἄλλους Ἁγιορεῖτες πού ἐμπιστεύεσαι. Πάντως σέ διαβεβαιώνω ὅτι ἐγώ οὔτε κατέχω καλῶς τήν Πατερική σοφίαν, οὔτε (τό κυριώτερον) κέκτημαι τόν ἄνωθεν φωτισμόν, πού εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διά τήν ἀπλανῆ τοποθέτησιν ἐπί τοιούτων λεπτῶν θεμάτων. Οὔτε καί τήν ἄνεσιν τοῦ χρόνου ἔχω, ὥστε νά ἀνασκευάσω τό πλῆθος τῶν συγχύσεων καί παραποιήσεων (ἀσυνειδήτων θέλω νά πιστεύω), ἀλλά καί τῶν λογικῶν «ἁλμάτων» καί αὐθαιρέτων ἑρμηνειῶν, πού ἀπό τά αὐτονόητα συμπεραίνουν τά ἀδιανόητα. Πρός τοῦτο θά ἀπαιτεῖτο βιβλίον διπλασίων καί τριπλασίων σελίδων. Οὔτε, τέλος,  θεωρῶ σκόπιμον –τουλάχιστον πρός τό παρόν –μίαν δημοσίαν διαπόμπευσιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω, διότι, ἀφ’ ἑνός μέν δέν ἀξίζει τόν κόπον, ἐφ’ ὅσον ἐλάχιστοι –κατά τάς πληροφορίας μου– ἐπηρεάζονται πλέον ἀπό τόν π. Εὐθύμιον (στό ἑξῆς π. Ε.), τῶν περισσοτέρων σκανδαλισθέντων καί ἀπομακρυνθέντων λόγῳ τῆς συγχυτικῆς καί ἀντιφατικῆς στάσεώς του, ἀφ’ ἑτέρου δέ, διότι φοβοῦμαι ὅτι θίγοντάς τον δημοσίως, θά τόν σκληρύνω καί θά μειώσω τίς ἐλπίδες μας γιά μετάνοιάν του καί ἐπιστροφήν στήν Ἐκκλησίαν.
Ἐπειδή, ὅμως μερικά πράγματα εἶναι τόσον ἐμφανῆ –πού δέν χρειάζονται οὔτε ἰδιαίτερον θεῖον φωτισμόν, οὔτε ἀρίστην Πατερικήν κατάρτισιν, οὔτε κἄν ἐξαιρετικήν εὐφυΐαν, ἀλλά  κοινόν νοῦν– σοῦ ἐπισημαίνω ἐπιγραμματικά λίγα σημεῖα, ἐπειδή βλέπω ...ὅτι ἔχεις ἐπηρεασθῆ.
[Κατ’ ἀρχάς διά νά προλάβω κάθε παρεξήγησιν θέλω νά σέ διαβεβαιώσω ὅτι δέν ἔχω τίποτε τό προσωπικόν μέ τόν π. Ε. Ἀπεναντίας, ἀπό τήν ἐλαχίστην γνωριμίαν μου, ἀλλά κυρίως ἀπό σχόλια Πατέρων, πού τόν εἶχαν γνωρίσει κατά τήν περίοδον περί τό 1980, εἶχα τάς ἀρίστας τῶν ἐντυπώσεων.  Βέβαια ἡ εἰκόνα αὐτή εἶχεν ἀλλοιωθῆ ἀπό τήν ἀνάγνωσιν σχετικῶς προσφάτων κειμένων του καί ἀπό διηγήσεις πρώην συνεργατῶν του. Γι’ αὐτό καί ἐξεπλάγην εὐχαρίστως, ὅταν διάβασα τό ὀπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου –ὅπως καί τά δύο πτερύγια (ἐμπροσθοφύλλου καί ὀπισθοφύλλου)–. Ἀλλά, δυστυχῶς, ἡ ἀνάγνωσις τοῦ βιβλίου μέ προσγείωσε καί πάλιν, διότι εἶδα ὅτι δέν μπόρεσε νά φανῇ συνεπής στίς ἀγαθές του προθέσεις].
1. Γενικῶς, ὅσον ἀφορᾷ τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου, τά πράγματα εἶναι ξεκάθαρα. Ὁ σκοπός του –ὅπως καί τῶν δύο προηγουμένων– εἶναι ἐμφανέστατος: Ἡ στήριξις τοῦ κύρους καί τῆς ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀποφυγή τῶν σχισμάτων (κυρίως  λόγῳ τῶν τότε ἀντιδράσεων ὑπό τῶν Στουδιτῶν). Διά νά μήν γίνῃ, ὅμως, κατάχρησις αὐτῆς τῆς ἐξουσίας ὑπό τινων ἐπισκόπων, πασχόντων περί τήν πίστιν, πρός ἐπιβολήν τῶν αἱρετικῶν των ἀπόψεων, ὁ Ἱ. Κανών στό τέλος ἐξαιρεῖ  τῆς κανονικῆς  ἐπιτιμήσεως, πού ἐπιβάλλει στούς λοιπούς ἀποτειχιζομένους, ἐκείνους πού ἀποτειχίζονται ἀπό ἐπίσκοπον κηρύσσοντα κατεγνωσμένη αἵρεσιν δημοσίως, καί διδάσκοντα αὐτήν ἐπ’ Ἐκκλησίας «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Κατά συνέπειαν, ὁ μέν Κανών ἀσφαλῶς δέν εἶναι δυνητικός, ἀλλ’ ὑποχρεωτικός. Ἡ ἐξαίρεσίς του, ὅμως, εἶναισαφέστατα δυνητική· ἐπιτρέπει (δέν ἐπιβάλλει) τήν ἀποτείχισιν, καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ ἐπισκόπου. Συγχρόνως ἐπαινεῖ τούς ἀποτειχιζομένους διά τήν ὀρθόδοξον εὐαισθησίαν τους, ἀλλά καί διά τήν συμβολήν τους (προκαλώντας μέ τήν στάσιν τους τήν συνοδικήν διευθέτησιν τοῦ προβλήματος), ὥστε νά ρυσθῇ  σχισμάτων καί μερισμῶν ἡ Ἐκκλησία, τά ὁποῖα θά προέκυπταν, ἐάν ἀφήνετο ἐλεύθερος ὁ ἐπίσκοπος νά ἐπεκτείνῃ καί νά ἑδραιώσῃ τήν αἵρεσίν του.
Ὁ ἔπαινος  αὐτός εἶναι μία ἀκόμη ἔνδειξις – πέραν τῆς σαφηνείας τῆς διατυπώσεως– τοῦ δυνητικοῦ (καί ὄχι τοῦ ὑποχρεωτικοῦ) χαρακτῆρος. «Καθ’ ὅσον, ὡς γνωστόν, δέν ἐπαινεῖται «ὁ ποιήσας πάντα τά διατεταγμένα», ἀλλ’ εἶναι «ἀχρεῖος δοῦλος», ἀλλά ὁ ποιήσας τό «ἐπί πλέον».  Καί αὐτό τό «ἐπί πλέον» ἐν προκειμένῳ δέν ἐξαντλεῖται στήν εὔκολη σχετικά μηχανική ἀποτείχισι, παρά τίς –δῆθεν ἤ ὄντως– κυρώσεις πού ἐνδέχεται νά ὑποστοῦμε, ἀλλά κυρίως στήν ἐπίτευξιν τῆς καθάρσεώς μας καί τοῦ ἐπακολουθοῦντος θείου φωτισμοῦ καί διακρίσεως, ὥστε νάδιαγνώσωμεν ἀπλανῶς –τουλάχιστον οἱ πρωτοστατοῦντες– τό ἐάν, τό πότε, τό πῶς καί τό ἐπί πόσον πρέπει νά ἀποτειχισθοῦμε· διότι μόνον τότεἡ ἀποτείχισίς μας θά συντελέσῃ ὄντως στό νά ρυσθῇ σχισμάτων ἡ Ἐκκλησία, καί ὄχι νά ἐμπλησθῇ τοιούτων πρός αἰωνίαν καταδίκην μας.
Ἡ ἔλλειψις αὐτοῦ τοῦ «ἐπί πλέον» εἶναι αὐτό πού μᾶς φοβίζει καί μᾶς φρενάρει –ἀλλά μᾶς κάνει νά αἰσθανώμεθα ἔνοχοι– καί ὄχι ὁ δῆθεν φόβος τῶν κυρώσεων, πού μᾶς κατηγορεῖ καί συκοφαντεῖ ὁ π. Ε. (Τοὐλάχιστον πολλούς Ἁγιορεῖτες, ἀλλά καί ἐν τῷ κόσμῳ πολλούς ἀγωνιζομένους Πατέρας καί ἀδελφούς). Διότι, ὅπως ἀπεδείχθη ἐν τῇ πράξει, ὅταν ἀπουσιάζῃ αὐτός ὁ φωτισμός, ἀκόμη καί ἀγαθή καί ἀνιδιοτελής νά εἶναι ἡ ἀρχική μας πρόθεσις, σχεδόν πάντοτε καταλήγομε στήν πλάνη. Καί ἀναμφίβολα εἶναι πλάνη –καί ἀκόμη μεγαλύτερη, ἄν οὔτε κἄν τό ὑποψιαζώμαστε– τό νά θεωροῦμε ὅλην τήν Ἐκκλησίαν αἱρετική καί μολυσμένην, «θολήν καί βρώμικη»(!) καί τά μυστήριά της «μάταια καί ἐπιβλαβῆ»!!! (Ὁ π. Ἐπιφάνιος αὐτό τό χαρακτήριζεν ἀπερίφραστα ὡς αἵρεσιν καί ὄχι ὡς ἁπλοῦν σχίσμα).
Τούς φόβους μας δέν τούς ἐνισχύει μόνον ἡ οἰκτρά κατάληξις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀλλά καί ἡ κατάληξις εὐλαβεστάτων Πατέρων, πού ἐνῷ μᾶς στήριξαν στήν ἀρχήν τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς, τώρα διστάζομε νά τούς μνημονεύσωμε στήν Θείαν Λειτουργίαν, διότιἐκοιμήθησαν ἐκτός Ἐκκλησίας! Ἀλλά καί, προσφάτως, ἡ κατάληξις τοῦ εὐλαβοῦς (κατά τίς πληροφορίες μας)  ἱερέως ............., ὡς καί ἐν προκειμένῳ τοῦ π. Ε. Πιστεύω ὅτι δέν θά μέ παρεξηγήσῃς, ἀλλ’ ἀντιθέτως θά ἐκτιμήσῃς τήν εὐθύτητά μου.  Σοῦ ἐξομολογοῦμαι ὅτι ἐνῷ ἐθαύμαζα τήν ὁμολογίαν σου ...τώρα συνειδητοποιῶ τόν κίνδυνον πού διατρέχεις, ἐφ’ ὅσον φαίνεται ὅτι δέν ἀντιλαμβάνεσαι τήν πλάνην τοῦ π. Ε. Ἄν δέν μπορῇς νά καταλάβῃς τήν ἀγάπην μου καί τήν εἰλικρίνειάν μου, τοὐλάχιστον συγχώρεσέ με γιά τό θράσος μου.
Τελειώνοντας ἐπ’ αὐτοῦ, νομίζω ὅτι αὐτό τό «ἐπί πλέον» δέν ἐπιτυγχάνεται μόνον μέ τούς ὁμολογιακούς ἀγῶνες καί τίς ἐν γένει ἐξωστρέφειες, ἀλλά πρωτίστως μέ τήν μετάνοια, τήν προσευχή καί τήν ταπείνωσιν (τά ὁποῖα ἐνῷ στό ὀπισθόφυλλό του ὡραιότατα συνιστᾷ ὁ π. Ε. μέσα στό βιβλίο του φαίνεται νά τά εἰρωνεύεται!). Αὐτήν τήν ἔννοιαν ἔχει καί ἡ γνωστή χαρακτηριστική φράσις τοῦ Ἀββᾶ Βαρσανουφίου, τήν ὁποίαν πολλοί παρεξηγοῦν. Στήν συνέχεια, φυσικά θά ἀκολουθήσουν καί οἱ ὁμολογιακοί ἀγῶνες, ὅταν καί ὅπως ὁ Θεός πληροφορήσῃ.

2. Προσπαθώντας ὁ π. Ε. νά στηρίξῃ τό ὑποχρεωτικόν τοῦ Ἱ. Κανόνος (διά τήν ἀκρίβειαν: τό ὑποχρεωτικόν τῆς ἐξαιρέσεώς του), στήν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατέρων καί ἄλλων κανόνων, παραθέτει πλῆθος χωρίων, τά ὁποῖα ὅμως ἀναφέρονται σέ διάφορες περιπτώσεις ὅσον ἀφορᾷ:
Ι. Τήν κατηγορίαν τῶν αἱρετικῶν, διά τούς ὁποίους συνιστᾶται ἡ μή κοινωνία.
ΙΙ. Τό εἶδος τῆς ἀκοινωνησίας, καί
ΙΙΙ. Τόν σκοπόν τῆς ἀκοινωνησίας. Ἀναλυτικώτερα:
«Ι. Μεγάλη σύγχυσις καί ἐσφαλμένα συμπεράσματα δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν διακρίσεως μεταξὺ τῶν διαφορετικῶν κατηγοριῶν, τῶν σημαινομένων διὰ τῆς λέξεως “αἱρετικός”. Ὁ π. Εὐθύμιος φαίνεται ὅτι ἐξισώνει ὅλες τὶς κατηγορίες. Ὅμως οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ γενικότερα ἡ ποιμαντικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων σαφῶς διακρίνουν. Συγκεκριμένα:
α΄. Συνηθέστερα ἡ ἀναφορά γίνεται στά μέλη τῶν ἄλλων «Ἐκκλησιῶν». [Ἀλλά  καί μεταξύ αὐτῶν, διαφορετικά ἀντιμετωπίζονται οἱαἱρεσιάρχαι καί γενικώτερα οἱ ἡγέται καί οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς αἱρετικῆς παραφυάδος καί διαφορετικά οἱ ἁπλοῖ πιστοί, ἰδίως, ὅταν μάλιστα διακατέχονται ἀπό τήν «καλήν ἀνησυχίαν» καί τήν τάσιν διά τήν Ὀρθοδοξίαν].
β΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι οἱ ἐκ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού οὐσιαστικά αὐτοαπεκόπησαν καί προσεχώρησαν σέ αἱρετικήν «Ἐκκλησίαν», εἴτε ἐν τῇ πράξει διά πλήρους ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας(καί ὄχι ἁπλῶς διά μιᾶς περιστασιακῆς συμπροσευχῆς φυσικά καί αὐτῆς ἐνόχου), εἴτε θεωρητικῶς δι’ ὑπογραφῆς σχετικοῦ ἑνωτικοῦ κειμένου. Ἀπ’ αὐτούς –ἐφ΄ ὅσον δέν ἐπιστρέψουν διά μετανοίας– ἐπιβάλλεται ἡ ἀποτείχισις καί ἡ διακοπή κοινωνίας, καθ’ ὅσον ἀφωμοιώθησαν μέ τήν α΄ κατηγορίαν.
γ΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι οἱ συνοδικῶς καταδικασθέντες ὡς κηρύσσοντες γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» αἵρεσιν.  Καί ἀπ’ αὐτούς ἐπιβάλλεται ἡ ἀποτείχισις, ἐφ΄ ὅσον καί αὐτοί ἀπεκόπησαν τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως καί ἀνήκουν πλέον στήν α’ κατηγορίαν.
δ΄.  Ἄλλη κατηγορία εἶναι αὐτή στήν ὁποίαν ἀναφέρεται ἡ ἐξαίρεσις τοῦ παρόντος κανόνος: οἱ κηρύσσοντες «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κατεγνωσμένην αἵρεσιν, ἀλλά μή εἰσέτι καταδικασθέντες. Ἀπ’ αὐτούςἐπιτρέπεται ὑπό ὅρους (βλ. ἀνωτ. 1.) (δέν ἐπιβάλλεται) ἡ ἀποτείχισις.
ε΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι οἱ χρησιμοποιοῦντες διγλωσσίαν (εἴτε ἐκ συγχύσεως, εἴτε ἐξ ὑποκρισίας, εἴτε ἐκ δειλίας, εἴτε ἐκ γνησίας μεταμελείας· Κύριος οἶδεν). Πιστεύω ὅτι, ἐάν δέν προηγηθῇ διά σχετικῆς ἐρωτήσεώς μας σαφής ἐπιβεβαίωσις καί διακήρυξις («γυμνῇ τῇ κεφαλῇ») τοῦ αἱρετικοῦ φρονήματός των, δέν δικαιούμεθα νά ἐπικαλεσθοῦμε τήν ἐξαίρεσιν τοῦ κανόνος (πρός δυνητικήν ἀποτείχισίν μας).
στ΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι τῶν πιπτόντων σέ κανονικά παραπτώματα (συμπροσευχές κλπ.) Αὐτοί –πού πιθανόν νά μήν εἶναι αἱρετικοί κατά τό φρόνημα, ἀλλ’ Ὀρθόδοξοι–  ὀφείλουν μέν νά καθαιρεθοῦν, ἀλλά πρό τῆς καθαιρέσεώς των δέν δυνάμεθα νά ἐπικαλεσθοῦμε τήν ἐξαίρεσιν τοῦ κανόνος.
ζ΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι τῶν ἐχόντων ἐσωτερικῶς σαφῶς αἱρετικόν φρόνημα, ἀλλ’ ἐξωτερικῶς ὀρθοδοξολογούντων. Οὔτε δι’ αὐτούς ἰσχύει ἡ ἐξαίρεσις.
η΄. Ἡ σύγχυσις ἐπιτείνεται, ἔτι διά τῆς ὑπό τοῦ π. Ε. συμπεριλήψεως καί τῶν μή ἐχόντων ὀρθόν βίον. Σέ βαθμόν, μάλιστα, πού νά δημιουργῆται ἡ ἐντύπωσις ὅτι ὑπάρχει ἀντίφασις μεταξύ τῶν διαφόρων Ἱ. Κανόνων, μεταξύ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί μεταξύ τῶν χωρίων ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Πατρός (Ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου)! Ἐπιγραμματικῶς θά πρέπῃ νά παρατηρηθῇ ὅτι:
Λόγῳ τῶν καταχρήσεων πού ἐγίνοντο στήν ἑρμηνεία τῆς φράσεως «καί δικαιοσύνῃ» τοῦ ΛΑ΄ Ἀποστολικοῦ πρός δημιουργίαν σχισμάτων, ὁ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ περιορίζει τήν ἐξαίρεσιν μόνον στά σφάλματα πίστεως.
Οἱ φαινομενικές ἀντιφάσεις δημιουργοῦνται καί ἀπό τό διαφορετικόν εἶδος καί τόν διαφορετικόν λόγον–σκοπόν τῆς συνιστωμένης ἀκοινωνησίας (περί ὧν βλ. κατωτέρω: ΙΙ καί ΙΙΙ).
Τέλος, εἰδικῶς μέ τήν “ἀντίφασιν” τοῦ Ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου, πού δίδει λαβήν νά ἑρμηνευθῆ ὡς ἰδιοτέλεια τοῦ Ἁγίου(!), ὤφειλε ὁ π. Ε. νά μήν ἀποσιωπήσῃ ὅτι ἀρχικῶς ὁ πατήρ εἶχε δώσει ἐντολήν νά κοινωνήσουν μέ τόν μοιχεπιβάτην διάδοχόν του –ἐφ’ ὅσον δὲν ἐπρόκειτο γιά θέμα πίστεως (συμφώνως ἄλλωστε μέ τήν ἀμέσως προηγουμένως ἐκτεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ π. Ε.  διδασκαλίαν του)–· συνέστησε μόνον νά μήν ὑπογράψουν τήν ἄδικον καί συκοφαντικήν καί κυρίως ἀντικανονικήν καταδίκην του. Ὅμωςμεταγενεστέρως, βλέποντας τήν τυρρανικήν καί μή ἔχουσαν κἄν προσωπεῖον ἐκκλησιαστικόν συμπεριφορά τῶν διωκτῶν του πρός τούς ἀφοσιωμένους εἰς αὐτόν, ἐμακάρισε τούς μή κοινωνήσαντας καί τούς παρηγόρησε διά τά μαρτυρικά παθήματά τους.
ΙΙ. Τό εἶδος τῆς συνιστωμένης ἀκοινωνησίας ἀναφέρεται:
α΄.  Στήν ἁπλῆν συναναστροφήν.
β΄. Ἄλλοτε σέ συγκεκριμένην ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν (συνήθως συμπροσευχήν). Καί
γ΄. Ἄλλοτε στήν πλήρη ἐκκλησιαστικήν καί μυστηριακήν κοινωνίαν.
          ΙΙΙ. Ὁ σκοπός τῆς συνιστωμένης ἀκοινωνησίας εἶναι:
α΄. Ἄλλοτε, ἡ προφύλαξις τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν ἀπό τήν πλάνην.
β΄. Ἄλλοτε ἡ παρεμπόδισις τοῦ «ἱεραποστολικοῦ» ἔργου τῶν αἱρετικῶν.
γ. Ἄλλοτε ἡ μή ἐκμετάλλευσις τοῦ κύρους τῶν κοινωνούντων (ὅταν αὐτοί ἔχουν κάποιο κῦρος μεταξύ τῶν πιστῶν).
δ΄. Ἄλλοτε, ἡ μή προσβολή τοῦ θεσμικοῦ ὀργάνου πού ἐπέβαλε τήν ἀκοινωνησίαν.
ε΄. Ἄλλοτε, ἡ πίεσις πρός τόν ἐκτρεπόμενον διά διόρθωσίν του.
στ΄. Ἄλλοτε ἡ πίεσις πρός τό ἁρμόδιον θεσμικόν ὄργανον, ὥστε νά ἐπιληφθῇ τοῦ θέματος. Καί
ζ΄. Ἄλλοτε, (προκειμένου γιά πλήρη ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή κοινωνία μέ ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς), τό νά ἀποτραπῇ ἡ αὐτοαποκοπή τοῦ κοινωνοῦντος ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί ἡ ἐνσωμάτωσίς του στήν αἵρεσιν.
          Ἐάν στόν ὁποιοδήποτε σχετικό κανόνα ἤ Ἁγιογραφικό ἤ Πατερικό χωρίο δώσωμε αὐθαίρετον ἑρμηνείαν, ὅσον ἀφορᾷ τά ἀνωτέρω Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, καί ὄχι σύμφωνον μέ τό ἀληθές πνεῦμα τοῦ χωρίου, ἀλλά καί τῆς διαχρονικῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, τότε εἶναι πολύ εὔκολον –ἀλλά καί πολύ ἐπικίνδυνον– νά καταλήξωμε σέ ὅποιο συμπέρασμα ἐπιθυμοῦμε. Αὐτό πράττει διαρκῶς ὁ π. Ε. δι’ αὐθαιρέτων ἑρμηνειῶν καί σοφιστικῶν προεκτάσεων.
          3. Τελείως ἀνεπιτυχής εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ π. Ε. νά εὕρῃ στηρίγματα στήν Ἐκκλησιαστικήν μας Ἱστορίαν.
Γενικῶς: α΄. Χρησιμοποιεῖ παραδείγματα ἀποτειχισθέντων ἀπὸ κηρύσσοντος “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ” αἵρεσιν (πρᾶγμα συμβατόν μὲ τὸ δυνητικόν τῆς ἐξαιρέσεως τοῦ Κανόνος), ἀλλ’ οὐδέποτε καταδεικνύει ὅτι πάντες ἀπετειχίσθησαν ἤ ἔστω ὅτι ἐτιμωρήθησαν οἱ μὴ ἀποτειχισθέντες (ὅπως θὰ ἀπαιτεῖτο πρὸς στήριξιν τοῦ ὑποχρεωτικοῦ τῆς ἐξαιρέσεως)· οὔτε μίαν περίπτωσιν στήν δισχιλιετῆ Ἐκκλησιαστικήν Ἱστορίαν!
β΄. Χρησιμοποιεῖ παραδείγματα ἀποτειχισθέντων ἄσχετα μέ τόν ΙΕ΄ κανόνα, ἐφ’ ὅσον δέν ἐπρόκειτο εἰς αὐτά δι’ ἁπλῆν διακήρυξιν αἱρέσεως, ἀλλά διά αὐτοαποκοπήν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί προσχώρησιν στήν αἵρεσιν δι’ ἐπισήμου ὑπογραφῆς ἑνώσεως μετ’ αὐτῆς, στά ὁποῖα ἀναντιρρήτως ἡ ἀποτείχισις ἦτο ὑποχρεωτική.
Εἰδικώτερον: α΄. Διά νά ὑπερπηδήσῃ τό ἁπλούστατον, ἀλλά καί ἀκαταμάχητον ἐπιχείρημα τοῦ π. Ἐπιφάνιου (ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε 1 (!) περίπτωσις τιμωρηθέντος διά μή ἀποτείχισιν πρό συνοδικῆς διαγνώμης), προσάγει τήν περίπτωσιν τῶν τριῶν ἐπισκόπων τῶν προσαχθέντων εἰς τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον! Μά, αὐτοί -ὅπως σαφῶς φαίνεται ἀπό τά παρατιθέμενα κείμενα- ἦσαν εἰκονομάχοι! Δηλαδή, ὄχι μόνον ἐκοινώνουν μέ αἱρετικούς μή κατεγνωσμένης αἱρέσεως [ὡς ἰσχυρίζεται ὁ π. Ε, ἀποκρύπτοντας –ἤ ἔστω ἀγνοώντας– ὅτι οἱ Εἰκονομάχοι εἶχαν ἐπανειλημμένως ἀναθεματισθῇ ἀπό τοπικάς Συνόδους καί ἦσαν, φυσικά,ἀποκεκομμένοι τῆς Ἐκκλησίας], ὄχι μόνον δέν ὀρθοδοξολόγουν, ὄντες ἀναγκασμένοι –ἔστω– νά κοινωνοῦν μέ τούς ἀναθεματισμένους αἱρετικούς, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι ἐπρέσβευον καί ἐκήρυττον τήν αἵρεσιν!!!
Βάσει αὐτοῦ τοῦ παραδείγματος ἀπαντᾶ στό ἐπιχείρημα τοῦ π. Ἐπιφάνιου, ἐπικαλούμενος τήν μετάνοιαν τῶν  τριῶν ἐπισκόπων καί τήνεὐσπλαγχνίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐπιχειρῶν νά δικαιολογήση ἁπάσας (τάς ἀπείρους) περιπτώσεις ἀτιμωρησίας σέ μή ἀποτειχισθέντας. Δέν κατανοεῖ, ὅμως, ὅτι ἔτσι –ἀκόμη καί ἐάν τό τελείως αὐτό ἄσχετο μέ τόν Ἱ. Κανόνα παράδειγμα ἦταν ὅπως αὐτός τό ἤθελε– ὑποβοηθεῖ (ὅσους, φυσικά, τὸν πιστεύουν) νά ἐπιδιώκουν τό βόλεμά τους καί τόν συμβιβασμόν μέ τήν αἵρεσιν (ὅσον αὐτή ἐπικρατεῖ), ἔχοντας ἐξασφαλισμένην τήν μετά ταῦτα ἀθώωσίν των, λόγῳ τῆς εὐσπλαχνίας τῶν Ἁγ. Πατέρων»!
β΄. Τελείως ἀνεπιτυχῶς χρησιμοποιεῖ τήν ρῆσιν τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου γιά τήν οἰκονομίαν τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου πρός τούς μνημονεύοντας τόν αἱρετικόν Θεόδωρου Μοψουεστίας. Στό τέλος μάλιστα τῆς σ. 146 παρερμηνεύειἐντελῶς τήν φράσιν του (ἡ ὁποία δέν τόν συμφέρει).  Αὐτό πού ὄντως λέγει ἐκεῖ ὁ Ἅγιος εἶναι ὅτι ὅποιος ὀρθοδοξεῖ κατά πάντα, ἀναθεματίζει δυνάμει κάθε αἱρετικόν, ἀκόμη καί ἐάν δέν τόν ἀναθεματίζῃ ὀνομαστικῶς! Καί δεδομένου ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ἐπίσκοποι ὄχι μόνον δέν ἀναθεμάτιζαν τόν αἱρετικόν Θεόδωρον, ἀλλά καί τόν ἐμνημόνευον στά δίπτυχα, ἐξυπακούεται ὅτι ὁ Ἅγιος Θεόδωρος (ὅπως καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος) ἀποδέχεται –ἄχρι καιροῦ, φυσικά– καί αὐτήν τήν οἰκονομίαν! (ἀρκεῖ ὁ μνημονεύων νά ὀρθοδοξεῖ κατά πάντα).
γ΄. Ἀπό τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην (+829) μέχρι σήμερα ἡ μοναδική(!!!) περίπτωσις ὀρθῆς ἀποτειχίσεως (σύμφωνος πρός τήν ἐξαίρεσιν τοῦ ΙΕ΄ κανόνος) πού προσάγει ὁ π. Ε., εἶναι ἡ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ[1]. Ἀλλά νομίζω ὅτι καί σ’ αὐτήν ἀκόμη τήν περίπτωσιν ὑπάρχει κάτι τό ἰδιάζον: Ἀπό τήν σύνοδον τοῦ 1341 καταδικάζεται ἡ αἵρεσις καί οἱ ἐκπρόσωποί της καί δικαιώνεται πανηγυρικῶς ὁ Ἅγ. Γρηγόριος καί ἡ διδασκαλία του. Ὅταν ἀμέσως μετά ὁ Καλέκας στηρίζῃ τήν αἵρεσιν, χειροτονῇ τόν Ἀκίνδυνον καί τόν προωθῇ καί δι’ ἐπίσκοπον, ἀναθεματίζῃ τόν Ἅγ. Γρηγόριον καί τούς ὁμόφρονάς του (δηλ. τήν Ὀρθοδοξίαν) δι’ ἐπισήμου ἐγκυκλίου (χρησιμοποιώντας μάλιστα μηχανορραφίες καί πολιτικά μέσα), δέν εἶναι ἐμφανές ὅτι δέν πρόκειται γιά μιά ἁπλῆ διακήρυξιν αἱρέσεως, ἀλλά διά σαφῆ ἔμπρακτον προσχώρησιν στήν αἵρεσιν, αὐτοαποκοπήν του ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί καταδίωξιν αὐτῆς; Ἀλλ’ ἀκόμη καί ἄν παραβλεφθῇ ὁ ἰδιάζων αὐτός χαρακτήρ καί θεωρηθῇ ἡ στάσις τοῦ Καλέκα ὡς ἁπλῆ διακήρυξις αἱρέσεως, πρόκειται γιά τήν μοναδικήν ἀποτείχισιν (σύμφωνον μέ τήν ἐξαίρεσιν τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος) ἐντός 12 αἰώνων(!) καί ἐνῷ στό διάστημα αὐτό ἐγένοντο πλῆθος ἄπειρον αἱρετικῶν διακηρύξεων.
δ΄. Τά περί filioque εἶναι ἐμφανέστατα ἐναντίον τοῦ π. Ε. (Ἐσύ, ὡς ἀσχοληθείς εἰδικῶς μέ τό θέμα, θά τό γνωρίζῃς καλύτερα). Καθόσον: ΟἱὈρθόδοξοι Πάπαι Ρώμης διετήρουν ἐπὶ αἰῶνας –μετὰ τὰς αἱρετικὰς Συνόδους: Τολέδο (589), Φραγκφούρτης (794) καὶ Ἄαχεν (809)– τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν Φράγκων. Οἱ δὲ 4 Πατριάρχαι τῆς ἀνατολῆς ἐκοινώνουν μὲν ἐπὶ τοσούτους αἰῶνας τῷ Ὀρθοδόξῳ μέν, ἀλλὰκοινωνοῦντι μεθ’ αἱρετικῶν Πάπα Ρώμης, στὴν συνέχεια δέ, ὅταν οἱ Πάπαι ἐξέκλιναν εἰς τὴν αἵρεσιν, ἐμακροθύμουν καὶ ᾠκονόμουν ἐπ’ ἀρκετὸν διάστημα τὴν μετ’ αὐτῶν κοινωνίαν, εὐελπιστοῦντες –καὶ ὑποβοηθοῦντες διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ– εἰς τὴν ἐπιστροφὴν τῆς ἐκπεσούσης Πρωτοθρόνου “Ἐκκλησίας” τῆς Ρώμης.
ε΄. Σαφῶς ἐναντίον τῶν θέσεων τοῦ π. Ε. εἶναι καί τό περίἀποτειχίσεως τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου.  Τόσον οἱ Ἁγιορεῖται, ὅσον καί οἱ ἄλλοι ὁμολογηταί Πατέρες τῆς περιόδου ἐκείνης, ἐκοινώνουν μέ τούς λατινόφρονας φιλενωτικούς μέχρι τήν ἕνωσιν τῆς Λυών (1274). Ἡ μετά ταύτην ἀποτείχισίς των ἦτο ἀναμφιβόλως ὑποχρεωτική (καί ὄχι προαιρετική), ἀλλ’ ὅμως ἦτο ἄσχετος μέ τόν ΙΕ΄ Κανόνα, ἐφ’ ὅσον πλέον ἐπρόκειτο δι’ ἐπίσημον προσχώρησιν στήν αἵρεσιν. Ἡ ἐξαίρεσις τοῦ κανόνος σχετίζεται μέ τό πρό τῆς ἑνώσεως διάστημα, ὅτε οἱ λατινόφρονες ἐκήρυττον τήν αἵρεσιν, ἀλλ’ οἱ ὁμολογηταί Πατέρες, μή ἀποτειχισθέντες, δέν ἐποίησαν χρῆσιν αὐτῆς (τῆς ἐξαιρέσεως), δεικνύοντες ἐμφανέστατα τό προαιρετικόν αὐτῆς!
στ΄. Ἀκριβῶς τά αὐτά ἰσχύουν καί διά τόν διδάσκαλον Ἰωσήφ τόνΒρυένιον Διεφώνει μέν, ἀλλ’ ἐκοινώνει μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ἐποχῆς του, δεικνύων ἐμπράκτως τό προαιρετικόν τῆς ἐξαιρέσεως, ἀλλά ἠρνεῖτο ἐπιμόνως τήν κοινωνίαν μέ τούς κοινωνοῦντας τοῖς Λατίνοις Κυπρίους, διδάσκων τόν ἐπιβεβλημένον καί ὑποχρεωτικόν τῆς τοιαύτης ἀποτειχίσεως.
ζ΄.  Ἀλλά καί ὁ Ἅγ. Μάρκος ὁ Εὐγενικός καταδικάζει διά τοῦ παραδείγματός του τίς ἀπόψεις τοῦ π. Ε. Ὁ π. Ε. ἀποσιωπᾷ ὡς... «γνωστήν σέ πολλούς» τήν πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Φλωρεντίας (1439) στάσιν τοῦ Ἁγίου. Ἀποσιωπᾷ, δηλ. ὅτι ὁ Ἅγιος διεφώνει μέν ὀξύτατα μετά τῶν Λατινοφρόνων συνεπισκόπων του, ἐκοινώνει ὅμως πλήρως μετ’ αὐτῶν. Ἀποσιωπᾷ ἀκόμη καί τήν ἐν ἀρχῇ πρός τούς Λατίνους στάσιν του, πού ἀσφαλῶς σκανδαλίζει τόν π. Ε. καί τούς ὁμόφρονάς του, καί πού, ἐάν ἔζη σήμερον (ὁ Ἅγιος) καί τήν ἐπανελάμβανε, θά ἔσπευδον νά τόν χαρακτηρίσουν ὡς Οἰκουμενιστήν καί αἱρετικόν καί θά ἀπετειχίζοντο πάραυτα ἐξ αὐτοῦ, διά νά μήν μεταδοθῇ καί σ’ αὐτούς ὁ «μολυσμός τῆς αἱρέσεως»! Ἡ οἰκονομία πού μεταχειρίζεται κατά τήν πρώτην ὁμιλίαν του, ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ὀρθοδόξων πρός τήν Σύνοδον εἶναι ἀδιανόητος διά τόν π. Ε. Ἀπό τό ἄλλον ἄκρον, φυσικά, καί οἱ Οἰκουμενισταί, ἀπομονώνοντάς την τήν κραδαίνουν ὡς σημαία. Ἀποσιωποῦν καί αὐτοί ὅτι, ἐνῷ κατ’ ἄκραν οἰκονομίαν ὡμίλησεν ἔτσι ἀρχικῶς ὁ Ἅγιος, ἀγωνιζόμενος καί εὐελπιστῶν εἰς τήν ἐπιστροφήν τῶν Λατίνων, ὅταν διεπίστωσε τό ἀμετανόητόν των, ἐφέρθη κατ’ ἀκρίβειαν, ἐγκαταλείψας τάς λεκτικάς φιλοφρονήσεις. Ὅσον ἀφορᾷ δέ τήν ἐπιβεβλημένην ἀκοινωνησίαν του μέ τούς Λατινίσαντες διά τῆς ἑνώσεως τῆς Φλωρεντίας, ἰσχύουν ὅσα ἐλέχθησαν καί ἀνωτέρω στό ε΄.
η΄. Τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας  –ἐνῶ πλεῖσται ἀφορμαί δι’ ἀποτείχισιν ἐδόθησαν καί οὐδεμία ἀποτείχισις ἐγένετο, καταδεικνυομένου οὕτως τοῦ προαιρετικοῦ τῆς ἐξαιρέσεως– ὁ π.Ε. τήν ἀντιπαρέρχεται πολύ... εὔκολα. Μέ τήν δικαιολογίαν ὅτι τότε «ἡ Ἐκκλησία ἐζοῦσε ἐν διωγμῷ», ἄν καί ἀμέσως κατωτέρω ὁμολογεῖ ἀντιφατικά ὅτι «οἱ περίοδοι πού ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐν διωγμῷ θεωροῦνται οἱ καλύτερες ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς»!
4. Ἡ συνεπής ἐφαρμογή τῆς θεωρίας του ἀναγκάζει τόν π. Ε. νά ὁδηγηθῇ συχνά σέ φοβερές ἀκρότητες. Θεωρεῖ τόν κηρύττοντα αἱρετικά φρονήματα Πατριάρχην –καί ἀλλαχοῦ καί τόν μή κηρύττοντα, ἀλλ’ ἁπλῶς αἱρετικῶς φρονοῦντα–, αὐτομάτως καί χωρίς συνοδικήν καταδίκην, ὡς ψευδεπίσκοπον, ἐκτός Ἐκκλησίας, ξένον Θεοῦ, ἄμοιρον Χάριτος καί μή δυνάμενον νά τελέσῃ ἔγκυρα μυστήρια! Τοιοῦτος πιστεύει ὅτι αὐτομάτωςκαθίσταται καί ὁ οἱοσδήποτε ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος τόν μνημονεύει ἤ κοινωνεῖ μετ’ αὐτοῦ, ἀσχέτως ἄν εἶναι κατά πάντα ὀρθόδοξος ἤ ἀκόμη καί ὁμολογητής!
Εἶναι τόσο προφανής ὁ παραλογισμός τῶν ἀνωτέρω, ὥστε, ἐάν καταπιαστῶ νά τά ἀντικρούσω μέ ἐπιχειρήματα ἀπό τήν ζωήν καί τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, θά σημαίνη ὅτι τό ἔχω χάσει καί ἐγώ τό μυαλό μου.  Ἁπλῶς λέγω  –κάτι τό ἐξόφθαλμο ἄλλωστε– ὅτι ἐάν ταῦτα ἴσχυον, ΟΛΟΙ ΜΑΣ  θά εἴμαστε ἐκτός Ἐκκλησίας, μολυσμένοι, αἱρετικοίκαί ἀχαρίτωτοι! Φυσικά καί ὁ π. Ε., ἀλλά καί ὁ πιό ἀκραῖοςΠαλαιοημερολογίτης. Καί ὁπωσδήποτε καί οἱ χαρισματοῦχοι ὅσιοι Γέροντες: Παΐσιος, Πορφύριος, Σωφρόνιος, Ἰάκωβος, Βησαρίων κ.ἄ. Ἀλλά καί οἱ ἤδη ἀνεγνωρισμένοι Ἅγιοι: Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ, ΝικόλαοςΠλανᾶς, Γεώργιος Καρσλίδης, Λουκᾶς Συμφερουπόλεως κ.ἄ.! Ὅσον ἀφορᾷ δέ τήν ἀφθονίαν θαυμάτων, μέ τήν ὁποίαν ὁ Θεός ἐτίμησεν τούς περισσοτέρους ἐξ αὐτῶν καί ἐν ζωῇ καί μετά τήν κοίμησίν των, ἔχει ὁ π. Ε. πρόχειρον πρός χρῆσιν τό χωρίον τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου (τέλος σ. 79)! Καί αὐτά μέν, ἄν περιορισθοῦμε μόνον στά ὅσα γράφει ὁ π. Ε. γιά τήν αἱρετικήν ἐγκύκλιον τοῦ 1920. Ἄν προχωρήσωμε μέ τήν ἴδια λογική πρός τά ὀπίσω, σέ παλαιότερους κηρύξαντας αἱρετικά φρονήματα καί στούς κοινωνοῦντες καί μή ἀποτειχιζομένους ἐξ αὐτῶν, δέν θά μείνῃ τίποτε ὄρθιον στήν Ἐκκλησιαστικήν μας Ἱστορίαν.
Ἀπορῶ μέ τόν π. Ε.! Πῶς τόσον ἀβασάνιστα καί ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ ὁδηγεῖται –καί παρασύρει καί ὅσους τυφλούς ὄμμασι τόν ἀκολουθοῦν– σέ τέτοιο χάος! Δέν προβληματίζεται ἀπό τήν κατάληξιν ὅτι κάτι πάσχει στήν διαδικασία τῶν συλλογισμῶν του; Ἐξ ἄλλου ἀδυνατῶ νά διανοηθῶ ὅτι, κατά τήν μακράν ἐνασχόλησίν του μέ τό θέμα, δέν ἔπεσε εἰς τήν ἀντίληψίν του τοὐλάχιστον τό ἐν ἀρχῇ τοῦ Πηδαλίου (σελ. 4, σημ. 2)σχόλιον τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου, τό σαφέστατα διακρίνων τόν δυνάμει ἀχαρίτωτον ψευδεπίσκοπον (πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης του) ἀπό τόν ἐν ἐνεργείᾳ τοιοῦτον (μετά ταύτην)·  καί ὅσα περί τοῦ «καθαιρείσθω» κ.λ.π. ἐπισημαίνει, φέρων εἰς συνηγορίαν καί τούς Ἁγ. Ἀποστόλους.  Ἀλλ’ ἐπίσης μοῦ φαίνεται ἀδιανόητον τό νά ἔχῃ τά ἀνωτέρω ὑπ’ ὄψιν του ὁ π.Ε. καί ἐν τούτοις, νά τά παραβλέπῃ μόνον καί μόνον διά νά αὐτοδικαιωθῇ!



Συμπερασματικῶς.
Βάσει ὅσων ἐλέχθησαν στήν παροῦσαν, θά μποροῦσαν τά περί κοινωνίας καί ἀκοινωνησίας νά συνοψισθοῦν στά ἑξῆς:
1. Μετά συνοδικήν καταδίκην: ἐπιβάλλεται, φυσικά, ἡ διακοπή κοινωνίας μεθ’ ὅλων τῶν καταδικασθέντων (δικαίως ἤ ἀδίκως), ἐφ’ ὅσον, ἐννοεῖται, ἡ Σύνοδος ἀνεγνωρίσθη ὡς Ὀρθόδοξος καί κανονική ἀπό τήν συνείδησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
2. Πρό συνοδικῆς καταδίκης: ἐπιβάλλεται, ἡ διακοπή κοινωνίαςμόνον μετά τῶν αἱρετικῶν τῶν κατηγοριῶν Ια καί Ιβ, ἐπιτρέπεται δέ ὑπό ὅρους μετά τῶν αἱρετικῶν τῶν κατηγοριῶν Ιδ καί Ιε (μετά ἀπόἐπιβεβαίωσιν).
3. Ἡ παράβασις τῆς ἐπιβεβλημένης ἀκοινωνησίας: τῶν εἰδῶν ΙΙβ καί ΙΙγ, ὅταν ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς τῶν κατηγοριῶν Ια, Ιβ, Ιγ, Ιστ καθιστᾷτόν παραβάτην ὑπόδικον σέ συνοδικήν καταδίκην.
-τοῦ εἴδους μάλιστα ΙΙγ, ὅταν ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς τῶν κατηγοριῶν Ια, Ιβ, Ιγ, αὐτομάτως ἀποκόπτει ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τόν παραβάτην καί πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης του.
4. Τό ΙΙα εἶδος τῆς συνιστωμένης ἀκοινωνησίας ἐπιτρέπεται νά τό ἐφαρμόζωμε κατά συνείδησιν καί ὑπό τό φῶς τῶν ἀναφερθέντων στό ΙΙΙ. Τυχόν μή ἐφαρμογή του εἶναι δυναντόν νά ἐκθέσῃ σέ κινδύνους ἤ νά μήν συνιστᾷ ἐνδεδειγμένην συμπεριφοράν, ἀλλ’ ὅμως δέν συνιστᾷ κανονικόν παράπτωμα.
(Τά Ι, ΙΙ, ΙΙΙ παραπέμπουν στίς σελ. 5 -7).
Ἐλπίζω νά ἔγινα κατανοητός καί νά μήν μοῦ διέφυγε κάτι τό ἀνακριβές.

Ἀγαπητέ μου ......
Εὐλόγησον, ἄν σέ κούρασα καί ζάλισα μέ τήν μακροσκελῆ, ἀλλά καί προχειρογραμμένην ἐπιστολήν μου. Εἶναι πάρα πολλά ἐκεῖνα πού θά μποροῦσα νά ἐπισημάνω, ἀλλά νομίζω ὅτι καί αὐτά εἶναι ἀρκετά.
Πρός τό τέλος, διά νά ἐπιβεβαιώσω κάτι, ἀνέτρεξα στό: «Τά δύο ἄκρα» καί στά δύο βιβλιαράκια τοῦ π. Βασιλείου Γρηγοριάτου (ἀπαντήσεις στόν π. Ν. Δημαρᾶ) καί τά ξαναπέρασα βιαστικά (εἶχα ἀρκετό καιρό πού τά εἶχα διαβάσει). Σοῦ λέω εἰλικρινά: Σκέφθηκα νά σχίσω ὅ,τι εἶχα γράψει καί νά σέ προτρέψω ἁπλῶς νά τά (ξανα)διαβάσῃς μέ προσοχή. Νομίζω ὅτι δέν ἀφήνουν περιθώρια γιά παρανόησιν. (Διαφωτιστικό σέ ἀρκετά σημεῖα ἐν προκειμένῳ εἶναι καί τό: «Ἡ συμπροσευχή μέ αἱρετικούς» τοῦ π. Ἀν. Γκοτσόπουλου). Τελικά, λυπήθηκα τόν κόπο πού εἶχα κάνει καί ὡλοκλήρωσα καί τά δικά μου καί στά στέλνω.
Ἀσφαλῶς δέν θεωρῶ τόν π. Ἐπιφάνιον (οὔτε, φυσικά τόν π. Βασίλειον) ἀλάθητον (ἄν καί ἀσυγκρίτως σοφώτερον ἐμοῦ καί πνευματικώτερον καί περισσότερον κατηρτισμένον –ἰδίως στά νομοκανονικά–). Γι’ αὐτό τό διάβασα μέ κριτικό πνεῦμα. Βέβαια, διεπίστωσα λίγες φορές ὅτι ἀντιδρώντας σέ ζηλωτικές ἀκρότητες –κατά τό: «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται»–, ἴσως νά ὑπερτονίζουν (ἀμφότεροι) ἤ νά ὑποτονίζουν μερικά σημεῖα. Ἀλλά νομίζω ὅτι αὐτά εἶναι δευτερεύοντα καί τριτεύοντα. Ἄν δέν σέ ἀναπαύουν, ἀγνόησέ τα.  Ἀπό τά ὑπόλοιπα, πάντως, θά λάβῃς ἱκανοποιητικήν καί πειστικήν ἀπάντησιν σ’ ὅλες τίς παρανοήσεις τοῦ π. Ε.
Ἄν καί στά ἰδικά μου δῇς κάποια ἀνακρίβεια, σέ παρακαλῶ, βάλε «καλό λογισμό».  Δέν τήν ἔγραψα κακοπροαίρετα, ἀλλά θά μοῦ διέφυγε λόγῳ βίας ἤ ἀγνοίας. Ἄφησέ την καί πρόσεξε τά ὑπόλοιπα πού ἐπισημαίνω. Ἄν σέ κάτι ἔχῃς ἀντίρρησι, θά χαρῶ νά μοῦ τήν γράψῃς.
Εὔχομαι –εὔχου καί σύ γιά μένα– νά ἔχωμε τόν ἄνωθεν φωτισμόν, γιατί τό διακινδυνευόμενον δέν εἶναι ἐπίγειόν τι, ἀλλά ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ὅπως ἐπίσης καί τῶν ψυχῶν πού ἐπηρεάζομε.
Καλόν ὑπόλοιπον τῆς Ἁγ. Τεσσαρακοστῆς καί Καλήν Ἀνάστασιν!
                                            Μέ ἀγάπην Χριστοῦ,
                                            ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός σου
                                                      Μοναχός.......











[1] Περί τινος Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας (σελ. 149-150) δίδονται ἐλλιπῆ στοιχεῖα καί ἀδυνατῶ νά συμπεράνω. Τό αὐτοκέφαλον τοῦ 1850 καί τήν ἀποτείχισιν τοῦ Παλαιοῦ Ἠμερολογίου τά ἐπικρίνει καί ὁ π. Ε. Ἀλλά καί διά τήν ἀποτείχισιν τῶν Ἁγιορειτῶν (περί τό 1970) ἐκφράζεται ὑποτιμητικά (ἐκτός ἀπό τό ξεκίνημά της).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΕΓΚΡΙΤΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟ




ΠΛΕΙΟΝΕΣ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 

Περί τήν «Διαχρονικ Συμφωνία τν γίων Πατέρων
γι τ ποχρεωτικ το 15ου Κανόνος
τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
περ Διακοπς Μνημονεύσεως πισκόπου
Κηρύσσοντος π’ κκλησίας Αρεσιν»

π. Εθύμιου Τρικαμην

Λάβαμε ἕνα πολυσέλιδο κείμενο-ἐπιστολή, ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ἔγκριτο ἁγιορείτη μοναχὸ (γνωστὸ ἀπὸ δημοσιεύσεις σὲ θεολογικὸ περιοδικό). Ὁ ἁγιορείτης (τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν δημοσιεύουμε, γιατὶ δὲν μᾶς ἀπάντησε ἂν ἐπιθυμεῖ τὴ γνωστοποίηση τοῦ ὀνόματός του) εἶχε πρὸ μηνῶν ἀποστείλει (σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς διαχειριστὲς τοῦ ἱστολογίου Ρaterikiparadosi) κριτικὴ γιὰ τὸ βιβλίο «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ουΚανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν»,τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.
Ὁ π. Εὐθύμιος, τὸν ὁποῖο πληροφορήσαμε γιὰ τὴν κριτικὴ τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, θέλησε νὰ ἀπαντήσει, διότι πρόκειται περὶ μιᾶς μονομεροῦς κριτικῆς, ποὺ παραποιεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση περὶ τοῦ θέματος. Ἀπὸ αὐτὴν ἀπουσιάζουν ἁγιοπατερικὰ χωρία καὶ γνῶμες τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ ἕνα τόσο μεγάλο καὶ κρίσιμο θέμα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συγχρόνων αἱρετικῶν ἐξετάζεται μὲ προσωπικὲς γνῶμες. Κι αὐτὸ τὴ στιγμή, ποὺ στὸ βιβλίο παρατίθενται ἑκατοντάδες πατερικὰ κείμενα πρὸς ἐπίρρωση καὶ κατοχύρωση τῶν θέσεων τοῦ συγγραφέα.
Δημοσιεύουμε τμηματικά τὸ κείμενο, γιατὶ ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνεχῶς ἐπεκτείνεται, καὶ δὲν φαίνεται καμιὰ σοβαρὴ ἀντίδραση ἐναντίον της. Μάλιστα, οἱ ἁγιορεῖτες ποὺ παραδοσιακὰ ἀποτελοῦσαν τὸν κυματοθραύστη τῶν αἱρέσεων, τώρα ἀδρανοῦν, καὶ δυστυχῶς, μὲ μιὰ τέτοια κριτικὴ (ὅπως τοῦ ἐν λόγῳ ἁγιορείτη) ἀποτρέπουν ἀπὸ τὸν ἀγῶνα, κατηγορώντας μὲ διάφορες αἰτιάσεις καὶ ἐκείνους ποὺ δεχόμενοι πολυμέτωπο πόλεμο, δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀγωνίζονται ἐν συνειδήσει τῆς δικῆς τους ἀδυναμίας, ἀλλὰ καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.



                                    Α΄  ΜΕΡΟΣ                                                                                                                               1/07/2012 


Ἀγαπητέ καί σεβαστέ Πάτερ,  χαῖρε ἐν Κυρίῳ.

Ἄν καί νομίζω πώς δέν γνωριζόμαστε προσωπικά σοῦ ἀποστέλλω τήν παροῦσα ἐπιστολή, ἐπειδή ἔλαβα σέ φωτοαντίγραφο ἀπό τόν ἀδελφό στὸν ὁποῖον ἀπέστειλες τήν ἀπό 29/2/2012 ἐπιστολή σου, ἡ ὁποία ἀπευθύνετο πρός αὐτόν, εἶχε ὅμως ἀντικείμενο τό προσφάτως ἐκδοθέν βιβλίο μου: «Ἡ Διαχρονική Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ουΚανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν».
Ἀπό αὐτό τό φωτοαντίγραφο τῆς ἐπιστολῆς σου διεπίστωσα ὅτι εἶσαι  ὁ ἐπιστολογράφος τῆς χωρίς ἡμερομηνία καί ὄνομα ἐπιστολῆς, τήν ὁποία μοῦ κοινοποίησε σέ παλαιότερη ἀλληλογραφία μας γνωστός μου μοναχός. Εἰς αὐτήν, ἐπειδή προφανῶς ὁ μοναχὸς ἐζήτησε τήν γνώμη καί συνδρομή σου, ἀπαντοῦσες σέ μερικές ἐκκλησιαστικές θέσεις μου, τίς ὁποῖες ἐπαρουσίασα στήν ἀλληλογραφία μου μέ ἐκεῖνον. Ὅταν ἐν συνεχείᾳ ὁ ἴδιος μοναχός μοῦ ἀπέστειλε σέ ἐπιστολή του αὐτό τό ἀνώνυμο κείμενό σου, ἐγώ τοῦ ἐξήγησα ὅτι, προκειμένου νά ἀπαντήσω στίς ἀπόψεις αὐτές πρέπει νά μοῦ δηλωθῆ τό ὄνομα τοῦ ἐπιστολογράφου, τόν παρεκάλεσα δέ νά σοῦ μεταβιβάση τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς μου, πού ἀνεφέρετο στήν ἀνώνυμη δική σου.  Δέν γνωρίζω ἄν τελικά ὁ ἐν λόγῳ μοναχὸς αὐτό τό ἔκανε(...).
Εἶναι ἄξιον ἀπορίας Πάτερ, πῶς ἀποφαίνεσαι γιά σοβαρά ἐκκλησιαστικά θέματα καί γιά προσωπικές, κατά τήν γνώμη σου, πλάνες καί ἐκτροπές ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κάποιου καί αὐτό τό πράττεις ἀνωνύμως, δηλαδή ἐκ τοῦ ἀφανοῦς, χωρίς νά ἔχης τήν προσωπική καί δημοσία εὐθύνη τῶν γραφομένων σου(...).
1) Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἐπισημάνω καί ἐδῶ (ὅπως καί στήν ἀνώνυμη ἐπιστολή) τήν παντελῆ ἀπουσία, ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων ἤ ἔστω παραπομπῶν, πρός κατοχύρωσι τῶν γραφομένων σου καί πρός στήριξι τῶν ἀπόψεών σου.  Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὅ,τι γράφεις εἶναι ἕωλο καί μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἀποτέλεσμα καθαρά τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Καί στήν περίπτωσι δέ πού ἐγώ διέστρεψα καί παρερμήνευσα ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία, πάλι ἐσύ ἔπρεπε νά μήν παρουσιάσης δικές σου ἀπόψεις (ἤ τοῦ π. Ἐπιφανίου κλπ.) ἀλλά νά κατοχυρώσης τά γραφόμενά σου μέ ἱερούς Κανόνες καί ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα.
Τοιουτοτρόπως ἀφήνεις νά ἐννοηθῆ ὅτι ἡ ἁγιοπατερική κατοχύρωσι δέν χρειάζεται σήμερα, διότι εὑρισκόμεθα στήν μετα-πατερική, μετα-αγιογραφική καί μετα-κανονική ἐποχή, ἤ ὅτι καί ἐσύ ὑπέρκεισαι τούτων καί δύνασαι αὐθαιρέτως (ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές) νά ὁριοθετῆς τήν πίστι, τήν αἵρεσι, τίς πλάνες κλπ. χωρίς νά ἔχης αὐστηρό ὁδηγό τήν ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγίους, ἀλλά τίς κατ’ ἐσέ εὔλογες καὶ καταφανεῖς καὶ αὐταπόδεικτες θέσεις περὶ ἀποτειχίσεως, καθιστῶντας τὸ ζητούμενο ὡς εὐκόλως ἐννοούμενο ἢ ὡς δεδομένο. Πάντως ὁ,τιδήποτε εἶναι  ἀστήρικτο καί ἀκατοχύρωτο χάνει ἀπό μόνο του τήν ἀξία του.
2) Ἔπειτα ἀπό τήν ἀνωτέρω σοβαρή ἐπισήμανσι θά ἔπρεπε νά μήν ἀπαντήσω στίς θέσεις καί ἀπόψεις σου, περιμένοντας μία ὁλοκληρωμένη καί πατερικῶς τοποθετημένη ἐπιστολή σου, διότι πολλά δυνάμεθα νά λέμε καί νά διδάσκωμε ἀστήρικτα καί ἀμάρτυρα.  Ἐπειδή ὅμως κατά τήν γνώμη μου στά γραφόμενά σου κρύβεται καί μία σκοπιμότητα καί φανερά τοποθέτησι ὑπέρ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, ἐπί πλέον, προκειμένου νά σοῦ δώσω καί ἄλλα κίνητρα καί ἐρεθίσματα πρός ἔρευνα καί πατερική τοποθέτησι διά τήν κρίσι τῶν γραφομένων μου, ἀναφέρω καί τά ἀκόλουθα.
3) Φαίνεται καθαρά στά γραφόμενά σου (κατά τήν γνώμη μου πάντοτε), μία σύγχυσι καί διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως στό θέμα τοῦ ποῖος εἶναι αἱρετικός. Ἐδῶ νομίζω, ἄν δέν ὑπάρχη καί ἠθελημένη σκοπιμότης, ἀσφαλῶς ὑπάρχει σαφής ἐπηρεασμός ἐκ τῆς οἰκουμενιστικῆς ἰδεολογίας, προκειμένου νά ἀπομονωθοῦν ἀπό τίς ἄλλες κατηγορίες οἱ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» κηρύττοντες αἵρεσι καί ἔτσι νά κατοχυρωθῆ τό περίφημον δυνητικόν τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Α΄καί Β΄ Συνόδου, τό ὁποῖον ἐσύ ὑποστηρίζεις. Γράφεις λοιπόν στή σελίδα (5) τῆς ἐπιστολῆς σου:
«Ι. Μεγάλη σύγχυσις καί ἐσφαλμένα συμπεράσματα δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν διακρίσεως μεταξὺ τῶν διαφορετικῶν κατηγοριῶν, τῶν σημαινομένων διὰ τῆς λέξεως “αἱρετικός”. Ὁ π. Εὐθύμιος φαίνεται ὅτι ἐξισώνει ὅλες τὶς κατηγορίες. Ὅμως οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ γενικότερα ἡ ποιμαντικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων σαφῶς διακρίνουν. Συγκεκριμένα...».
Και μετά ἀπαριθμεῖς, κατά τό δή λεγόμενο, ἕνα κάρο περιπτώσεις καί ὑποπεριπτώσεις αἱρετικῶν, πολλές μάλιστα ἀπό τίς ὁποῖες ἀναιρεῖς ὁ ἴδιος καί ὡς ἀφομοιωμένες μέ μία ἄλλη κατηγορία.
Ἐδῶ Πάτερ, κάνεις ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα τά ἑξῆς σοβαρά λάθη:
Α) Ταυτίζεις τούς αἱρετικούς πού παραμένουν στήν πλάνη καί αἵρεσί των, μέ αὐτούς πού ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ στήν Ἐκκλησία.  Ὡς ἐκ τούτου τήν ποιμαντική τῶν Πατέρων πρός τούς ἐπιστρέφοντας ἐν μετανοίᾳ τήν ἀναφέρεις καί πρός τούς παραμένοντας ἐν τῇ αἱρέσει, καί ἔτσι δημιουργεῖς τίς κατά φαντασίαν κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν παραμενόντων ἐν τῇ αἱρέσει αἱρετικῶν. Ἡ ποιμαντική ὅμως τῶν Πατέρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων πρός τούς παραμένοντας ἐν τῇ αἱρέσει εἶναι μία καί ἡ αὐτή παντοῦ καί πάντοτε, δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις (ἀποτείχισις) ἀπό κάθε αἱρετικό.
Β) Ξεχωρίζεις τούς καταδικασμένους αἱρετικούς ἀπό αὐτούς πού ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί τά κηρύττουν δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ποιμαντική τῶν Πατέρων εἶναι ὅτι ὅλοι (καταδικασμένοι δηλαδή καί μή) ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία τῶν αἱρετικῶν καί οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νά ἀπομακρυνθοῦν (ἀποτειχισθοῦν) ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτούς. Ἡ μόνη ἴσως διαφορά, τῶν καταδικασθέντων δηλαδή καί μή καταδικασθέντων αἱρετικῶν, εἶναι  τό ὅτι οἱ μή καταδικασθέντες καί φαινομενικά κινούμενοι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, δύνανται ἀνενόχλητοι νά ἀσκοῦν τό ἔργο τοῦ διαβόλου πρός ἄγρα ψυχῶν καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι χειρότεροι, ὑπουλώτεροι  καί ἐπικινδυνώτεροι τῶν ἄλλων.
Ἄν δέ, ἔχουν αὐτοί οἱ αἱρετικοί καί τήν κάλυψι καί προστασία ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασι Κανόνος, τήν δαμόκλειον σπάθη τοῦ φόβου τῶν σχισμάτων, τήν ἀπειλή πρός τούς πιστούς τῆς ἐξόδου των διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί, βεβαίως, τήν σύγχυσι τῶν κατηγοριῶν καί ὑποκατηγοριῶν τῶν αἱρετικῶν τότε, νομίζω πάτερ, δέν θά ἠδύναντο οἱ αἱρετικοί αὐτοί νά εὕρουν καλύτερο ἔδαφος διά νά ἐνσπείρουν τίς αἱρέσεις των εἰς τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διότι τό ἔδαφος αὐτό τό καλλιεργοῦν καί τό προετοιμάζουν οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι.
Ἄν δέ πάλι, θεωρήσωμε (ὅπως ἐσεῖς πράττετε) ὅτι καί οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμφωνοῦν εἰς αὐτήν τήν στάσι μας (τῆς ἀναμονῆς δηλαδή καί ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν ποιμένων μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο), τότε παρουσιάζομε καί τούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους ὡς συνεργάτες τῶν αἱρετικῶν καί βοηθούς εἰς τήν ἐπέκτασι τῆς αἱρέσεως. Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γενικῶς διά τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καί ὄχι διά κάποιο μικρό χρόνο κατ’ οἰκονομίαν ἀναμονῆς μέχρι βεβαιώσεως καί συνοδικῆς διακηρύξεως τῆς αἱρέσεως ἤ γιά τό ἄν κατ’ οἰκονομία εἶναι ἔγκυρα ἤ ἄκυρα τά ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα μυστήρια κλπ.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Ἅγιοι παντοῦ καί πάντοτε δέν θεωροῦν αἱρετικό τόν καταδικασμένο ἀπό Σύνοδο (διότι αὐτό μπορεῖ νά ἔγινε ἀπό λάθος ἤ πλάνη τῆς Συνόδου, ὅπως συνέβη σέ τόσους Ἁγίους), ἀλλά τόν ἔχοντα αἱρετικό φρόνημα. Ὡς ἐκ τούτου ὅταν ὁμιλοῦν γιά αἱρετικούς ὁμιλοῦν ἀδιακρίτως (γιά καταδικασμένους δηλαδή καί μή) καί φυσικά δέν ἔχουν οὐδεμία ἄλλη ποιμαντική πρός αὐτούς, πλήν τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν πιστῶν σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο.
Θά ἀναφέρω ἐν συνεχείᾳ καί ἀνάλογα χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Πατέρων πρός κατοχύρωσι τῶν ὅσων μέχρι τώρα ἀνέφερα.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος κατ’ ἀρχάς ὁ ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία τοῦ πρώτου Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου ὑποσημειώνει τά ἑξῆς: «Δι’ ὅ καί Γεώργιος ὁ Σχολάριος ἐν τῷ κατά Σιμωνίας, αἱρετικός εἶναι, λέγει, κάθε ἕνας ὁποῦ ἤκατ’ εὐθείαν, ἤ πλαγίως πλανᾶται περί τι τῶν ἄρθρων τῆς πίστεως. Καί οἱ πολιτικοί νόμοι φασίν·  Αἱρετικός ἐστι, καί τοῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοις ὁ μικρόν γοῦν τι τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Καί ὁ Ταράσιος ἐν τῇ α΄. πράξει τῆς ζ΄. Συνόδου λέγει. Τό ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς, εἴτεμεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται. Καί ὁ Φώτιος, γράφων πρός τόν Ρώμης Νικόλαον· καί γάρ ἐστιν ὄντως τά κοινά πᾶσιν ἅπαντα φυλάττειν ἐπάναγκες, καί πρό γε τῶν ἄλλωντά περί πίστεως. Ἔνθα καί τό παρεκκλῖναι μικρόν, ἁμαρτεῖν ἐστιν ἁμαρτίαν τήν πρός θάνατον».
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπίσης εἰς τήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πῶς οὖν ὁ Παῦλος φησίν, πείθεσθαι τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφής, τότε εἶπε πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός ἦ καί μή πειθώμεθα; πονηρός πῶς λέγεις; εἰ μέν περί πίστεως φεῦγε καί  παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ἦ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. Εἰ δέ βίου ἕνεκεν, μή περιεργάζου (P.G. 63, 231).
Ἐπίσης στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος γράφει τά ἑξῆς: «Καθάπερ γάρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρόν τοῦ χαρακτῆρος περι­κόψας, ὅλον τό νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο οὕτω καί  τῆς ὑγιοῦς πίστεως καί τό βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντί λυμαίνεται, ἐπί τά χείρονα προϊών ἀπό τῆς ἀρχῆς. Ποῦ τοίνυν εἰσίν  οἱ φιλονικίας ἡμᾶςκρίνοντες ἕνεκεν τῆς πρός τούς αἱρετικούς διαστάσεως;  Ποῦ νῦν εἰσιν οἱ λέγοντες οὐδέν μέσον εἶναι ἡμῶν κἀκείνων, ἀλλ’ ἀπό φιλαρχίας τήν διαφοράν γίνεσθαι; Ἀκουέτωσαν τι φησίν ὁ Παῦλος, ὅτι τό Εὐαγγέλιον ἀνέτρεψαν οἱ καί μικρόν τι καινοτομοῦντες» (P.G. 61, 622, (ΕΠΕ 20, 194).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπίσης  στήν πρός Σεραπίωνα ἐπιστολή του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἴδωμεν δέ ὅμως καί πρός τούτοις καί αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ ἀπόστολοι ἐκήρυξαν, καί οἱ πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται, καί ὁ ταύτης ἐκπίπτων οὔτ' ἄν εἴη, οὔτ' ἄν ἔτι λέγοιτο Χριστιανός» (ΒΕΠΕΣ 33, 116).
Ὁ Μ. Φώτιος τέλος, γιά νά μή γίνω κουραστικός στήν παράθεσι πολλῶν πατερικῶν χωρίων, ἀναφέρει τά ἑξῆς σημαντικά καί καταλυτικά κάθε προσπάθειας στηρίξεως τῆς λεγομένης δυνητικῆς θεωρίας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεωςἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους.
»Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400).
Πρέπει νά σημειώσωμε Πάτερ, ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή τῶν Ἁγίων εἶναι ἀπολύτως ἐνηρμονισμένη μέ τήν ἁγ. Γραφή καί εἰδικά μέ τά χωρία Γαλ. 1, 8, Τιτ. 3, 10 καί Β΄ Ἰωάνν. 10.
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας πάντοτε ἀσχολοῦνται μέ τό φρόνημα κάποιου, προκειμένου νά ἔχωμε μαζί του ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική κοινωνία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς καί μάλιστα μέ μεγαλύτερη ἔμφασι καί ἀκρίβεια δηλώνει καί ὁ 33ος Ἀποστολικός κανών, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μηδένα τῶν ξένων Ἐπισκόπων, ἤ Πρεσβυτέρων, ἤ Διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι.  Καί ἐπιφερομένων δέ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν: καί εἰ μέν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν, εἰ δε μήγε, τά πρός χρείαν αὐτοῖς ἐπιχωρηγήσαντες εἰς κοινωνίαν αὐτούς μή προσδέξησθε. Πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται».
Εἰς τόν κανόνα αὐτόν ὑπάρχει πάτερ, καί τό ἑξῆς θαυμαστόν.  Ἐνῶ οἱ κληρικοί αὐτοί ἔχουν συστατικές ἐπιστολές ἀπό τήν ἐπαρχία των, οἱ ὁποῖες διαβεβαιοῦν διά τήν καθαρότητα τῆς πίστεώς των, ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ καί προσωπική ἀνάκρισι καί μόνον ἐάν μετά ἀπό αὐτήν εὑρεθοῦν Ὀρθόδοξοι κατά πάντα, ἐπιτρέπει τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική κοινωνία. Καί ἐσύ τώρα,  τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δημοσίως καί κραυγαλέως κηρύσσει αἵρεσι, διδάσκεις ὅτι δυνάμεθα νά τόν ἀνεχώμεθα, νά τόν ἀναγνωρίζωμε, νά τόν μνημονεύωμε καί γενικῶς νά τόν θεωροῦμε ἀρχηγόν τῆς παρατάξεως Κυρίου καί μάλιστα εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, μέχρι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου! Τί ἄλλο θά ἠδύνατο αὐτός ὁ αἱρετικός νά ζητήση ἀπό τό ποίμνιό του, προκειμένου νά κάνη ἀνενόχλητα τό ἔργο του;
Ἄν πάλι ἐπιμένης εἰς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Α΄ καί Β΄ Συνόδου, τότε πρέπει πάτερ, νά προσκομίσης ἀνάλογα ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα, καθώς καί ἄλλους ἱερούς Κανόνες, τά ὁποῖα νά συνηγοροῦν εἰς αὐτήν τήν θεωρία. Ἄν αὐτό δέν τό πράξης, τότε νομίζω ὅτι εἴτε ἠθελημένα εἴτε ἀθέλητα εἶσαι στρατευμένος εἰς τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐσύ συμμετέχεις εἰς αὐτήν, ἀλλά παρασύρεις καί ἄλλους διδάσκοντας ἀκροβατικές ἑρμηνεῖες καί ἀπομονώνοντας ἕνα Κανόνα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν ὅλη διδασκαλία καί Παράδοσι τῶν Πατέρων.
Ὁ ἐπηρεασμός μας ἀπό σεβαστά, κατά τά ἄλλα, πρόσωπα καί εὐσεβοφανεῖς ἰδέες, μᾶς ὑποκλέπτουν καί ὁδηγοῦν πολλάκις στήν υἱοθέτησι μὴ παραδοσιακῶν θέσεων, γι’ αὐτό νομίζω πώς τό μόνο ἀλάνθαστο καὶ ὀρθόδοξο κριτήριο εἶναι ἡ προσφυγή μας στήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων (ἡ παράθεσι τῶν κειμένων τους μαζί μὲ τήν δική μας τοποθέτησι, ὥστε νά ὑπάρχει ἡ δυνατότητα συγκρίσεως) καὶ ἐν προκειμένῳ μάλιστα ἡ προσφυγή μας σέ αὐτούς πού συνέταξαν τόν ὑπό ἐξέτασιν ἱερό Κανόνα.
Ἄν ἐργαζόσουν ἔτσι, θά μποροῦσες ἐπί πλέον νά ἀνακαλύψης ἄν ὑπάρχη δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας εἰς τόν ἐν λόγῳ  Κανόνα ἀπό τόν ἴδιο τόν Μ. Φώτιο, ὁ ὁποῖος προήδρευσε τῆς Συνόδου πού τόν ἐξέδωσε. Διότι στό κείμενο τοῦ ἁγίου πού ἀνωτέρω σοῦ παρέθεσα (ὑπάρχει καί στό ἐκδοθέν βιβλίο μου) σαφῶς ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά ποιμένα μή καταδικασθέντα ἀπό Σύνοδο. Ἐφ’ ὅσον, ὅμως, εἶναι αἱρετικός κατά τό φρόνημα πρέπει νά συμπεριφερθῆς πρός αὐτόν, ὅπως θά συμπεριφερόσουν στόν λύκο καί στό δηλητηριῶδες φίδι. Ἄν δύνασαι τόν λύκο νά τόν ἔχης πάνω ἀπό τό κεφάλι σου (καί αὐτός νά σέ ἔχη μέσα στό στόμα του), τότε μόνο δύνασαι νά ἑρμηνεύσης δυνητικά τόν ἐν λόγῳ κανόνα.
Καί στήν περιγραφή πάλι τοῦ ὀρθοδόξου ποιμένος τήν ὁποία θαυμάσια παρουσιάζει ὁ ἅγιος, πρέπει ὁ κάθε πιστός νά βεβαιωθῆ ὅτι «οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται», προκειμένου νά ὑποταχθῆ εἰς αὐτόν. Δηλαδή δέν πρέπει ὁ ποιμένας ὄχι νά εἶναι ἐντεταγμένος εἰς αὐτούς, ἀλλά οὔτε νά παρασύρεται εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτούς, κατά τό φρόνημα, ὥστε ἡ πίστις του νά εἶναι ἐσφραγισμένη μέ τήν εὐσέβεια.
Καταλαβαίνεις Πάτερ, ὅτι  οἱ Πατέρες καί ἡ ἁγ. Γραφή ὅταν ὁμιλοῦσαν γιά τή στάσι μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, δέν ἐννοοῦσαν μόνο τούς ἤδη καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀλλὰ ὅλους τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, ἀφοῦ δὲν ἦταν δυνατόν νά καταγράψουν κάθε αἵρεσι ἐκ τῶν προτέρων· ἄν ἦταν ἐκ τῶν προτέρων δυνατή κάθε καταγραφή τῆς αἱρέσεως, δέν θά ἐχρειάζετο αὐτή ἡ ἐξονυχιστική ἔρευνα ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, διότι αὐτό θά τό εἶχε πράξει ἡ Σύνοδος. Ἄν πάλι οἱ Πατέρες ἐχώριζαν σέ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τούς αἱρετικούς θά ἔπρεπε, τουλάχιστον κάθε φορά πού ὁμιλοῦσαν δι’ αὐτούς, νά μᾶς προσδιορίζουν γιά ποία κατηγορία αἱρετικῶν ὁμιλοῦν, ὥστε καί ἐμεῖς νά μήν πλανηθοῦμε. Ὅλοι ὅμως οἱ Ἅγιοι διδάσκουν νά ἐξετάζουμε τό φρόνημα κάποιου, προκειμένου νά ἔχουμε μαζί του οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.  Κατ’ αὐτήν μόνο τήν ἔννοια καί ὁ ὑπό ἐξέτασι ἱερός Κανών εἶναι ἀπόλυτα ἐναρμονισμένος μέ ὅλη τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Μέ τήν δυνητική ὅμως ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄ Κανόνα, τόν παρουσιάζομε νά διαφωνῆ δριμύτατα, νά  ἔρχεται σέ ὀξύτατη ἀντίθεσι καί νά ἀντιστρατεύεται καί στήν ἁγ. Γραφή καί στούς Ἁγίους καί στούς ἄλλους ἱερούς Κανόνες. Δηλαδή τόν παρουσιάζομε νά προστατεύη τήν αἵρεσι καί τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί ὡς ἐκ τούτου ὡς περιέχοντα ἀντίφασι, ἀφοῦ τήν μιά συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο (τόν ὁποῖον μάλιστα χαρακτηρίζει ψευδεπίσκοπο) καὶ τήν ἄλλη ἐπιτρέπει τήν ὑπακοή καί ἐπικοινωνία μέ αὐτόν τόν λύκο-ψευδεπίσκοπο, ὄχι μόνο ὡς νά μήν εἶναι ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος, ἀλλά νά εἶναι καί εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Ἐπί πλέον δέ διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας διχάζουμε καί τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή ἄλλοι δύνανται νά ἀποτειχισθοῦν (προφανῶς οἱ πιό εὐαίσθητοι καί λεπτεπίλεπτοι κατά τήν συνείδησι) καί ἄλλοι νά ἀναμένουν ἡσύχως τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Πάντως ἄν ἐσύ Πάτερ, μπορῆς νά προσαρμόσης καί νά ταιριάξης τήν δυνητική θεωρία τοῦ Κανόνος μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἴμεθα ἕτοιμοι νά σέ ἀκούσωμε. Μάλιστα, ἐκ λόγων στοιχειώδους συνεπείας καὶ ἀγάπης πρός ἐμᾶς, πού θεωρεῖς ὅτι ἔχουμε καταπέσει στό βάραθρο τῆς αἱρέσεως, ὀφείλεις νά τό πράξης, ἐφ’ ὅσον εἶσαι ὑπέρμαχος τῆς θεωρίας αὐτῆς καί ἀφοῦ κατέχεις (γιά νά εἶσαι τόσο σίγουρος γιά αὐτήν) πλεῖστα ὅσα καθοριστικά καί  σημαίνοντα πατερικά κείμενα, πού ἀδιαμφισβήτητα καταδεικνύουν τήν ὀρθότητά της.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ στόν μικρό χρόνο τῆς κατ’ οἰκονομίαν ἀναμονῆς καί μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, αὐτό τό καθορίζει ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί οὐδεμία σχέσι ἔχει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, διότι ὁ ἅγιος ἀναφέρεται σέ συνοδική διακήρυξι τῆς αἱρέσεως καί ὄχι σέ συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου.
Λέγει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς ἀναφερόμενος μάλιστα εἰς τήν μοιχειανική αἵρεσι: «Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν Ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως. Εἰ δέ λέγῃ ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ' ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι· ἐκεῖνο γινωσκέτω· ὅτι οὔπω σύνοδος ἦν, οὐδέ ἐκφωνητόν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα(σημ.: ἐδῶ ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἅγιος ἐμνημόνευε ἐφ’ὅσον δέν εἶχε κηρυχθῆ συνοδικῶς ἡ μοιχειανική αἵρεσις). Καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως, ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ. Ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσι ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις, μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων, ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ» (Φατ. 39, 113, 51· P.G. 99, 1048 D).
Ἐσύ τώρα Πάτερ, πρέπει νά διαπιστώσης βάσει τῶν Ἁγίων, ἄν ὁ Πατριάρχης καί οἱ προκάτοχοί του, πού ἐπί δεκαετίες διδάσκουν καί ἐμπεδώνουν στίς συνειδήσεις τοῦ ἀποίμαντου λαοῦ τήν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εὑρίσκονται στόν χῶρο τῆς μικρῆς χρονικά οἰκονομίας· διότι ἐδῶ ἔχομε συνοδικές ἀποφάσεις γιά τήν προσχώρησι στό Π.Σ.Ε., γιά τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, γιά τίς συμπροσευχές, γιά τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν χωρίς αὐτοί νά προσέλθουν στήν Ὀρθοδοξία ἐν μετανοίᾳ κλπ. Δηλαδή ὑπάρχει φανερά καί πασίδηλος ἀλλαγή καί διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀλλαγή τοῦ Εὐαγγελίου (τό Εὐαγγέλιο τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἄλλο, ἐφ’ ὅσον ἀλλοιώνει ἤ καταργεῖ συνοδικῶς μάλιστα κάποιες ἐντολές του), κατάργησις τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀναγνώρισις τῶν αἱρετικῶν ὡς Ἐκκλησίες κλπ. Ἀκόμη, βεβαίως, καί μέ βάσι τίς κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν αἱρετικῶν πού ἐσχημάτισες, πρέπει νά διακοπῆ πάραυτα ἡ μνημόνευσις τοῦ Πατριάρχου, ἐφ’ ὅσον προσχώρησε στό Π.Σ.Ε. καί ἐφ’ ὅσον ἀναγνωρίζει τούς αἱρετικούς ὡς Ἐκκλησίες, τά μυστήριά των ὡς ἔγκυρα, χωρίς νά μετανοήση αὐτός πού τά ἐδέχθη κλπ.
4) Θά ἔλθω στή συνέχεια στά ἴδια τά γραφόμενά σου καί ὄχι βεβαίως σέ ὅλα, διότι θά ἐμακρύνετο ὁ λόγος, ἀλλά στά κυριότερα.  Γράφεις στή σελ. 2 παρ. 1:
«Διά νά μήν γίνη, ὅμως, κατάχρησις  αὐτῆς τῆς ἐξουσίας ὑπὸ τινων ἐπισκόπων, πασχόντων περὶ τὴν πίστιν, πρὸς ἐπιβολὴν τῶν αἱρετικῶν των ἀπόψεων, ὁ Ἱ. Κανὼν στὸ τέλος ἐξαιρεῖ τῆς κανονικῆς ἐπιτιμήσεως, ποὺ ἐπιβάλλει στοὺς λοιποὺς ἀποτειχιζομένους, ἐκείνους ποὺ ἀποτειχίζονται ἀπὸ ἐπίσκοπον κηρύσσοντα κατεγνωσμένην αἵρεσιν δημοσίως, καὶ διδάσκοντα αὐτὴν ἐπ’ ἐκκλησίας “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ”. Κατὰ συνέπειαν, ὁ μὲν Κανὼν ἀσφαλῶς δὲν εἶναι δυνητικός, ἀλλ’ ὑποχρεωτικός. Ἡ ἐξαίρεσίς του, ὅμως, εἶναι σαφέστατα δυνητική· ἐπιτρέπει (δὲν ἐπιβάλλει) τὴν ἀποτείχισιν, καὶ πρὸ τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ Ἐπισκόπου».
Ἐδῶ, στίς ἀμάρτυρες θεωρίες σου, κάνεις κάποιους συλλογισμούς προσπαθώντας νά φθάσης στό δυνητικό τοῦ Κανόνος καί ἀναφέρεις, ὑπογραμμισμένα, μάλιστα, ὅτι ὁ κανών ἐξαιρεῖ τῆς κανονικῆς ἐπιτιμήσεως τόν ἀποτειχιζόμενο ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο. Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, παρουσιάζεις ὅτι ὁ Ἱ. Κανών ἐξαιρεῖ, κάνει οὕτως εἰπεῖν χάρι στόν ἀποτειχιζόμενο, καί ὅτι δέν τιμωρεῖ κι αὐτόν κατά παραχώρησι, χαριζόμενος στήν “εὐαίσθητη” ἤ περιδεῆ συνείδησί του, ἤ τήν ἀδιακρισία του, ἤ τή δυσκολία πού ἔχει νά ἀκολουθήσει “ἐν ὑπακοῇ” καί αὐτός τήν πορεία τῶν πολλῶν πού δείχνουν ἀνοχή καί ἀναγνωρίζουν “κατ’ οἰκονομία” τάχα τόν ψευδεπίσκοπο! Πῶς ὅμως πάτερ, ὁ Κανόνας ἐξαιρεῖ καί συγχρόνως ἐπαινεῖ καί τιμᾶ αὐτούς πού ἐξαιρεῖ; Πῶς ἐξαιρεῖ κάποιους καί τελικά αὐτοί (οἱ ἐλαττωματικοί), πού ἐξαιροῦνται τῆς ἐπιτιμήσεως, σώζουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα;
Στήν ἐξαίρεσι κάποιων ἀπό ἕνα Κανόνα, θά ἦταν ἀρκετή ἡ ἀποφυγή τῆς τιμωρίας, ἄν δικαιολογημένα ἐξηρέθησαν. Γιά παράδειγμα, λέγομε ὅτι ὅλοι πρέπει νά νηστεύουν σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαιροῦνται ὅμως οἱ ἀσθενεῖς κλπ., ἤ λέγομε ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ἐκκλησιάζωνται τήν Κυριακή, ἐξαιροῦνται ὅμως οἱ ἀσθενεῖς, οἱ κατ’ ἀνάγκη ἐργαζόμενοι κλπ.  Εἶναι ποτέ δυνατόν, αὐτοί πού ἐξαιροῦνται (λόγῳ κάποιας ἀδυναμίας) συγχρόνως καί νά ἐπαινοῦνται καί μάλιστα νά γίνωνται αἴτιοι τῆς ἀποφυγῆς τῶν σχισμάτων; Καί ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει γιατί νά μήν θέλωμε ὅλοι νά εἴμεθα σέ μία τέτοια εὐλογημένη ἐξαίρεσι, ἡ ὁποία ἐκτός τῶν ἄλλων σώζει τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα; Μήπως, ὅπως ἀναφέρεις ἐν συνεχείᾳ, αὐτό θέλει κάποιον εἰδικό φωτισμό, τήν στιγμή πού μᾶς τό ὑποδεικνύει ὁ ἴδιος ὁ κανόνας;
Καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τό νά μήν ἀποτειχισθοῦμε, ἀλλά νά ἀκολουθοῦμε ἐνσωματωμένοι μέ τόν αἱρετικό  Ἐπίσκοπο, νά τόν μνημονεύωμε κλπ. δέν χρειάζεται κανένα φωτισμό; Μόνο ἡ ἀποτείχισις ἡ ὁποία ἐπαινεῖται καί λυτρώνει τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα καί ὑποδεικνύεται ἀπό τόν κανόνα χρειάζεται φωτισμό; Πῶς νά δεχθοῦμε αὐτές τίς ἀκροβατικές (ἄν ὄχι σκόπιμες) θεωρίες;
Καί γιατί δέν ἐπροχώρησες κατωτέρω εἰς τόν Κανόνα νά μᾶς ἑρμηνεύσης τό γιατί τόν ὀνομάζει αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο; Τόν ὀνομάζει ἔτσι ἐπειδή  ἔχει αἱρετικά φρονήματα ἤ ἐπειδή θά καταδικασθῆ κάποτε, ἴσως, ἀπό τήν Σύνοδο, ἤ γιά κάποιον ἄλλο λόγο, ὁ ὁποῖος δέν περνᾶ ἀπό τόν ἀφώτιστο ἰδικό μας νοῦ; Διότι ἐν τελικῇ ἀναλύσει καί ὡς ἐξαίρεσις, μέ τήν ἔννοια πού θέλεις, νά ἐκληφθῆ ἡ ἀποτείχισις, νομίζω ὅτι χρειάζεται εἰδικός φωτισμός ὄχι γιά νά κάνης αὐτό πού ἐπαινεῖται καί λυτρώνει τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα, ἀλλά νά κάνης αὐτό πού ὄχι μόνο δέν ἐπαινεῖται ἀπό τόν Κανόνα, ἀλλά καί ἐμποδίζει τήν Ἐκκλησία νά λυτρωθῆ ἀπό τά σχίσματα.
Θά πρέπει ἐπίσης νά μᾶς διασαφήσεις, πάτερ, τό ἄν αὐτοί πού ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο εἶναι ἐντός ἤ ἐκτός Ἐκκλησίας. Διότι προφανῶς, ἄν ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας διά τῆς ἀποτειχίσεως, ὄχι μόνον δέν θά ἐπαινοῦντο ἀπό τόν Κανόνα, ἀλλά καί θά ἐπροκάλουν οἱ ἴδιοι σχίσμα στήν Ἐκκλησία, πρᾶγμα πού καί ὁ κανόνας τό διασαφηνίζει καί ἐσύ μέ τά γραφόμενά σου τό δέχεσαι. Ἄν ὅμως αὐτοί πού ἀποτειχίζονται, ἐπαινοῦνται ἀπό τόν κανόνα, καί λυτρώνουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα, καί ἀσφαλῶς εἶναι ἐντός Ἐκκλησίας, τότε τί εἶναι οἱ ὑπόλοιποι πού ἀκολουθοῦν ἐν γνώσει τόν ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο; Μήπως εἶναι καί οἱ μέν καί οἱ δέ ἐντός Ἐκκλησίας, κατ’ οἰκονομίαν ἴσως; μήπως δέν μᾶς τά ξεκαθάρισαν τά πράγματα οἱ Πατέρες, ἤ μήπως, εἴτε κάνεις αὐτό πού ἐπαινεῖται, εἴτε κάνεις αὐτό πού δέν ἐπαινεῖται εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα, ὁπότε ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν στόν ἴδιο σκοπό; Ὅλα αὐτά ἐξήγησέ μας τα διότι ὁ ἰδικός μας νοῦς ἀδυνατεῖ νά τά κατανοήση.
Ἀμέσως ἐν συνεχείᾳ γράφεις:
«Συγχρόνως ἐπαινεῖ τοὺς ἀποτειχιζομένους διὰ τὴν ὀρθόδοξον εὐαισθησίαν τους, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συμβολήν τους (προκαλώντας μὲ τὴν στάσιν τους τὴν συνοδικὴν διευθέτησιν τοῦ προβλήματος), ὥστε νὰ ρυσθῇ σχισμάτων καὶ μερισμῶν ἡ Ἐκκλησία, τὰ ὁποῖα θὰ προέκυπταν, ἐὰν ἀφήνετο ἐλεύθερος ὁ ἐπίσκοπος νὰ ἐπεκτείνῃ καί ἑδραιώσῃ τήν αἵρεσί του».
Ἀπό ὅ,τι ἀντιλαμβάνομαι ἀπό τά γραφόμενά σου καί ἄν φυσικά, πάτερ, σέ ἑρμηνεύω σωστά, ἡ ὀρθόδοξος εὐαισθησία εἶναι καλό νά ὑπάρχη στούς Χριστιανούς καί στούς μοναχούς. Αὐτή ὅμως ὁδηγεῖ στήν ἀποτείχισι, γιά τήν ὁποία ἀνωτέρω ἀνέφερες ὅτι εἶναι μία ἐξαίρεσις τοῦ Κανόνος καί ἁπλῶς (κατά συγκατάβασι) ἐπιτρέπεται καί δέν ἐπιτιμᾶται.  Τώρα γράφεις ὅτι καί ἐπαινεῖται. Μά, πάτερ, κάτι πού ἐπαινεῖται καί βοηθᾶ τόσο τήν Ἐκκλησία θά πρέπει νά μήν ἀποτελῆ ἐξαίρεσι (ἐκλαμβανόμενο ὡς κατά συγκατάβασι ἀγαθό), ἀλλά ἀγαθή πράξη καί ἄρα νά εἶναι ἀντικείμενο προσπαθείας καί δι’ ἐκείνους πού δέν τό ἔχουν κατορθώσει.
Οἱ Ἅγιοι γιά παράδειγμα, ἐπαινοῦνται γιά τούς ἀγῶνες των, τήν ἁγιότητά των κλπ. καί συγχρόνως εἶναι πρότυπα πρός μίμησι καί ὁδηγοί τῶν Χριστιανῶν («Ἅγιοι γίνεσθαι...»). Δέν εἶναι ἐξαιρέσεις, πού ἐπιτρέπεται κάποιος εἰδικῆς κατηγορίας εὐαίσθητος ἄνθρωπος νά τίς ἔχη, ἤ νά τίς μιμῆται δυνητικά. Πάντως αὐτές τίς τρεῖς λέξεις τίς ὁποῖες μάλιστα ἔχεις ὑπογραμμίσει (ἐξαιρεῖ, ἐπιτρέπει καί ἐπαινεῖ) δέν μπορεῖς ἀπό ὅ,τι φαίνεται νά τίς ταιριάξης καί νά τίς φέρης σέ μία ὁμαλή συνάφεια, διότι τό ἐμπόδιο εἶναι προφανῶς ἡ ἴδια ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
Αὐτό πάλι πού ἀναφέρεις, ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι προκάλεσαν τήν συνοδική διευθέτησι τοῦ προβλήματος, ἐννοεῖς μήπως ὅτι, ἄν δέν ὑπῆρχαν αὐτοί, δέν θά διευθετεῖτο τό πρόβλημα τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου; Μά ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε καταλαβαίνει κανείς γιατί δέν διευθετεῖται σήμερα τό πρόβλημα τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου, τό πρόβλημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό πρόβλημα τοῦ συναγελασμοῦ σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς, τῆς ἀναγνωρίσεώς των ὡς Ἐκκλησίες κλπ. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια αὐτή ἡ γραμμή τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη γραμμὴ ποὺ βοηθᾶ στήν καταστολή τῆς αἱρέσεως καί δέν χρειάζεται κάποιος εἰδικός φωτισμός γιά νά τήν κατανοήσωμε, ἀλλά θεία δύναμις καί ἀγαθή προαίρεσις γιά νά τήν ἀκολουθήσωμε.
Στό ἴδιο σημεῖο πάλι ἀναφέρεις ὅτι, τά σχίσματα ἀπό τά ὁποῖα ἐρρύσθη ἡ Ἐκκλησία, θά προέκυπτον ἄν ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ἀφήνετο ἐλεύθερος νά συνεχίση τό ἔργο του. Δηλαδή ἐννοεῖς ὅτι θά εἴχαμε καί ἄλλες ἀποτειχίσεις, καί ἄρα σχίσματα, ἤ ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι θά ἔκαναν Συνόδους καί παρατάξεις κατά τόν τύπο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν; Προφανῶς (ἄν αὐτὰ ἐννοεῖς) δέν ἑρμηνεύεις σωστά τόν Κανόνα, διότι ὁ ἐν λόγῳ κανών ἐπαινεῖ τούς ἀποτειχισμένους καί δέν τούς θεωρεῖ ὅτι κάνουν σχίσμα.  Οὔτε  πάλι ὑπονοεῖ (ὅπως σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς σου ἀναφέρεις) τά Στουδιτικά σχίσματα, διότι αὐτά δέν ἔγιναν γιά θέματα πίστεως, ἀλλά γιά ἄλλα ἐκκλησιαστικά καί πνευματικά θέματα ἐπί ἁγ. Μεθοδίου. Οὔτε τότε εἴχαμε ἀποτειχίσεις τοῦ τύπου τῶν σημερινῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Ποῖα λοιπόν σχίσματα θά προέκυπταν ἄν ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος ἀφήνετο ἐλεύθερος νά συνεχίση τό ἔργο του; Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐννοήσωμε δύο τινά. Ἤ ὅτι ἐσύ, σύμφωνα μέ τά γραφόμενά σου, ἐννοεῖς σχίσμα τήν ἀποτείχισι, ἤ ὅτι ἐδῶ ἡ ἔννοια τοῦ Κανόνος εἶναι ἄλλη καί ἄν ἀφήνετο ἐλεύθερος ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος νά συνεχίση τό ἔργο του, ὅλο τό ποίμνιό του ἤ τό περισσότερο (μέ ἐξαίρεσι τούς ἀποτειχισμένους) θά ἐγίνετο βορά καί ἄγρα ἰδική του σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους καί εἰδικά τόν Μ. Φώτιο, πού τόν ὀνομάζει λύκο καί δηλητηριῶδες φίδι.
Θέλω ἐν κατακλεῖδι εἰς τό σημεῖο αὐτό πάτερ, νά σέ ἐρωτήσω τό ἑξῆς. Γιατί δίδεις τόση μεγάλη σημασία στό σχίσμα καί αὐτό προβάλλεις ὡς δικαιολογία σέ πολλά σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς σου διά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἐνῶ γιά τήν αἵρεσι, ἡ ὁποία κατά τούς Πατέρας σέ χωρίζει ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Θεό, δέν ἀναφέρεις τίποτε;
Μήπως θεωρεῖς ὅτι τό σχίσμα εἶναι μεγαλύτερο κακό ἀπό τήν αἵρεσι, ὁπότε πανικοβάλλεσαι καί μόνο στό ἄκουσμά του; Μήπως ἐπίσης θεωρεῖς ὅτι, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, κάθε ἀποτείχισις εἶναι σχίσμα καί, ὡς ἐκ τούτου, ἑκουσία ἔξοδος ἀπό τήν Ἐκκλησία; Μήπως θεωρεῖς τήν Ἐκκλησία Ἐπισκοποκεντρική, ὁπότε τήν ταυτίζεις μέ τίς ἰδέες, τίς «λόξες» καί τίς αἱρέσεις τοῦ Ἐπισκόπου; Ἤ μήπως τελικά δέν ἔχεις καταλάβει τί θά πεῖ σχίσμα (ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα), ὁπότε πρέπει νά ἀνατρέξης στό Πηδάλιο καί εἰδικά στόν πρῶτο Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου γιά νά διδαχθῆς ἀπό ἐκεῖ ὅτι τά σχίσματα δημιουργοῦνται καί προκαλοῦνται ὄχι γιά θέματα πίστεως, ἀλλά γιά ἄλλα διοικητικά καί πνευματικά ἰάσιμα ζητήματα;
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ὑπάρχει αἵρεσις πρέπει νά ξεχάσης τήν λέξι σχίσμα καί νά ἐνθυμῆσαι διαρκῶς τήν λέξι ἀποτείχισι καί ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ Πατέρες γιά τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. (Ἡ κακή πορεία τῆς ἀποτειχίσεως, εἶναι ἄλλη ὑπόθεσις).  Ὅταν θεραπευθῆ τό κακό τῆς αἱρέσεως καί οἱ ἀποτειχισμένοι ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ἀποκομμένοι ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς ὄντως Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, τότε καί μόνο τότε πρέπει νά ἐνθυμηθῆς τήν λέξι αὐτή καί νά ἀναφέρεσαι διαρκῶς εἰς αὐτό. Διότι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δίδεις τήν ἐντύπωσι ὅτι δέν θεωρεῖς τόν Οἰκουμενισμό ὡς αἵρεσι ἀλλά ἕνα ἀπό τά ὑπόλοιπα ἰάσιμα ζητήματα, σύμφωνα μέ τόν Μ. Βασίλειο, διά τά ὁποῖα οἱ ἀποτειχισμένοι δημιουργοῦν σχίσμα.
Αὐτό ἄλλωστε τό ἐπισημαίνει καί ὁ 13ος (ΙΓ΄) κανόνας τῆς ἰδίας Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί ἁγ. Φωτίου.  Ἀναφέρει εἰς τήν ἀρχή τά ἑξῆς:«Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ ὁ παμπόνηρος καταβαλών καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος τεμνομένας προρρίζους, ἐφ᾿ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν». Δηλαδη ὁ διάβολος μᾶς ροκανίζει (ἄν δέν μᾶς ἔχει ἤδη χωνέψει τελείως) διά τῆς αἱρέσεως καί ἐσύ κόπτεσαι γιά ἕνα ὑποθετικό μάλιστα σχίσμα καί ζητεῖς εἰδικό φωτισμό γιά τήν ἀποτείχισι, καί ἐπειδή προφανῶς δέν τόν ἔχεις, παραμένεις εἰς τό στόμα τοῦ λύκου.
Ἔχεις ὅμως τόν ἀπαιτούμενο φωτισμό (ἄν καί ὁμολογεῖς ὅτι δέν χρειάζεται κἄν) διά νά διαπιστώσης τίς ἰδικές μου πλάνες καί αἱρέσεις, ἀλλά φαίνεται δυσκολεύεσαι νά κατανοήσης αὐτές τοῦ πράσινου Πατριάρχου σου. Βλέπεις καθαρά, ὅπως ἀναφέρεις, τήν πορεία τήν ἰδική μου, τοῦ π. Σταύρου, τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κλπ., ἀλλά δέν ἔχεις τόν ἀπαιτούμενο φωτισμό νά διακρίνης τήν πορεία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τόν τελικό τους σκοπό· δέν διακρίνεις ἐπίσης τήν ἄμβλυνσι τοῦ κριτηρίου τῆς πίστεως τῶν Ὀρθοδόξων, εἰς τόν ὁποῖο συμβάλλουν τά μέγιστα οἱ ὑπέρμαχοι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, ἀλλά διακρίνεις καθαρά αὐτούς πού ἐκοιμήθησαν, ὅπως ἀναφέρεις, ἐκτός Ἐκκλησίας καί τούς ὁποίους ἀδυνατεῖς νά μνημονεύσης.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δίδεις τήν ἐντύπωσι ὅτι ἀδιαφορεῖς γιά τήν αἵρεσι καί γιά ὅσα εἶπαν οἱ Πατέρες δι’ αὐτήν καί προβάλλεις ὡς προπέτασμα καπνοῦ  τό σχίσμα, τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τόν εἰδικό φωτισμό διά τήν ἔξοδο ἐκ τοῦ στόματος τοῦ λύκου κλπ.
5) Εἰς τήν σελίδα (3) τῆς ἐπιστολῆς σου γράφεις τά ἑξῆς: «Ὁ ἔπαινος  αὐτός εἶναι μία ἀκόμη ἔνδειξις –πέραν τῆς σαφηνείας τῆς διατυπώσεως–  καὶ τοῦ δυνητικοῦ (καί ὄχι ὑποχρεωτικοῦ) χαρακτῆρος. Καθ’ ὅσον, ὡς γνωστόν, δὲν ἐπαινεῖται “ὁ ποιήσας πάντα τὰ διατεταγμένα”, ἀλλ’ εἶναι “ἀχρεῖος δοῦλος”, ἀλλὰ ὁ ποιήσας τὸ “ἐπὶ πλέον”. Καὶ αὐτὸ τὸ “ἐπὶ πλέον” ἐν προκειμένῳ δὲν ἐξαντλεῖται στὴν εὔκολη σχετικὰ μηχανικὴ ἀποτείχισι, παρὰ τὶς –δῆθεν ἤ ὄντως– κυρώσεις ποὺ ἐνδέχεται νὰ ὑποστοῦμε, ἀλλὰ κυρίως στὴν ἐπίτευξιν τῆς καθάρσεώς μας, ὥστε νὰ διαγνώσωμεν ἀπλανῶς –τουλάχιστον οἱ πρωτoστατοῦντες– τὸ ἐάν, τό πότε, τό πῶς καί τό ἐπί πόσον πρέπει νά ἀποτειχισθοῦμε· διότι μόνον τότε ἡ ἀποτείχισίς μας θὰ συντελέσει ὄντως στὸ νὰ ρυσθῇ σχισμάτων ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι στό νά ἐμπλησθῇ τοιούτων πρός αἰωνίαν καταδίκην μας».
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, Πάτερ, ὄντως δυσκολεύομαι νά συλλάβω καί κατανοήσω αὐτή τήν λογική, ἡ ὁποία τά περιέχει ὅλα, δηλαδή σοφιστεία, ὀρθολογισμό, ἀπόκρυψι τῆς ἀληθείας, στήριξι τῆς σοφιστείας σέ χωρίο ἁγιογραφικό, τό ὁποῖο ἀναφέρεται σέ ἄλλο θέμα, ὑποτίμησι τῆς ἀποτειχίσεως καί ἔξαρσι τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ ὕπνου, ἀνακάτεμα τῶν πνευματικῶν καταστάσεων (καθάρσεως, φωτισμοῦ καί διακρίσεως) καί βεβαίως, ὅλα αὐτά ἐπιστρατεύονται γιά νά στηριχθῆ, σάν μέ δεκανίκια, ἡ περίφημη δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
Κατ’ ἀρχάς τό χωρίον (Λουκᾶ 17, 10) πού χρησιμοποιεῖς καί ἐπικαλεῖσαι «περί τοῦ ἀχρείου δούλου» ἀναφέρεται στό πῶς πρέπει νά σκέπτεται καί νά αἰσθάνεται ὁ κάθε χριστιανός ὅταν κάνει ὁ,τιδήποτε, ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς πιό ἁπλῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς μέχρι καί αὐτό τό μαρτύριο. Δέν νομίζω νά εἶδες κάποιον ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας ἤ μάρτυρα ἤ ὅσιο καί ἀσκητή, ὁ ὁποῖος νά μήν ὁμολογῆ ὅτι εἶναι ἀχρεῖος δοῦλος. Διότι μέσα στά διετατεγμένα τά ὁποῖα ὀφείλει νά προσπαθῆ νά τηρήση καθημερινῶς ὁ κάθε πιστός εἶναι καί τό μαρτύριο, σύμφωνα μέ τα ἁγιογραφικά χωρία (Λουκᾶ 21, 12-14 καί Β΄ Τιμοθ. 3, 12).  Ἄρα λοιπόν ἡ ἐφαρμογή καί τήρησις οἱασδήποτε εὐαγγελικῆς ἐντολῆς καί οἱουδήποτε ἱεροῦ Κανόνος εἶναι στά διατεταγμένα καί ὄχι στό περίφημο «ἐπί πλέον», τό ὁποῖο ἐπεννόησες καί τό ὁποῖο προσπαθεῖς νά τό ταιριάξης καί συρράψης μέ τό «ἀχρεῖος  δοῦλος»!
Κατά δεύτερο δέ λόγο, τό ὅτι αἰσθάνεται κάποιος ταπεινά καί ὁ,τιδήποτε πράττει, ὁμολογεῖ συγχρόνως ἔργῳ καί λόγῳ ὅτι εἶναι ἀχρεῖος δοῦλος, δέν ἐμποδίζει τήν Ἐκκλησία καί τούς Ὀρθοδόξους νά τόν τιμήσουν καί ἐν ζωῇ καί μετά θάνατο. Διότι τότε θά ἀντιστρατεύετο μέ τήν τιμή αὐτή ἡ Ἐκκλησία στήν ἴδια τήν ἁγία Γραφή. Σύμφωνα ὅμως μέ τά χωρία (Παροιμ. 10, 7 καί Ψαλμ. 111, 6 καί ἀκόμη Α΄ Τιμοθ. 5, 17) ἡ τιμή αὐτή εἶναι ἐπιβεβλημένη, διότι ἔπραξαν κατ’ ἄνθρωπο πάντα τά διατεταγμένα. Ἄλλωστε καί ὁ κανόνας ἀναφέρει «...ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται».
Τί σχέσι ἔχει, λοιπόν, τό πῶς αἰσθάνεται ὁ καθένας ἐν σχέσει μέ αὐτά πού πράττει, μέ τό τί θά πράξουν οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἡ Ἐκκλησία;  Αὐτός δηλαδή θά αἰσθάνεται ἀχρεῖος δοῦλος καί ἡ Ἐκκλησία θά τόν τιμήση ὄχι μόνον διότι χωρίστηκε ἀπό τούς ψευδεπισκόπους, ὄχι μόνον ἐπειδή τήν ἐλύτρωσε διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τό σχίσμα, ἀλλά καί ἐπί πλέον διότι αἰσθάνεται (ὄντως) ὅτι εἶναι ἀχρεῖος δοῦλος.  Εἶναι τό ἴδιο δηλαδή, μέ τό ὅτι ἐμεῖς λέγομε ὅτι εἴμεθα δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί ὁ Χριστός μᾶς ὀνομάζει ἀδελφούς Του. Ἄρα λοιπόν εἶναι προφανῶς λάθος καί διαστροφή τῆς ἀληθείας αὐτό πού ἀναφέρεις: «Καθ’ ὅσον δέν ἐπαινεῖται “ὁ ποιήσας πάντα τά διατεταγμένα” ἀλλ’ εἶναι “ἀχρεῖος δοῦλος”...». Ἡ ἀπομάκρυνσις ἄλλωστε ἀπό τούς αἱρετικούς εἶναι διατεταγμένο καί μάλιστα ἀναγκαῖο γιά τήν σωτηρία μας καί δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τό σοφιστικό «ἐπί πλέον».
Ἐν συνεχείᾳ καί ἐπιμένοντας εἰς αὐτό «τό ἐπί πλέον», σάν  σέ σανίδα σωτηρίας τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Καί αὐτό τό “ἐπὶ πλέον” ἐν προκειμένῳ δὲν ἐξαντλεῖται στὴν εὔκολη σχετικὰ μηχανικὴ ἀποτείχισι, παρὰ τὶς –δῆθεν ἤ ὄντως– κυρώσεις ποὺ ἐνδέχεται νὰ ὑποστοῦμε...». Ἡ ἀποτείχισις εἶναι λοιπόν, σύμφωνα  μέ τήν ἐκτίμησί σου, σχετικά εὔκολη καί μηχανική. Θά συμφωνοῦσα μέ τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι εὔκολη, μόνον ἐάν δέν ἐφαίνετο εἰς τά γραφόμενά σου τό πνεῦμα τῆς ὑποτιμήσεως καί περιθωριοποιήσεως αὐτῆς, εἰς βάρος μάλιστα τῆς παντί τῷ τρόπῳ στηρίξεως τῆς δυνητικῆς καί ἐφησυχαστικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος.
Αὐτό φαίνεται, πάτερ, ἀπό τό ὅτι ἐκτός ἀπό εὔκολη τήν ὀνομάζεις καί μηχανική. Καί εὔκολη μέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι, ἐπειδή ὅταν ὑπάρχει ἀγάπη καί πίστις εἰς τόν Θεό καί προσέτι ἀγαθή προαίρεσις, ὅλα εἶναι εὔκολα συνεργούσης τῆς Θείας Χάριτος. Ὅταν ὅμως τήν ὀνομάζεις «μηχανική», τί ἐννοεῖς; Ὅτι ὁ ἀποτειχιζόμενος ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἐνεργεῖ ἄβουλα σάν μηχανή, σάν ρομπότ, χωρίς καρδιακή συμμετοχή, χωρίς σύνεσι καί περίσκεψι, χωρίς νά γνωρίζη τά ὅρια στά ὁποῖα πρέπει νά κινηθῆ; Καί ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε οἱ ἐφησυχάζοντες καί ἀκολουθοῦντες τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο κάνουν ἄραγε κάτι δύσκολο καί ὄχι μηχανικό; Καί ἀναμένουν τόν θεῖο φωτισμό γιά νά ἰδοῦν τί θά κάνουν;
Ἔπειτα αὐτό πού ἀναφέρεις «παρά τίς δῆθεν ἤ ὄντως κυρώσεις πού ἐνδέχεται νά ὑποστοῦμε», τί σημαίνει; Ἐπειδή τό «δῆθεν» καί τό «ὄντως» εἶναι μεταξύ των ἀντιφατικά καί προφανῶς τό «δῆθεν» τό ἐτοποθέτησες διά νά μειώσης τήν θέσι τοῦ «ὄντως». Δέν γνωρίζω ἄν, ἐσύ πάτερ, γνωρίζης κάποιες περιπτώσεις ἀποτειχίσεως στίς ὁποῖες ὁ ἀποτειχιζόμενος δέν ὑπέστη πάσης φύσεως κυρώσεις. Καί ἀπό τήν πολιτική, δηλαδή, καί θρησκευτική ἐξουσία καί ἀπό τήν ἴδια τήν φύσι τῆς ἀποτειχίσεως, κατά τήν ὁποία ἐπιλέγεις ἕνα δρόμο δύσβατο, κατηγορημένο σήμερα καί ἀπό τούς ἰδίους τούς Ὀρθοδόξους καί, ἐπί πλέον, ἕνα δρόμο εἰς τόν ὁποῖο ὄντως δύνασαι νά ξεφύγης εἴτε δεξιά, εἴτε ἀριστερά. Πάντως ὡς ἁγιορείτης μοναχός δέν πρέπει νά σοῦ διαφεύγουν οἱ κυρώσεις πού ὑφίστανται σήμερα οἱ ἁγιορεῖτες, οἱ ὁποῖοι διακόπτουν τήν μνημόνευσι τοῦ Πατριάρχου. 
Μοῦ ἔλεγε κάποιος ἁγιορείτης προσφάτως, ὅτι τά μοναστήρια σήμερα ὄχι μόνο δέν δίδουν κελιά εἰς οἱονδήποτε  δέν δηλώσει ἐκ τῶν προτέρων ὅτι θά μνημονεύη ἐσαεί τόν Πατριάρχη, ἀλλά καί σ’ αὐτά τά κελιά πού ὑπάρχουν, ἤδη, γέροντες μή μνημονεύοντες, δέν γράφουν νέους μοναχούς, ὄχι μόνον ἄν πάη κάποιος μοναχός ἀπό ἀλλοῦ, ἀλλά οὔτε δοκίμους. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον συμβαίνει, ὅσοι γέροντες εἶναι μόνοι καί ἀσθενεῖς, νά  ἀναγκάζονται νά ἐγκαταλείπουν τό Ὄρος καί τήν μετάνοιά των καί νά γηροκομοῦνται στόν κόσμο σέ σπίτια ἤ ἱδρύματα. Καί ὅλα αὐτά γίνονται προφανῶς μέ τίς εὐλογίες τοῦ πράσινου Πατριάρχου, τοῦ σωτῆρος τῶν θαλασσῶν καί τῶν  βιοτόπων, τοῦ εἰρηνοποιοῦ καί φιλιάζοντος μετά τοῦ Πάπα καί τοῦ Π.Σ.Ε. καί συγχρόνως σφοδροῦ διώκτου ὅσων δέν ἀναγνωρίζουν τήν αὐθεντία του.
Καί ἐσύ τώρα, πάτερ, φλυαρεῖς περί «δῆθεν ἤ ὄντως κυρώσεων», ἐνῶ συγχρόνως βιώνεις τόν ξεπεσμό αὐτόν τῶν πατέρων, τήν κατά κράτος ὑποταγή των στόν αἱρετικό Πατριάρχη καί τόν ἀδελφικό ἀλληλοσπαραγμό τῶν ἰσχυροτέρων ἐπί τῶν ἀδυνάτων.
Κατωτέρω ἀφηγούμενος τίς νεφελώδεις θεωρίες σου ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «...ἀλλὰ κυρίως στὴν ἐπίτευξιν τῆς καθάρσεώς μας, ὥστε νὰ διαγνώσωμεν ἀπλανῶς –τουλάχιστον οἱ πρωτoστατοῦντες– τὸ ἐάν, τό πότε, τό πῶς καί τό ἐπί πόσον πρέπει νά ἀποτειχισθοῦμε». Δηλαδή πάτερ, διά νά διαγνώσωμε ἀπλανῶς τό ἐάν, τό πότε, τό πῶς καί τό ἐπί πόσο πρέπει νά ἀποτειχισθοῦμε χρειάζεται κάθαρσις, θεῖος φωτισμός καί διάκρισις. Ἐνῶ γιά νά παραμείνωμε ἐνσωματωμένοι μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, δηλαδή κατά τόν Μ. Φώτιο μέ τόν λύκο, προφανῶς  δέν χρειάζεται  τίποτε.
Ἄν ὅμως δέν ἔχωμε τόν θεῖο φωτισμό καί τήν διάκρισι θά πρέπει κανονικά, πρός ἀσφάλειά μας, νά κάνωμε αὐτό πού ἐπιτάσσει ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ ἱεροί Κανόνες καί ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων. Αὐτό τό συνοψίζει θαυμάσια στό τέλος τῆς ὁμολογίας του ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ὡς ἑξῆς: «Καί τί δεῖ πολλά λέγειν; Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί φεύγειν τούςἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Τόμ. Α΄, σελ. 424).
Πρόσεξε καί ἐδῶ πάτερ, ὅτι ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά ἑτερόφρονες καί ὄχι γιά καταδικασμένους ἀπό Σύνοδο, ὅπως ἦταν τέτοιοι στήν ἐποχή του οἱ Λατινόφρονες ἑνωτικοί. Ἐπί πλέον δέ, δέν θά πρέπει γιά τό θέμα αὐτό οὐδόλως νά προβληματιζώμεθα, ἐπειδή δέν ἔχομε τόν θεῖο φωτισμό καί τήν διάκρισι, διότι τό ἐάν, τό πότε, τό πῶς καί τό ἐπί πόσο πρέπει νά ἀποτειχισθοῦμε μᾶς τά καθορίζουν ἐπακριβῶς οἱ Πατέρες.
Γιά μέν τό «ἐάν» μᾶς εἶπαν ὅτι ἀποτειχιζόμεθα ἐάν ὑπάρχει αἵρεσις. Για τό «πότε» μᾶς ἐδίδαξαν ὅτι ἀποτειχιζόμεθα ὅταν αὐτή κηρύσσεται δημοσίως ἐπ’ Ἐκκλησίας καί συνοδικῶς. Γιά τό «πῶς» μᾶς καθοδήγησαν ὅτι ἀποτειχιζόμεθα διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί τῆς ἐν γένει ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπό τόν Ἐπίσκοπο στόν ὁποῖο ἡ ἐκκλησιαστική ἐπαρχία ὑπάγεται. Γιά δέ τό «ἐπί πόσον» μᾶς ὁριοθέτησαν τόν χρόνο κατά τόν ὁποῖο ἐπικρατεῖ ἡ αἵρεσις καί δέν ἔχει καταδικασθῆ δι’ ὀρθοδόξου Συνόδου.
Ὡς ἐκ τούτου νομίζω ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἀντικείμενα θείου φωτισμοῦ καί διακρίσεως, ἀλλά ἀγαθῆς προαιρέσεως καί διαθέσεως θυσίας, προκειμένου νά σηκώσωμε εἰς αὐτό τό σημεῖο τόν σταυρό τοῦ Κυρίου. Ἐκτός καί ἐάν ἀνήκωμε στήν κατηγορία ἐκείνων γιά τούς ὁποίους εἰπώθηκε ὅτι «ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει».
6) Ἐν συνεχείᾳ στήν σελίδα (3) σέ νέα παράγραφο, ἀναφέρεις τά ἑξῆς:«Ἡ ἔλλειψις αὐτοῦ τοῦ “ἐπὶ πλέον” εἶναι αὐτό πού μᾶς φοβίζει καί μᾶς φρενάρει –ἀλλά καί μᾶς κάνει νά αἰσθανώμεθα ἔνοχοι– καί ὄχι ὁ δῆθεν φόβος τῶν κυρώσεων...». Ἔνοχοι, γιατί πάτερ, αἰσθάνεσθε; Ἐπειδή δέν ἔχετε αὐτό τό «ἐπί πλέον», δηλαδή τόν θεῖο φωτισμό καί τήν διάκρισι; Μά αὐτό εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ ὡς χάρις καί θά πρέπει νά ἐκλάβωμε ὅτι πρέπει νά αἰσθάνεται ἔνοχος ὁ Θεός πού δέν σᾶς τήν στέλνει, (ἐφ’ ὅσον δηλαδή ἐσεῖς ἔχετε ἀγαθή προαίρεσι καί φυσικά ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀποτειχίσεως) προκειμένου νά βγῆτε ἀπό τό στόμα τοῦ λύκου; Ὅμως νομίζω, ὁ θεῖος φωτισμός δέν ἔρχεται ὅταν γνωρίζης τί πρέπει νά πράξης καί δέν τό πράττεις, ἀλλά ὅταν θέλης νά πράξης καί δέν γνωρίζης.
Ἐπί παραδείγματι, ὁ Θεός ἔστειλε τόν ἀπόστολο Φίλιππο στόν εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης γιά νά τόν διδάξη, ἐπειδή αὐτός εἶχε τήν διάθεσι, ἀλλά δέν ἐγνώριζε τόν πνευματικό δρόμο πού ἔπρεπε νά ἀκολουθήση (Πράξ. 8, 26). Στόν Παῦλο ἐπίσης ὁ Θεός δι’ ὑπερφυσικοῦ σημείου τοῦ ἔδειξε τήν ἀληθινή ὁδό, ἐπειδή καί αὐτός ἦτο πλήρης ἀγαθῆς προαιρέσεως, ἀλλά ἀκολουθοῦσε λάθος δρόμο. Ὅταν ὅμως, γνωρίζομε καί δέν πράττομε, καί μάλιστα σέ τόσο σοβαρά θέματα πίστεως, νομίζω ὅτι ἐδῶ δέν εἶναι θέμα φωτισμοῦ, ἀλλά ἰσχύει αὐτό πού εἶπε ὁ Ἀβραάμ πρός τόν πλούσιο στόν Ἄδη, ὅταν αὐτός φλογιζόμενος τόν παρεκάλεσε νά στείλη τόν Λάζαρο νά ἀναγγείλη στούς πέντε ἀδελφούς του τί πρέπει νά πράξουν. Τοῦ ἀπήντησε δέ ὁ Ἀβραάμ ὅτι «ἔχουσι Μωϋσέα καί τούς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν» (Λουκ. 16, 29). Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, γνωρίζουν τόν δρόμο καί δέν τόν ἀκολουθοῦν. Διότι ἄν δέν ἐγνώριζαν καί εἶχαν ἀγαθή προαίρεσι, ἀσφαλῶς θά τούς ἐφώτιζε ὁ Θεός.
7) Στήν ἴδια παράγραφο λίγο κατωτέρω ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Καί ἀναμφίβολα εἶναι πλάνη –καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη, ἄν οὔτε κἄν τό ὑποψιαζώμαστε– τό νά θεωροῦμε ὅλη τήν Ἐκκλησίαν αἱρετική καί μολυσμένην ”θολήν καί βρώμικη”(!), καί τά μυστήριά της ”μάταια καί ἐπιβλαβῆ”!!! (Ὁ π. Ἐπιφάνιος αὐτό τό χαρακτήριζεν ἀπερίφραστα ὡς αἵρεσιν καί ὄχι ὡς ἁπλοῦν σχίσμα)».
Ποῖος ἄραγε σέ ἐπληροφόρησε ὅτι ἐγώ θεωρῶ ὅλη τήν Ἐκκλησία“αἱρετική καί μολυσμένη”, “θολή καί βρώμικη” καί τά μυστήριά της “μάταια καί ἐπιβλαβῆ”; Ἐγώ, γιά νά γνωρίζης ἀπό πρῶτο χέρι, θεωρῶ ὅτι δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ Βαρθολομαῖος, ὁ Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας καί ὅσοι ἄλλοι ἐνσυνείδητα ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὅσοι ἐπίσης ἐνσυνείδητα ἀνήκουν στό Π.Σ.Ε. καί ἐπί πλέον, ὅσοι ἐνσυνείδητα μνημονεύουν αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Αὐτά τουλάχιστον διδάσκουν οἱ Πατέρες.
Ἄν τώρα ἐσύ πάτερ, ὅλους αὐτούς τούς θεωρεῖς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τότε σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη ἡ Ἐκκλησία αὐτή δέν εἶναι κατά τόν Παῦλο ἄσπιλος καί ἀμώμητος, ἀλλά ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη. Τά μυστήρια δέ, πού τελοῦν ὅλοι αὐτοί πού προανέφερα, τά θεωρῶ κατ’ οἰκονομίαν ἔγκυρα χάριν τοῦ λαοῦ, μέ μόνη διαφορά ὅτι αὐτά ἐνεργοῦν ἀρνητικά στούς ἔχοντας γνῶσι γιά τήν αἵρεσι πού ἀκολουθοῦν, καί εὐεργετικά στά νήπια καί στούς ἔχοντας ἄγνοια, ἀλλά πού ἔχουν ἀγαθή προαίρεσι.
Στό σημεῖο αὐτό ἄν ἔχης κάτι νά ἀναφέρης σέ παρακαλῶ νά τό κάνης, ἀρκεῖ νά εἶναι πατερικῶς καί ἁγιογραφικῶς κατοχυρωμένο καί ὄχι ἀμάρτυρο καί ἀστήρικτο.
Ἐγώ ὅμως ἀπορῶ, πῶς ἐσύ στηριζόμενος στόν π. Ἐπιφάνιο χαρακτηρίζεις αἱρετικό κάποιον ὁ ὁποῖος ἔχει μία πεπλανημένη ἰδέα γιά τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήρια καί μάλιστα γιά τό ποῦ εὑρίσκονται αὐτά ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί ἀπό τήν ἄλλη τόν Πατριάρχη ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει τά μυστήρια τῶν Παπικῶν, Μονοφυσιτῶν, Προτεσταντῶν–Λουθηρανῶν, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό Π.Σ.Ε. καί καυχᾶται δι’ αὐτό, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τό κοράνιο ἅγιο, τούς Ἁγίους πού ἐπροκάλεσαν τό σχίσμα θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, πού πιστεύει στήν λεγομένη βαπτισματική θεολογία καί τόσα ἄλλα τόν θεωρεῖς κανονικό Ἐπίσκοπο καί Πατριάρχη, τόν μνημονεύεις, τόν ἔχεις εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ κλπ.
8) Στήν σελίδα (3) ἐπίσης ἀκροτελεύτεια γράφεις τά ἑξῆς: «Τούς  φόβους μας δέν τούς ἐνισχύει μόνον ἡ οἰκτρά κατάληξις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀλλά καί ἡ κατάληξις εὐλαβέστατων Πατέρων, πού ἐνῶ μᾶς στήριζαν στήν ἀρχήν τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς, τώρα διστάζουμε νά τούς μνημονεύσωμε στήν Θείαν Λειτουργιαν, διότι ἐκοιμήθησαν ἐκτός Ἐκκλησίας! Ἀλλά καί, προσφάτως, ἡ κατάληξις τοῦ εὐλαβοῦς (κατά τίς πληροφορίες μας)  πάπα-Σταύρου (στή Λαμία)...».
Δηλαδή, πάτερ πάτερ,  ὅσοι ἐκοιμήθησαν ἀποτειχισμένοι ἐκοιμήθησαν ἐκτός Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὅσοι εἶναι ἐντειχισμένοι καί ἐνσωματωμένοι μέ τόν Πατριάρχη καί τούς Οἰκουμενιστάς Ἐπισκόπους εἶναι ἐντός Ἐκκλησίας. Καί ἐπιπροσθέτως, ὅλους αὐτούς, ὅπως ὁμολογεῖς, διστάζεις νά τούς μνημονεύσης, ἐνῶ τόν Πατριάρχη τόν μνημονεύεις ἄνετα, τουλάχιστον μέχρις ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἄνωθεν φωτισμοῦ.
Εἰς αὐτά δέν θέλω  νά ἐπεκταθῶ κρίνοντάς τα, ἐπειδή ἀποτελοῦν προσωπικά σου θέματα καί τοποθετήσεις, πλήν ὅμως δέν μπορῶ νά ἀποσιωπήσω τήν φανερή κλίση σου ὑπέρ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ἀθώωσι καί ἀναγνώρισι τῶν προστατῶν καί προαγωγῶν τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, τήν σύγχυσι γιά τούς ἐντός καί ἐκτός Ἐκκλησίας καί τήν σταθερή σου τοποθέτησι καί ταύτησι μέ τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς.
Κατωτέρω θά ἀσχοληθῶ μέ ὅσο τό δυνατόν λιγότερες ἐπισημάνσεις εἰς αὐτά πού γράφεις ἀναφερόμενος εἰς τά ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ βιβλίου πού ἐξέδωσα.
9) Καί πρῶτα γιά τό θέμα πού θίγεις εἰς τήν σελίδα (6) τῆς ἐπιστολῆς σου ἀναφορικά μέ τήν ἐπί ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀποτείχισι ἀπό τόν διάδοχό του Ἀρσάκιο.  Γράφεις τά ἑξῆς: «Τέλος, εἰδικῶς μέ τήν “ἀντίφασιν” τοῦ Ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου, πού δίδει λαβήν νά ἑρμηνευθῆ ὡς ἰδιοτέλεια τοῦ Ἁγίου(!), ὤφειλε ὁ π. Ε. νά μήν ἀποσιωπήσῃ ὅτι ἀρχικῶς ὁ πατήρ εἶχε δώσει ἐντολήν νά κοινωνήσουν μέ τόν μοιχεπιβάτην διάδοχόν του –ἐφ’ ὅσον δὲν ἐπρόκειτο γιά θέμα πίστεως (συμφώνως ἄλλωστε μέ τήν ἀμέσως προηγουμένως ἐκτεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ π. Ε.  διδασκαλίαν του)–· συνέστησε μόνον νά μήν ὑπογράψουν τήν ἄδικον καί συκοφαντικήν και κυρίως ἀντικανονικήν καταδίκην του. Ὅμως μεταγενεστέρως, βλέποντας τήν τυρρανικήν καί μή ἔχουσαν κἄν προσωπεῖον ἐκκλησιαστικόν συμπεριφορά τῶν διωκτῶν του πρός τούς ἀφοσιωμένους εἰς αὐτόν, ἐμακάρισε τούς μή κοινωνήσαντας καί τούς παρηγόρησε διά τά μαρτυρικά παθήματά τους».
 Ἐδῶ νομίζω πάτερ, θέλεις νά παρουσιάσης τόν ἅγιο, ἄλλα νά λέγη καί ἄλλα νά πράττη. Δηλαδή νά δίδη, ὅπως ἀναφέρεις, ἐντολή στούς κληρικούς νά μήν ἀποτειχισθοῦν καί τελικά νά κατατάσση μέ τούς Ἁγίους καί ὁμολογητάς τούς ἀποτειχισμένους. Ἐγώ παρουσίασα τήν τελική κρίσι τοῦ ἁγίου γιά τούς ἀποτειχισθέντας ἀπό τόν μοιχεπιβάτη διάδοχό του Ἀρσάκιο, ἐπειδή αὐτή ἀποδεικνύει καί τήν ἔννοια τῆς πρώτης συμβουλῆς του. Διότι ἄν ἐπρόκειτο, ὅπως ἀναφέρεις, δι’ ἐντολή τοῦ ἁγίου νά μήν ἀποτειχισθοῦν οἱ κληρικοί, μετά τήν ἀποτείχισι καί τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν ἐξ αὐτῆς, θά ἔπρεπε νά τούς σωφρονίση, νά τούς καταστήση γνωστό ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς των ὑπέστησαν αὐτήν τήν ταλαιπωρία, νά τούς ὑπενθυμίση ὅτι ἔχουν κάνει σχίσμα καί ὡς ἐκ τούτου εὑρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας, καί ὅτι, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία του, οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν συγχωρεῖ τό σχίσμα, νά τούς ὑποδείξη ὅτι ἔπεσαν στό βαρύ πάθος τῆς προσωποληψίας καί βεβαίως θά ἔπρεπε, πέραν ὅλων αὐτῶν, νά τούς ὑποδείξη καί τήν ὁδό τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς των εἰς τήν Ἐκκλησία.
Τώρα ὅμως, μετά τήν ἀποτείχισι καί τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν χάριν αὐτῆς, ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγιος τούς συγκαταριθμῆ μέ τούς ὁμολογητάς καί μάρτυρας, αὐτό σημαίνει (σύμφωνα μέ τά γραφόμενά σου) ὅτι δέν τούς ἐπαρηγόρησε, ὅπως ἀναφέρεις, ἀλλά τούς ἐπλάνησε. Διότι,  τί παρηγορία εἶναι νά μήν λέγης τήν ἀλήθεια σέ κάποιον, ἀλλά νά τόν κάνης νά τρέφη αὐταπάτες καί μάλιστα σέ τόσο σοβαρά θέματα πού ἅπτονται τῆς ἰδίας τῆς σωτηρίας του;
Ἀπό ὅλα αὐτά λοιπόν, ἄλλη φαίνεται νά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς συμβουλῆς (καί ὄχι, ὅπως ἀναφέρεις, ἐντολῆς) τοῦ ἁγίου πρός τούς κληρικούς του. Δηλαδή, ἐφ’ ὅσον ἐπρόκειτο γιά τόν ἑαυτόν του δέν ἦτο δυνατόν νά ζητήση καμμία θυσία ἐκ μέρους τῶν Ἐπισκόπων καί κληρικῶν του. Αὐτό θά ἦτο ἐγωϊστικό ἐκ μέρους του, νά ἔλεγε δηλαδή, ὅτι τό δίκαιο εἶναι νά παραμείνετε πιστοί σέ ἐμένα, νά ἀποτειχισθῆτε ἀπό τόν μοιχεπιβάτη κλπ.  Ὅταν ὅμως, αὐτό πού δέν τούς τό ἐζήτησε, αὐτοί τό ἔπραξαν, τότε ἀπεκάλυψε ὅλη τήν διάθεσί του καί κατέταξε τούς πράξαντας τοιουτοτρόπως μεταξύ τῶν Ἁγίων.
Ἄς ἰδοῦμε ὅμως, αὐτά τά ἴδια τά κείμενα διά νά διαπιστώσωμε ἄν ἐπρόκειτο διά ἐντολῆς ἤ συμβουλῆς τοῦ ἁγίου: «Μετά τούτους τοὺς λόγους λέγει Εὐλύσιος ὁ Ἀπαμείας τῆς Βιθυνίας· "Ἐπάναγκες ἡμᾶς ἐστι κατέχοντας τὰς ἐκκλησίας ἀναγκασθῆναι καὶ κοινωνῆσαι καὶ ὑπογράψαι". Ἔφη ὁ ἅγιος Ἰωάννης· "Κοινωνήσατε μέν, ἵνα μὴ σχίσητε τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ὑπογράψητε δέ· οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδα ἄξιον καθαιρέσεως ἐννοήσας"» (ΕΠΕ 1, 126,13).
Λίγο πρίν, στήν ἴδια τελευταία σύναξι τῶν Ἐπισκόπων ὁ ἅγιος εἶχε ἀναφέρει «Εὔξασθε, ἀδελφοί, καί, εἰ φιλεῖτε τὸν Χριστόν, ἐμοῦ ἕνεκεν μή τις ἀπολείπῃ τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν» (ΕΠΕ 1, 124,12). Λίγο ἐπίσης ἀργότερα στίς διακόνισσες εἶπε τά ἑξῆς: «Τοῦτο δέ ἐστιν ὅ παρακαλῶ· μή τις ὑμῶν ἀνακοπῇ τῆς συνήθους εὐνοίας τῆς περί τήν ἐκκλησίαν. Καί ὅς ἄν ἄκων ἀχθῇ ἐπί τήν χειροτονίαν, μή ἀμβιτεύσας τό πρᾶγμα, κατά συναίνεσιν τῶν πάντων, κλίνατε τήν κεφαλήν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ (οὐ δύναται γάρ ἡ ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι), καί οὕτως ἐλεηθῆτε. Μέμνησθέ μου ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑμῶν» (ΕΠΕ 1, 148,34).
Στό δεύτερο λοιπόν ἀπό τά παρατιθέμενα κείμενα, τό ὁποῖο εἶναι καί πρῶτο χρονικά, ὁ ἅγιος φαίνεται καθαρά ὅτι ὄχι μόνο δέν δίδει ἐντολή, ἀλλά κυριολεκτικά παρακαλεῖ τούς Ἐπισκόπους νά μήν ἀφήσουν πρός χάριν του τίς ἐπισκοπές των. Ἡ ἔκφρασις «ἐμοῦ ἕνεκεν» δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι κατά μίμησι τοῦ Χριστοῦ (Ἰωαν. 18, 8-9) δέν θέλει κάποιος νά πάθη κάτι δι’ αὐτόν, οὔτε νά χάσουν οἱ ἐπισκοπές τούς ποιμένες των. Στήν ἀπορία δέ τοῦ Ἐπισκόπου ὅτι παραμένοντας στίς ἐπισκοπές θά ἔχουν ἀναγκαστικά ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς πού τόν καθήρεσαν καί, προσέτι, θά ἀναγκασθοῦν νά ὑπογράψουν συμφωνοῦντες εἰς τήν καθαίρεσί του, ὁ ἅγιος τούς συμβουλεύει νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά, ἀλλά νά μήν ὑπογράψουν. Ἡ τελική του ἔκφρασις, «οὐδέν γάρ ἑμαυτόν σύνοιδα ἄξιον καθαιρέσεως ἐννοήσας», δείχνει ὅτι προσπαθεῖ νά δικαιολογήση αὐτή του τή στάσι καί ὡς ἐκ τούτου διαλέγεται μέ τούς Ἐπισκόπους καί ὑποδεικνύει τά ὅρια τῆς οἰκονομίας.
Στό τρίτο δέ κείμενο, τό ὁποῖο ἀναφέρεται πρός τίς διακόνισσες, ἔχει καί τήν ἴδια τήν λέξι τῆς παρακλήσεως: «Τοῦτο δέ ἐστιν ὅ παρακαλῶ». Ὅλοι αὐτοί ὅμως τούς ὁποίους παρακαλοῦσε καί συμβούλευε νά μήν ἀποτειχισθοῦν ἔκαναν τό ἀντίθετο. Μήπως, πάτερ, ἦταν τόσο ἀπείθαρχοι ἤ φανατισμένοι ἤ προσωπολῆπτες; Καί πῶς, λοιπόν, ὁ ἅγιος γιά χάρι του ἐδέχθη νά γίνη ἕνα σχίσμα, μία παγκόσμιος ἀναστάτωσις, ἄν αὐτή δέν ἦτο σύμφωνος μέ τούς ἱερούς Κανόνας καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας; Καί μάλιστα νά τούς ἀνεβάση ὅλους αὐτούς τούς ἀπείθαρχους καί ἀνυπάκουους, κατά τό δή λεγόμενο, ἕως τρίτου οὐρανοῦ;
Ὅπως λοιπόν παρουσιάζεις τόν ἅγιο, ὄχι μόνον ἅγιος δέν εἶναι, ἀλλά εἶναι προσωπολήπτης καί καιροσκόπος. Ἄν ὅμως ἀκολουθήσωμε τήν σκέψι ὅτι ὁ ἅγιος, κατά μίμησι τοῦ Χριστοῦ, δέν ἐζήτησε, οὔτε ἠθέλησε νά πάθη κάποιος κάτι δι’ αὐτόν καί δι’ αὐτό ἐσυμβούλευσε νά μήν ἀποτειχισθοῦν, συγχρόνως δέ, ὅταν εἶδε τόν βαθμό τῆς θυσίας των, ὅτι δηλαδή ἐξ αἰτίας τῆς δικαιοσύνης οἱ Ἐπίσκοποι ἀποτειχίσθηκαν καί ἐθυσίασαν τούς θρόνους των καί τούς ἑαυτούς των, πάλι ἐπιβραβεύει τήν στάσι των καί τούς κατατάσσει μεταξύ τῶν Ἁγίων, τότε καταλαβαίνουμε καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἰωάννη, καὶ τὴν ἁγιότητα τῶν μαθητῶν του, καὶ τὸ ποιά ἦταν ἡ στάσι του ὡς πρὸς τὴν ἀποτείχισι. Τήν παράδοσι αὐτή συνοπτικά τήν παρουσιάζει καί ὁ ἅγ. Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ἐξηγώντας τήν στάσι τοῦ καθενός πρός τόν πνευματικό του πατέρα. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς:«Κἄν σταυρούμενον ἴδης αὐτόν ὡς κακοῦργον καί παρά κακούργων ἀνθρώπων πάσχοντα, εἰ δυνατόν συναπόθανον· εἰ δέ μή, μή προστεθῇς τοῖς κακοῖς ὡς κακός καί προδότης, μηδέ κοινωνήσῃς μετ’ αὐτῶν ἀθώου αἵματος, ἀλλ’ ὡς δειλός καί μικρόψυχος βραχύ τι τόν ποιμένα καταλιπών, τήν εἰς αὐτόν πίστιν φύλαξον» (ΕΠΕ Φιλοκ. τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν τόμ. 19Δ΄ σελ. 230).
Ἡ θαυμασία ἔκφρασις  τοῦ ἁγίου «μή προστεθεῖς τοῖς κακοῖς ὡς κακός καί προδότης, μηδέ κοινωνήσῃς μετ’ αὐτῶν ἀθώου αἵματος» νομίζω θά πρέπει νά σέ προβληματίση γιά τό πῶς ἐκκλησιαστικά προστιθέμεθα στούς κακούς καί πῶς κοινωνοῦμε μετ’ αὐτῶν ἀθώου αἵματος.
     Δέν πρέπει νά λησμονήσωμε νά ἀναφέρωμε (πρίν κλείσομε τήν ἀναφορά μας εἰς αὐτήν τήν ἀποτείχισι ἐπί ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου) καί τό τί ἐκατώρθωσαν αὐτοί οἱ ἀποτειχισμένοι, τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρεις, ἁπλῶς ἐπαρηγόρησε καί δέν ἐπιβράβευσε ὁ ἅγιος. Αὐτοί λοιπόν οἱ ἀποτειχισμένοι, ἦταν ἡ βασική καί πρώτη αἰτία γιά τήν ἀναγνώρισι τοῦ Χρυσοστόμου ὡς ἁγίου, γιά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του καί γιά τήν ἀναγνώρισί του ὡς Οἰκουμενικοῦ διδασκάλου. Αὐτοί ἦταν καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν ἐγκατέλειψαν εἰς τόν σταυρό του καί δέν τόν ἐπρόδωσαν, σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Συμεών τόν νέο Θεολόγο. Τώρα, ἄν ἐσύ διδάσκης ὅτι ἔπρεπε νά μήν ἀποτειχισθοῦν, εἶναι σάν νά λές ὅτι ἔπρεπε νά τά εὕρουν, κατά τό δή λεγόμενο, μέ τούς σταυρωτές καί δημίους τοῦ ἁγίου, γιά νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη εἰς τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως θά ἐπιβράβευε καί θά ἀποθέωνε τά ἀνθρώπινα πάθη.
Ἐπί πατριαρχίας λοιπόν τοῦ δευτέρου μοιχεπιβάτου, τοῦ Ἀττικοῦ (ἐχειροτονήθη καί αὐτός ζῶντος τοῦ ἁγίου, διότι ὁ Ἀρσάκιος ἀπέθανε σύντομα), ἔχουμε μία ἀλληλογραφία αὐτοῦ μέ τόν διάδοχο τοῦ Θεοφίλου στήν Ἀλεξάνδρεια, τόν ἅγ. Κύριλλο, πού ἦτο κατ’ ἀρχάς ἐχθρός καί πολέμιος τοῦ Χρυσοστόμου ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπηρεασμοῦ του ἀπό τόν Θεόφιλο. Ὁ Ἀττικός λοιπόν γράφει  στόν ἅγ. Κύριλλο καί τοῦ ἐξιστορεῖ τήν κατάστασι στήν Κων/πολι.
Ὁ λαός, τοῦ λέγει, εἶναι χωρισμένος. Οἱ ἀποτειχισμένοι Ἐπίσκοποι καί κληρικοί συνάγουν τόν λαό ἔξω ἀπό τά τείχη καί ἐπιτελοῦν ἐκεῖ τά θρησκευτικά καθήκοντα. Ἀναφέρει ὁ Ἀττικός πρός τόν Κύριλλον καί γιά τήν κατάστασιν τῆς Ἀντιοχείας ὅτι ἦτο περίπου ἡ ἴδια, ἐξ αἰτίας τῶν ἀποτειχισμένων καί καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Χρόνου δέ πολλοῦ παρεληλυθότος, καί ἡμῶν βιασαμένων τήν ἐκ τῆς δημοκρατίας ἀνάγκην, καί κατά μηδέν ἐπιστρεφομένων πρός τό τοῦ σχίσματος λείψανον, γέγραφεν ἡμῖν ἐκ τῆς ἑῴας ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἀκάκιος, τόν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχείας Θεόδοτον συναναγκασθῆναι παρά τῶν δήμων τήν προσηγορίαν Ἰωάννου γράψαι, καί ᾐτεῖτο συγγνώμην ἡμᾶς παρασχεῖν τῷ ὑπό ἀνάγκης  τοῦτο πεποιηκέναι» (P.G. 77, 349C).
Ὁ λαός λοιπόν ἀνάγκασε τόν Ἀντιοχείας νά γράψη στά δίπτυχα τόν Χρυσόστομο καί δι’ αὐτό ζητοῦσε ἀπό τούς ἄλλους Πατριάρχες συγγνώμη. Ὅταν αὐτά τά γεγονότα ἔφθασαν στήν Κων/πολι ἔγινε μεγαλύτερη ταραχή ἐξαιτίας τῶν ἀποτειχισμένων. Τότε ὁ Ἀττικός γράφει ὅτι ἔπραξε ὡς ἑξῆς: «Τότε δή, τότε θορυβηθείς ἐγώ, καί τόν ὑπέρ τῶν μεγίστων κίνδυνον ὑποπτεύσας, καί περί τόν εὐλαβέστατον βασιλέα γενόμενος, περί εἰρήνης, καί τῆς εὐσταθείας ἐποιούμην τόν λόγον. Ὁ δέ ἀπεκρίνατο μηδέν εἶναι βλάβος γράφειν ἀπεληλυθότος ἀνδρός ὄνομα, ὑπέρ τῆς εὐσταθείας καί τῆς τῶν λαῶν ὁμονοίας τε καί εἰρήνης. Καί τοίνυν ἐγώ τούτοις πεισθείς, (καί πῶς γάρ οὐκ ἔμελλον προφθάσας τήν ἀνάγκην;) ὥστε μή γενέσθαι τά καθ’ ἡμᾶς ἀκολουθίαν τήν πόλιν, γραφῆναι παρεσκεύασα τήν προσηγορίαν» (P.G. 77, 349D).
Mετά δικαιολογεῖται ὁ Ἀττικός ὅτι δέν εἶναι καί κάτι σημαντικό νά γράψη ἕνα κεκοιμημένο κατ’ ἀνάγκη στά δίπτυχα. Ἐν τέλει παρακαλεῖ καί τόν ἅγ. Κύριλλο νά πράξη τό ἴδιο χάριν τῆς οἰκουμενικῆς εἰρήνης:«Διόπερ καί αὐτός κέλευσον ἐγγραφῆναι τήν προσηγορίαν τοῦ ἀπεληλυθότος, ταῖς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίαις, τῆς οἰκουμενικῆς χάριν εἰρήνης· μήτε Πατέρων λύων κανόνας, καί τήν ὁμόνοιαν πασῶν ὁμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν περί πλείστου ποιούμενος» (P.G. 77, 352 B).
Ὁ ἅγ. Κύριλλος ἀπαντᾶ εἰς τόν Ἀττικό ἐκφραζόμενος μέ σκληρότατα λόγια ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου. Ὄχι μόνο ἀρνεῖται νά ὑπακούση στήν προτροπή τοῦ Ἀττικοῦ, ἀλλά καί τόν προτρέπει νά διαγράψη πάραυτα ἀπό τά δίπτυχα τόν Χρυσόστομο: «Κέλευσον τοῦ καταλόγου τῶν ἐπισκόπων ἐξαιρεθῆναι τήν Ἰωάννου προσηγορίαν. Εἰ γάρ οὐδέν εἶναι τοῦτο λογιούμεθα, μή λυπείτω τόν τῶν ἀποστόλων χορόν ὁ προδότης αὐτοῖς συγκαταταττόμενος· εἰσφερομένης δέ τῆς Ἰούδα προσηγορίας, ποῦ λοιπόν ἡμῖν  ὁ Ματθίας γε κείσεται; Εἰ τοίνυν οὐδείς τόν Ματθίαν ἐκβαλών ἐγγράψοι τόν Ἰούδαν τῷ τῶν ἀποστόλων χορῷ, μενέτω καί σωζέσθω, παρακαλῶ, μετά τόν τῆς ἀοιδίμου μνήμης Νεκτάριον, δεύτερος ὁ τοῦ πανευφήμου Ἀρσακίου βαθμός» (P.G. 77, 356B).
Τό θεωρεῖ δέ βεβήλωσι τό νά καταταχθῆ ἕνας λαϊκός (ὁ Χρυσόστομος) μετά τῶν κεκοιμημένων Ἱεραρχῶν: «Οὐκ ἀκόλουθον τοιγαροῦν διά τάς τινων ἀντιλογίας, εἴπερ τινές ὅλως εἰσίν, ἐκ βάθρων ὥσπερ κατασείεσθαι τούς τῆς Ἐκκλησίας θεσμούς, λαϊκοῦ συνταττομένου τοῖς ἐν ἱερατείᾳ διαπρέψασι, καί ἐν ἴσῳ μέτρῳ τιμῆς εἰσβαίνοντος. Μή γάρ δή τοῦτο καλείτωσαν οἰκουμενικήν τινες εἰρήνην, ἀλλά μᾶλλον κατατομήν» (P.G. 77, 356D).
Kαταλήγει δέ τήν ἐπιστολήν του ὁ ἅγ. Κύριλλος ὡς ἑξῆς: «Εἰ μέν ἐξῆν οὐδέν μέν τούτοις λυμήνασθαι, κατατάττειν δέ ἐν ἐπισκόποις τόν καθῃρημένον, ἦν ἄν εἰκότως εἰπεῖν ἀγρίους τινάς καί ἀνημέρους τούς τοῦτο γενέσθαι διακωλύοντας.  Ἐπειδή δέ ἀνάγκη κρατοῦντος ἑνός τήν τοῦ ἑτέρου παραλύεσθαι δύναμιν, νικάτωσαν οἱ τῆς Ἐκκλησίας θεσμοί, καί ἀποχωρείτω τῶν ἱερατικῶν καταλόγων ὁ μή λειτουργός. Τοῦτο γάρ συνάπτει πρός εἰρήνην τάς Ἐκκλησίας· τοῦτο πᾶσαν ἡμῖν ὁμοψυχίαν ἀνεργάσαιτο.  Δίδου τοιγαροῦν ἡμῖν, τό συνάγεσθαι καθαρῶς μετά τῆς σῆς θεοσεβείας, ἑνός καί τούτου τελευτήσαντος ἀμείνω, ποιούμενος τήν πρός τούς ἔτι ζῶντας ἀγάπησιν, μᾶλλον δέ τούς τῆς Ἐκκλησίας θεσμούς» (P.G. 77, 357D).
Εἶναι βέβαιον, πάτερ, ὅτι, ἄν δέν ἀπετειχίζοντο οἱ Ἰωαννίται, σήμερα ὁ ἅγιος φωστήρας τῆς Οἰκουμένης, ὄχι μόνον δὲν θὰ ἦτο  ἅγιος, ἀλλά οὔτε ἐγγεγραμμένος εἰς τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν.
Καί κάτι τελευταῖο διά τήν ἀνακομιδή τοῦ ἁγίου ἀπό  τά Κόμανα, ἡ ὁποία καί αὐτή ἔγινε ἀπό τόν ἅγιο Πρόκλο διά νά ἑνωθοῦν τά διεστῶτα καί ἐπικρατήση πλέον εἰς τήν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἅγιος ὁ Χρυσόστομος. Γράφει λοιπόν περί αὐτῆς ὁ ἱστορικός Σωκράτης τά ἑξῆς:«Οὐκ εἰς μακράν δέ μετά τόνδε τόν χρόνον, καί ὁ ἐπίσκοπος Πρόκλος τούς χωριζομένους διά τήν τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννου καθαίρεσιν ἐπανήγαγε, φρονήσει παραμυθησάμενος τήν λύπην αὐτῶν.  Τί δέ τοῦτο ἦν, λεκτέον. Τό σῶμα Ἰωάννου ἐν Κομάνοις τεθαμμένον, βασιλέα πείσας, τριακοστῷ πέμπτῳ ἔτει μετά τήν καθαίρεσιν, εἰς τήν Κωνσταντίνου πόλιν μετεκόμισε. Καί μετά πολλῆς τιμῆς, δημοσίᾳ πομπεύσας αὐτό, εἰς τήν ἐπώνυμον τῶν Ἀποστόλων ἐκκλησίαν ἀπέθετο. Πεισθέντες οὖν ἐπί τούτῳ, οἱ δι’ αὐτόν χωριζόμενοι, τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡνώθησαν. Καί γέγονεν τῇ ἑξκαιδεκάτῃ ὑπατείᾳ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου, περί τήν ἑβδόμην καί εἰκάδα τοῦ Ἰανουαρίου μηνός. Θαυμάσαι δέ μοι ἔπεισι, πῶς ὁ φθόνος Ὠριγένους μέν τελευτήσαντος ἥψατο, Ἰωάννου δέ ἐφείσατο. Ὁ μέν γάρ μετά διακόσια ἔτη που τῆς ἑαυτοῦ τελευτῆς, ὑπό Θεοφίλου ἀκοινώνητος γέγονεν. Ἰωάννης δέ, τριακοστῷ πέμπτῳ ἔτει μετά τήν τελευτήν εἰς κοινωνίαν ὑπό Πρόκλου ἐδέχθη. Τοσοῦτον Πρόκλος Θεοφίλου τῷ τρόπῳ διήνεγκεν. Ἀλλά ταῦτα μέν ὅπως γέγονέ τε καί ἀεί γίνεται, τούς σωφρονοῦντας οὐ διαφεύγει» (P.G. 67, 836).
Ἐπιπροσθέτως, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἰωαννιτῶν, ἀσφαλῶς στή θέσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου θά ὑπῆρχε ὁ σφαγέας καί δήμιός του Θεόφιλος, τόν ὁποῖο ὁ Ἀττικός ὀνομάζει στήν ἐπιστολή του ἅγιο καί ἰσαπόστολο καί φυσικά εἰς αὐτό συμφωνοῦσε καί ὁ ἅγ. Κύριλλος.
Σοῦ ἀνέφερα, πάτερ, ἀνωτέρω τό τί ἐπέτυχαν οἱ ἀποτειχισμένοι ἐπί ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί μάλιστα ὄχι γιά θέματα πίστεως ἀλλά δικαιοσύνης. Ἐσύ τώρα ὀφείλεις νά μᾶς παρουσιάσης τό τί ἐπέτυχαν οἱ ἐντειχισμένοι στούς διαδόχους τοῦ ἁγίου, Ἀρσάκιο καί Ἀττικό, οἱ ὁποῖοι φυσικά δέν ἐτιμωρήθησαν ἀπό κάποια Σύνοδο ἐπειδή δέν εἶχαν ἀποτειχισθῆ.



ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟ, Γ΄ μερος





ΠΛΕΙΟΝΕΣ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 
Περί τήν «Διαχρονικ Συμφωνία τν γίων Πατέρων
γι τ ποχρεωτικ το 15ου Κανόνος
τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
περ Διακοπς Μνημονεύσεως πισκόπου
Κηρύσσοντος π’ κκλησίας Αρεσιν»
π. Εθύμιου Τρικαμην



Λάβαμε ἕνα πολυσέλιδο κείμενο-ἐπιστολή, ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ἔγκριτο ἁγιορείτη μοναχὸ (γνωστὸ ἀπὸ δημοσιεύσεις σὲ θεολογικὸ περιοδικό). Ὁ ἁγιορείτης (τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν δημοσιεύουμε, γιατὶ δὲν μᾶς ἀπάντησε ἂν ἐπιθυμεῖ τὴ γνωστοποίηση τοῦ ὀνόματός του) εἶχε πρὸ μηνῶν ἀποστείλει (σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς διαχειριστὲς τοῦ ἱστολογίου Ρaterikiparadosi) κριτικὴ γιὰ τὸ βιβλίο «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν», τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.
Ὁ π. Εὐθύμιος, τὸν ὁποῖο πληροφορήσαμε γιὰ τὴν κριτικὴ τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, θέλησε νὰ ἀπαντήσει, διότι πρόκειται περὶ μιᾶς μονομεροῦς κριτικῆς, ποὺ παραποιεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση περὶ τοῦ θέματος. Ἀπὸ αὐτὴν ἀπουσιάζουν ἁγιοπατερικὰ χωρία καὶ γνῶμες τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ ἕνα τόσο μεγάλο καὶ κρίσιμο θέμα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συγχρόνων αἱρετικῶν ἐξετάζεται μὲ προσωπικὲς γνῶμες. Κι αὐτὸ τὴ στιγμή, ποὺ στὸ βιβλίο παρατίθενται ἑκατοντάδες πατερικὰ κείμενα πρὸς ἐπίρρωση καὶ κατοχύρωση τῶν θέσεων τοῦ συγγραφέα.
Δημοσιεύουμε τὸ κείμενο, γιατὶ ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνεχῶς ἐπεκτείνεται, καὶ δὲν φαίνεται καμιὰ σοβαρὴ ἀντίδραση ἐναντίον της. Μάλιστα, οἱ ἁγιορεῖτες ποὺ παραδοσιακὰ ἀποτελοῦσαν τὸν κυματοθραύστη τῶν αἱρέσεων, τώρα ἀδρανοῦν, καὶ δυστυχῶς, μὲ μιὰ τέτοια κριτικὴ (ὅπως τοῦ ἐν λόγῳ ἁγιορείτη) ἀποτρέπουν ἀπὸ τὸν ἀγῶνα, κατηγορώντας μὲ διάφορες αἰτιάσεις καὶ ἐκείνους ποὺ δεχόμενοι πολυμέτωπο πόλεμο, δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀγωνίζονται ἐν συνειδήσει τῆς δικῆς τους ἀδυναμίας, ἀλλὰ καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
  
Ἀκολουθεῖ τό
Γ΄  Μ έ ρ ο ς


ν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ εἰς τήν ἑπομένη παράγραφο τῆς ἐπιστολῆς σου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Γράφεις ἐν προκειμένῳ στήν σελίδα (9) τά ἑξῆς: «Ἀπό τόν ἅγιο Θεόδωρον τὸν Στουδίτην (+829) μέχρι σήμερα ἡ μοναδική(!!!) περίπτωσις ὀρθῆς ἀποτειχίσεως (σύμφωνα πρὸς τὴν ἐξαίρεσιν τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος), ποὺ προσάγει ὁ π. Ε., εἶναι ἡ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ».
Ἐδῶ πάτερ, πρέπει νά σοῦ ἐπισημάνω ἀδελφικά ὅτι ὁμιλεῖς καί ἀποφαίνεσαι, κατά τό δή λεγόμενο, μέ τό κῦρος χιλίων Καρδιναλίων. Δέν ἀφήνεις οὔτε κἄν ὑποψία στόν ἀναγνώστη τῆς ἐπιστολῆς σου ὅτι εἶναι δυνατόν κάπου νά σφάλλης. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι, ὅλες οἱ θεωρίες καί ἀπόψεις σου εἶναι κυριολεκτικά ἀμάρτυρες ἀπό πλευρᾶς ἁγιογραφικῆς, κανονικῆς καί Πατερικῆς.
Ἤθελα ὅμως εἰς τό σημεῖο αὐτό νά σέ ἐρωτήσω τό ἑξῆς. Ἐφ’ ὅσον, κατά τά λεγόμενά σου, ἀπό τότε πού ἐγράφη ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας μέχρι σήμερα (διάστημα περίπου χιλίων διακοσίων ἐτῶν) μία μόνο φορά ἐφαρμόσθηκε (καί αὐτή ὅπως ἀναφέρεις κατωτέρω μέ ἰδιάζουσα μορφή), γιά ποιόν λόγο νά γραφῆ; Προφανῶς οἱ ἱεροί Κανόνες ἔχουν σκοπό νά μᾶς προστατεύσουν ἀπό τήν πλάνη καί νά μᾶς ὁριοθετοῦν στήν ὀρθόδοξο ὁδό. Αὐτός ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος (προφανῶς) δημιουργεῖ σύγχυσι στούς Χριστιανούς, τούς ὁδηγεῖ στήν πλάνη, καλλιεργεῖ τά σχίσματα καί τό χειρότερο ἀναπαύει τήν συνείδησι ὅτι εὑρίσκονται σέ ὀρθόδοξο ἔδαφος καί ἐντός τῶν ὁρίων πού ἔθεσαν οἱ Πατέρες. Ἄρα λοιπόν ἐγράφη καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος καί μέ σκοπό τήν ἐξαπάτησι τῶν Ὀρθοδόξων μέ βάσι τούς ἱερούς Κανόνες. Συνεπῶς γιά σένα ὁ Κανών αὐτός εἶναι ἄχρηστος, ἐφ’ ὅσον ποτέ δέν ἐφαρμόσθηκε καί συγχρόνως ἐπιβλαβής, ἐφ΄ ὅσον καλλιεργεῖ καί εὐνοεῖ τήν σύγχυσι καί τά σχίσματα. Θέλω ὅμως νά πιστεύω ὅτι θά ἰδῆς διαφορετικά τόν Κανόνα, ἐάν ἀπαλλαχθῆς ἀπό τίς θολές καί ἀμάρτυρες θεωρίες, οἱ ὁποῖες χωρίζουν τούς αἱρετικούς σέ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες, ἐν ὅσῳ βεβαίως εὑρίσκονται στήν πλάνη.
Ἐν συνεχείᾳ στήν ἐπιστολή σου ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Ἀλλά νομίζω ὅτι καὶ σ’ αὐτήν ἀκόμα τήν περίπτωσιν ὑπάρχει κάτι τό ἰδιάζον: Ἀπό τήν σύνοδον τοῦ 1341 καταδικάζεται ἡ αἵρεσις καί οἱ ἐκπρόσωποί της καί δικαιώνεται πανηγυρικῶς ὁ Ἅγ. Γρηγόριος καί ἡ διδασκαλία του. Ὅταν ἀμέσως μετά ὁ Καλέκας στηρίζῃ τήν αἵρεσιν, χειροτονῇ τόν Ἀκίνδυνον καί τόν προωθῇ καί δι’ ἐπίσκοπον, ἀναθεματίζῃ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο καί τούς ὁμόφρονάς του (δηλ. τήν Ὀρθοδοξίαν) δι’ ἐπισήμου ἐγκυκλίου (χρησιμοποιώντας μάλιστα μηχανορραφίες καί πολιτικά μέσα), δέν εἶναι ἐμφανές ὅτι δέν πρόκειται γιά μιά ἁπλῆ διακήρυξι ἀλλά διά σαφῆ ἔμπρακτον προσχώρησιν στήν αἵρεσιν, αὐτοαποκοπήν του ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί καταδίωξιν αὐτῆς;».
Ἐδῶ, πάτερ, ἄν σέ ἑρμηνεύω σωστά, ὁ Καλέκας αὐτοαποκόπηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί προσχώρησε ἐμπράκτως στήν αἵρεσι, ἐπειδή, ὅπως ἀναφέρεις στήριξε τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του, χειροτόνησε τόν Ἀκίνδυνο καί καθήρεσε τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Μήπως ὁ σημερινός διάδοχος τοῦ Καλέκα, ὁ Πατριάρχης δηλαδή Βαρθολομαῖος κάνει κάτι λιγότερο; Αὐτός πού μέ τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων ἀθώωσε ὅλους τούς αἱρετικούς καί τούς ἔστειλε τό Ἅγ. Πνεῦμα νά εὐλογῆ τίς πλάνες των, μέ τήν ἐπίσημο και συνοδική προσχώρησι στό Π.Σ.Ε. μεταφέρθηκε ἐκουσίως ἀπό τήν ὀρθόδοξο παράταξι τοῦ Κυρίου στό στρατόπεδο τοῦ σατανᾶ, μέ τίς ἐπίσημες καί πανηγυρικές συμπροσευχές καί συνιερουργίες διακωμωδεῖ τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς πίστεως, τοποθετώντας ἁγιογραφικῶς τούς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μέ τήν ἐπίσημο ἀναγνώρισι τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» συμμετέχει ἐνεργῶς στήν θρησκευτική παγκοσμιοποίησι καί στήν ἑτοιμασία διά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου, μέ τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, μέ τήν διακήρυξι ὅτι οἱ Ἅγιοι πού προκάλεσαν καί διαιώνισαν τό σχίσμα ὑπῆρξαν θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, μέ τήν ἐπίσημο μετάδοσι τῶν ἀχράντων μυστηρίων στούς αἱρετικούς, μέ τήν ἐπίσημο διανομή Κορανίων, τά ὁποῖα ὀνομάζει ἅγια μέ...., μέ..., μέ τήν ἐπίσημο τέλος τοποθέτησί του ὑπέρ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὅπου εὑρεθῆ καί ὅπου σταθῆ ὑπερασπίζεται καί καυχᾶται δι’ αὐτό, τοποθετώντας τόν ἑαυτόν του μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἀγχρώμου θρησκευτικῆς ἑνότητος, αὐτός λέγω μέ ὅλα αὐτά ὑστερεῖ σέ τίποτε ἀπό τόν προκάτοχό του Πατριάρχη Καλέκα, γιά τόν ὁποῖο ἐσύ ὁ ἴδιος ὁμολογεῖς ὅτι αὐτοαποκόπηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί προσχώρησε στήν αἵρεσι;
Καί τό ὅτι ἐπί πλέον καταδιώκει ἀπηνῶς ὅσους δέν τόν ἀναγνωρίζουν καί δέν τόν μνημονεύουν ὡς ὀρθόδοξο Πατριάρχη καί ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν χρησιμοποιεῖ θεμιτά καί ἀθέμιτα μέσα καί κινεῖ πᾶσα μηχανή πρός ἐξόντωσι τῶν ὑπεναντίων (ὄχι φυσικά τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά τῶν Ὀρθοδόξων), συμπληρώνει καί ὑπερθεματίζει καί αὐτήν τήν πλευρά τοῦ Καλέκα, ὁ ὁποῖος συμπεριφέρθηκε ἀναλόγως στόν ἁγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἐσύ τελικά πάτερ, τί πιστεύεις γιά τόν σημερινό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο; Ἔχει αὐτοαποκοπεῖ μέ ὅλα αὐτά ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί ἄρα δέν πρέπει νά μνημονεύεται ἀπό τούς ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἤ ἀκόμη ὑπολείπεται τοῦ Καλέκα καί πρέπει νά δραστηριοποιηθῆ στό ἔργο του διά νά μή φανῆ ἐλλιπής καί νωθρός; Ἐγώ προσωπικά πιστεύω ὅτι ἔχει κατά πολύ ὑπερβῆ τόν προκάτοχό του Καλέκα στήν ἔμπρακτη προσχώρησι στήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά δυστυχῶς τά κριτήρια μέ τά ὁποῖα κρίνεις τούς δύο αὐτούς αἱρετικούς εἶναι τελείως διαφορετικά δι’ εὐνόητους λόγους.
Θέλω ἀκόμη νά σταθῶ στό θέμα τῆς αὐτοαποκοπῆς ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τῆς ἐμπράκτου προσχωρήσεως στήν αἵρεσι. Ἐδῶ, ἄθελά σου προφανῶς, ὁμολογεῖς ὡς ὑποχρεωτικόν τόν κατά τά λεγόμενά σου δυνητικόν Κανόνα. Δηλαδή ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποτειχίσθηκε πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό ἕναν ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο. Ἐπειδή δέ αὐτό τό ἔκανε ὁ ἅγ. Γρηγόριος δέν μπορεῖς νά ἀμφισβητήσης τήν ὀρθότητά του, ἐνῶ ἄν τό ἔκανα ἐγώ ἤ κάποιος ἄλλος ἀσφαλῶς θά εἶχες τίς ἀντιρρήσεις καί ἐνστάσεις σου. Προκειμένου ὅμως νά τό ἀπομονώσης ὡς ἐξαίρεσι τῆς ἐξαιρέσεως, χρησιμοποιεῖς πάλι ὀρθολογισμό, συγχέεις τίς ἔννοιες χρησιμοποιώντας δικές σου ὁρολογίες καί τελικά καταλήγεις μέσα ἀπό νεφελώδη συμπεράσματα στήν ὁμολογία, τήν ὁποία τόσο ἁπλά καί καθαρά παρουσιάζει ὁ βαπτισθείς μέ τό ὄνομα δυνητικός Κανόνας.
Γράφεις συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «...δέν εἶναι ἐμφανές (δηλαδή μέ ὅλα αὐτά πού ἔκανε ὁ Καλέκας) ὅτι δέν πρόκειται γιὰ μιὰ ἁπλῆ διακήρυξιν αἱρέσεως, ἀλλὰ διὰ σαφῆ ἔμπρακτον προσχώρησιν στὴν αἵρεσιν, αὐτοαποκοπὴν του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καί καταδίωξιν αὐτῆς;». Σέ τί ἄραγε πάτερ, διαφέρει ἡ διακήρυξις τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν ἔμπρακτον προσχώρησι εἰς αὐτήν; Ὅταν δηλαδή ἐγώ διακηρύττω τήν αἵρεσι, δέν προσχωρῶ συγχρόνως εἰς αὐτήν; Ὅταν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὁμολογῶ τήν ὀρθόδοξον πίστιν δέν συντάσσομαι συγχρόνως μέ αὐτήν;
Ἄκουσε σέ παρακαλῶ, τί ἐν προκειμένῳ λέγει ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διά νά διαπιστώσης ὅτι, καί μία ἁπλή ὁμολογία καί μάλιστα ἰδιωτική, μᾶς συντάσσει μέ τήν αἵρεσι καί ὡς ἐκ τούτου ἀπαιτεῖται διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας: «...δεῖ δέ ἐπερωτᾶν τῆς αἱρέσεως κρατούσης πάντως, ὁμολογίαν δέ δεχομένοις ἀρκεῖσθαι, οὐκ οἶδα εἰ μή προδήλως ψευδολόγος αὕτη˙ τό γάρ φαίειν σέ διδάσκεσθαι ἡμᾶς παρά τῶν πατέρων, μή ἐπερωτᾶν, περί καιροῦ, οὗ μή ἔστιν αἵρεσις μαινομένη καί περί τῶν μή προδήλως κατεγνωσμένων»· καί κατωτέρω στήν ἴδια ἐπιστολή «εἰ καθ’ ὁδόν τύχοι ὀρθόδοξον ὑπό τινος ἱερωμένου ἤ λαϊκοῦ προσκληθῆναι εἰς συνεστίασιν, εἴη δέ καιρός ψαλμῳδίας˙ πῶς ἔστι διαγενέσθαι; εἶπον, καί πάλιν λέγω˙ αἱρέσεως ἐπικρατούσης καί μή καταβληθείσης δι’ ὀρθοδόξου Συνόδου, ἀναγκαῖον τό διερωτᾶν ἐπί τε τῆς θείας μεταλήψεως καί κοινῆς ἑστιάσεως, καί οὐδείς καιρός πρός ταῦτα αἰδοῦς καί ἀωρίας» (Φατ. 40, 118, 83 καί 118, 109).
Ἐπίσης σέ ἄλλη ἐπιστολή ἀναφέρει: «ἀλλ’ ἐπεί ἄνθρωποι, ὡς ἄνθρωποι, παρακαλῶ, τά πράγματα κατίδωμεν. Διότι ἄνθρωπος, εἰς πρόσωπον, θεός δέ εἰς καρδίαν ὁρᾷ, καί ἡ διά στόματος ὁμολογία μόνον ἀπαιτείσθω, ἡνίκα μή προφανῶς διαψεύδηται» (Φατ. 53, 157, 59).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος, προκειμένου γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι ἀπαιτεῖ νά ἐρωτᾶμε κάποιον διά τό τί πιστεύει ὡς πρός τήν ὑπάρχουσα αἵρεσι καί ἀπό τήν ἀπάντησί του θά ἐξαρτᾶται καί ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μας μέ αὐτόν. Ἄρα λοιπόν ἡ ὁμολογία, δημοσίως γινομένη, εἶναι ἡ διακήρυξις τῆς αἱρέσεως καί ἡ ἔμπρακτος προσχώρησις εἰς αὐτήν καί αὐτοαποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Προφανῶς λοιπόν, ἐσύ προσπαθώντας νά συσκιάσης τά πράγματα καί νά θολώσης, κατά τό δή λεγόμενο, τά νερά, ἐξαίρεις τήν στάσι τοῦ Καλέκα διά νά τονίσης τό ἀναγκαῖο τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τήν στιγμή μάλιστα κατά τήν ὁποία ὁ Καλέκας ἐνήργησε φυσιολογικά, ὅπως ὅλοι οἱ αἱρετικοί καί ἔκανε πολύ λιγότερα ἀπό τούς σημερινούς Οἰκουμενιστές.
Πάντως  ἐδῶ ὀφείλω νά ὁμολογήσω ὅτι διαφοροποιεῖσαι ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι σέ ὁποιαδήποτε περίπτωσι διακηρύξεως αἱρέσεως ἀπαιτοῦν ὁπωσδήποτε συνοδική ἀπόφασι, προκειμένου νά διακοπῆ ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἐν συνεχείᾳ στήν ἀναφορά σου στόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καταλήγεις ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ ἀκόμη καί ἄν παραβλεφθῇ ὁ ἰδιάζων αὐτὸς χαρακτὴρ καὶ θεωρηθῇ ἡ στάσις τοῦ Καλέκα ὡς ἁπλῆ διακήρυξη αἱρέσεως, πρόκειται γιὰ τὴν μοναδικὴν ἀποτείχισιν (σύμφωνα μὲ τὴν ἐξαίρεσιν τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος) ἐντὸς 12 αἰώνων(!) καὶ ἐνῶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἐγένοντο πλῆθος ἄπειρον αἱρετικῶν διακηρύξεων».
Ἐδῶ πάλι μέ τό «ἄπειρο πλῆθος τῶν αἱρετικῶν διακηρύξεων» προσπαθεῖς νά ὑπεραμυνθῆς ὡς πρός τό δυνητικόν τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος. Εἶναι δηλαδή, πάτερ, σάν νά λές ὅτι, ἐπειδή σήμερα ὡς πρός τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπάρχει πλῆθος ἄπειρο αἱρετικῶν διακηρύξεων καί δέν ὑπάρχει συστηματική καί καθολική ἀποτείχισις, ἄρα ὁ Κανόνας εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός.
Ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει τί εἶπαν καί τί ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι εἰς αὐτό τό θέμα καί τί λέγει περί τούτου ἡ ἁγ. Γραφή. Δηλαδή, καί ἔτσι ὅπως τά λές νά ἦταν τά πράγματα, ἄν αὐτό ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἶναι λάθος καί δέν θά ἔπρεπε κἄν νά τό ἀναφέρης, διότι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο προσπαθεῖς διά τοῦ κακοῦ νά στηρίξης τό κακό καί μάλιστα στήν χειρότερή του μορφή, πού εἶναι ἡ αἵρεσις.
Μέ ὅλα αὐτά πού ἀναφέρω δέν σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι τήν ἱστορική σου ἀναδρομή τῶν δώδεκα αἰώνων, διότι πιστεύω ὅτι ἡ σωσίβιος λέμβος στήν ὁποία στηρίζεσαι εἶναι ὁ διαχωρισμός τῶν κατηγοριῶν καί ὑποκατηγοριῶν τῶν αἱρετικῶν, ἐν ὅσῳ εὑρίσκονται στήν αἵρεσι.
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ στήν (10η) σελίδα τῆς ἐπιστολῆς σου, στήν ὁποία ἀναφέρεσαι στήν αἵρεσι τοῦ «Filioque». Γράφεις συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Τά περί Filioque εἶναι ἐμφανέστατα ἐναντίον τοῦ π. Ε. ...Καθόσον: Οἱ Ὀρθόδοξοι Πάπαι Ρώμης διετήρουν ἐπὶ αἰῶνες –μετὰ τὰς αἱρετικὰς Συνόδους: Τολέδο (589), Φραγκφούρτης (794) καὶ Ἄαχεν (809)– τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν Φράγκων. Οἱ δὲ 4 Πατριάρχαι τῆς ἀνατολῆς ἐκοινώνουν μὲν ἐπὶ τοσούτους αἰῶνας τῷ Ὀρθοδόξῳ μέν, ἀλλὰ κοινωνοῦντι μεθ’ αἱρετικῶν Πάπα Ρώμης, στὴν συνέχεια δέ, ὅταν οἱ Πάπαι ἐξέκλιναν εἰς τὴν αἵρεσιν, ἐμακροθύμουν καὶ ᾠκονόμουν ἐπ’ ἀρκετὸν διάστημα τὴν μετ’ αὐτῶν κοινωνίαν, εὐελπιστοῦντες –καὶ ὑποβοηθοῦντες διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ– εἰς τὴν ἐπιστροφὴν τῆς ἐκπεσούσης Πρωτοθρόνου “Ἐκκλησίας” τῆς Ρώμης».
Ἐδῶ πραγματικά, πάτερ, θέλω νά σταματήσω τήν μεταξύ μας ἀντιπαράθεσι, διότι κατανοῶ ὅτι ὑπεισέρχομαι σέ προσωπικές τοποθετήσεις σεβαστῶν κατά τά ἄλλα πατέρων καί μάλιστα Ἁγιορειτῶν. Βλέπω ἐμφανῶς ὅτι δέν χρησιμοποιεῖες μόνον ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα καθημερινῶς διαδίδουν οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλά χρησιμοποιεῖς τά ἐπιχειρήματα τῶν ἰδίων τῶν Παπικῶν.  Διότι ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί τούς Παπικούς ἀκοῦμε αὐτές τίς περί τοῦ «Filioque» θεωρίες.  Καί αὐτοί μέν τά ἀναφέρουν προκειμένου νά στηρίξουν τήν σημερινή μεταξύ των ἀλληλοαναγνώρισι καί ἀλληλοπεριχώρησι. Ἐσύ ὅμως, γιατί τά ἀναμασᾶς καί τά ἀναφέρεις καταδεικνύοντας ἐμφανῶς ὅτι συμπορεύεσαι μέ αὐτούς ἤ τουλάχιστον δικαιολογεῖς ἱστορικῶς τόν ἐκτροχιασμό των; Καί ἔτσι δηλαδή, νά εἶναι ἱστορικά τά πράγματα, δέν θά ἔπρεπε νά τά ἰσχυριζώμεθα, διότι προφανῶς ὑποβοηθοῦμε εἰς τήν ἐξάπλωσι καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία οὐσιαστικά δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἀθώωσι, ἀλληλοπεριχώρησι καί ἀναγνώρισι τῶν πάσης φύσεως αἱρετικῶν. Τώρα ὅμως πού καί ἱστορικά δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα τί γίνεται; Ποῦ εὑρισκόμεθα; Ποῦ βαδίζομε; Ποίους καλύπτομε καί ἀθωώνομε;
Διάβασε λοιπόν μία ἱστορική θεώρησι τῆς περί «Filioque» ὑποθέσεως, ἡ ὁποία κατά τήν γνώμη μου συμφωνεῖ ἀπολύτως μέ τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, τήν ἁγ. Γραφή κλπ. Εἶναι ἐρανισμένη ἀπό τό δίτομο ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη «Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωάννης τά ἑξῆς ἱστορικά ἐπί τοῦ θέματος τούτου στοιχεῖα:
«Κατά τάς Φραγκικὰς πηγάς τό θέμα περί FILIOQUE ἐκινήθη ὑπό τινος μοναχοῦ ὀνόματι Ἰωάννου τῶν Ἱεροσολύμων. Εἰς τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὑπῆρχε μοναστήριον τῶν Φράγκων, ὅπου, κατά τό μόλις τότε τῷ 808 εἰσαχθέν ἐκεῖφραγκικόν ἔθιμον, ἐψάλλετο τό Σύμβολον μετά τῆς προσθήκης. Οἱ Ρωμαῖοι (Ἕλληνες) μοναχοί κατηγόρησαν τούς Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Οἱ Φράγκοιἀπετάθησαν εἰς τόν Πάπαν Λέοντα Γ', ὅστις ἐνημέρωσε δεόντως καί τόν Κάρολον τόν ἐν τῇ Δύσει λεγόμενον Μέγαν. Τῷ 809  Κάρολος συνεκρότησε μεγάλην Σύνοδον ἐν Ἀκυϊσγράνω τῆς Ἱεραρχίας τῶν Φράγκων, ἥτις ἐθέσπισενὡς δόγμα τήν γενομένην περί τὸ 780 προσθήκην τοῦ FILIOQUE καί ἀφώρισε τούς μή συμφωνοῦντας. Παραδόξως τά πρακτικὰ δέν σώζονται. Ἀπό τά λεχθέντα ὅμως τῶν ἀποκρισαρίων τοῦ Καρόλου πρός Λέοντα Γ' φαίνεται ὅτι ἡπερί τοῦ FILIOQUE συζήτησις ἐν τῇ ἐν λόγῳ Συνόδῳ ἦτο θυελώδης. "Συχναῖς γάρ καί ἀλλεπαλλήλοις συζητήσεως βάλλεται προσβολαῖς  καθ' ἡμᾶςἘκκλησία...". Τῷ 809 ἀπεστάλη τριμελής ἐπιτροπή, ἵνα ἐνημερώσῃ τόν Πάπαν περί τῶν πεπραγμένων καί, ὡς φαίνεται, ἵνα ἀποσπάσῃ τήν σύμφωνον γνώμην του.
»Περί τῆς ἐπισκέψεως ταύτης σῴζονται δύο ἐνδιαφέροντα πρακτικά, τόμέν δημοσιευμένον εἰς τήν συλλογήν τῶν πρακτικῶν τῶν Ρωμαϊκῶν Συνόδων, τό δέ τοῦ μοναχοῦ Σμαράγδου, ἑνός τῶν τριῶν Φράγκων ἀποκρισαρίων τοῦΚαρόλου, ὅστις ἐκράτησε λεπτομερές πρακτικόν τῶν περί τῆς προσθήκης συζητήσεως μεταξύ τοῦ Πάπα καί τῶν ἀποκρισαρίων. Παρά τήν Φραγκικήν προέλευσιν τῶν πρακτικῶν φαίνεται σαφῶς  δογματικά Ὀρθόδοξος θέσις τοῦΠάπα» (Τόμ. Α΄, σελ. 316, 317). Ὀλίγον δέ κατωτέρω ἀναφέρει: «Ἤδη ὁΚάρολος τῷ 794 ἀπεκήρυξε τούς Ρωμαίους, ὡς αἱρετικούς, διά τῆς ἐν τῇΣυνόδῳ τῆς Φραγκφούρτης καταδίκης τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτε μετ'ἐπιμονῆς διεκήρυξαν οἱ Φράγκοι τὸ FILIOQUE εἰς ἀντίδρασιν πρός τά γραφόμενα τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Ταρασίου περί ἐκ μόνου τοῦΠατρός ἐκπορεύσεως, τό ὁποῖον εἶχεν ὑποστηρίξει καί  Πάπας Ἀδριανός Α'» (σελ. 317).
Τό Filioque λοιπόν διεκηρύχθη ὡς δόγμα περί τά τέλη τοῦ Η΄ αἰῶνος ἤ ἀρχάς τοῦ Θ΄ καί μάλιστα μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική. Τά περί Συνόδου λοιπόν τοῦ Τολέδο (589) πού ἀναφέρεις εἶναι προφανῶς παραπλανητικά καί μόνον οἱ Παπικοί καί κάποιοι Οἰκουμενιστές τά ἰσχυρίζονται καί τά ἐπικαλοῦνται. Ὁ ἅγ. Νικόδημος ἐν προκειμένῳ εἰς τό Πηδάλιο ἀναφέρει τά ἑξῆς ἱστορικά: «Ἀλλά γάρ καί πρό τοῦ Ἰωάννου τούτου ἡ ἐν Τολήτῳ συγκροτηθεῖσα Γ΄Σύνοδος ἐπί Ῥικάρδου Βασιλέως Ἱσπανίας, ἐν ἔτει φπθ΄. ἄνευ τῆς προσθήκης ἐπρόσταξε νά ἀναγιγνώσκεται τό ἅγιον Σύμβολον εἰς τήν Ἰσπανίαν καί Γαλλίαν, ἀπαραλλάκτως, καθώς Ἰουστῖνος ὁ Βασιλεύς πρῶτος διέταξε τοῦτο νά ἀναγιγνώσκεται πρό τῆς Κυριακῆς εὐχῆς τοῦ Πάτερ ἡμῶν εἰς ὅλας τάς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς ἐν ἔτει φμε΄. Καί ὁ Ῥώμης δέ Λέων ὁ γ’. ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ θ’. αἰῶνος, Συνόδου ἐν Ἀκυϊσγράνοις γενομένης, καί ἐν αὐτῇ Ἰωάννου Μοναχοῦ Ἱεροσολυμίτου γενναίως κατά τῆς ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκης ἠγωνισμένου, ἐρωτηθείς ἀπό τόν μέγαν Κάρολον τί περί τούτου φρονεῖ, ὄχι μόνον τήν προσθήκην ἀπεκήρυξεν, ἀλλά καί ὅλον τό ἅγιον Σύμβολον, ἄνευ ταύτης, ἐνέγλυψεν εἰς δύω πλάκας ἀργυρᾶς, εἰς τήν μίαν μέν ἑλληνικά, εἰς τήν ἄλλην δέ λατινικά, τάς ὁποίας καί ἀπέθετο εἰς τά μνημεῖα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὑπό ἀνάθεμα ποιήσας ἐκείνους ὁποῦ ἤθελαν τολμήσουν νά προσθέσουν, ἤ νά ἀφαιρέσουν ἀπό αὐτό, κατά τόν Καρδινάλην Βαρώνιον, καί Ἰησουΐτην Πετάβιον. Ἴδε καί τήν ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδον ἀπό τῆς γ’. μέχρι ιζ΄. Συνελεύσεως, ὅπου τήν κακίστην ταύτην προσθήκην γενναιότατα οἱ καθ’ἡμᾶς Ἕλληνες ἀπεσκοράκισαν, οἱ δέ Λατῖνοι μεμενήκασιν ἄφωνοι. Ταῦτα πάντα εἴπομεν περί τοῦ κοινοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως» (Ζ΄ Καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. ὑποσ). Σαφῶς λοιπόν ἀναφέρεται ἀπό τόν ἅγ. Νικόδημο ὅτι ἡ ἐν Τολέδῳ Σύνοδος ἐδέχθη τό Σύμβολο ἄνευ τῆς προσθήκης.
Ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, ἐπίσης, ἀναφέρει στό προμνημονευθέν ἔργο του: «Πάντως ἡ συνήθης ἐκδοχή ὅτι τό FILIOQUE  παρεισήχθη εἰς τό Σύμβολον ἤδη εἰς τήν Ἰσπανίαν κατά τήν ἐν Τολέδῳ Σύνοδον τῷ 589, διότι ἡ διπλῆ ἐκπόρευσις ἀναφέρεται εἰς τόν τρίτον ἀναθεματισμόν καί εἰς τήν πρός τήν Σύνοδον ὁμολογίαν πίστεως τοῦ ἡγεμόνος τῶν Γότθων Ρηκαρήδου, δέν εὐσταθεῖ διότι εἰς τά διασωθέντα πρακτικά τό Σύμβολον τῆς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως ὑπάρχει ἡ χωρίς τήν προσθήκην ἢ μετ' αὐτῆς προστεθείσης ὅμως ὑπὸ μεταγενεστέρου χειρός, ὡς ἀνέπτυξεν ἐν ἄρθρῳ τοῦ ὁ A. E. Burn τῷ 1908» (Τόμ. Α΄, σελ. 326).
Εἶναι λοιπόν ἄξιον ἀπορίας πῶς αὐτά πού ἀπορρίπτουν ὡς ἀναληθῆ καί πλαστογραφημένα οἱ ἴδιοι οἱ Δυτικοί, ἀποτελοῦν γιά μᾶς ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα μάλιστα ὑποβοηθοῦν τήν ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως.
Οἱ Πάπες λοιπόν τῆς μετά τήν Ζ’ Οἰκουμενική περιόδου εἶχαν σχίσμα μέ τούς Φράγκους ἐξαιτίας τοῦ Filioque, τό ὁποῖο αὐτοί ἐδέχοντο, καί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς τήν ὁποία ἀπέρριπτον. Τήν ἱστορική αὐτή πραγματικότητα ἀναφέρει πάλι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Συντελεῖ εἰς τήν ἐν λόγῳσύγχυσιν ταύτην τῶν Δυτικῶν ἱστορικῶν, α)  κατά καιρούς βιαία κατάληψις τοῦ θρόνου τοῦ Πάπα Ρώμης ὑπό φραγκοφίλων  Φράγκων ἐπισκόπων, τούςὁποίους οἱ Δυτικοί ἱστορικοί ἐμφανίζουν ὡς σωτήρας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν κυριαρχίαν τῶν Ρωμηῶν  Λατίνων τῆς Μέσης Ἰταλίας ἤ τῆς Ρώμης.
Πρέπει, λοιπόν, νά τονισθῇ ὅτι ἐπί Μεγάλου Φωτίου ὑπῆρχε μόνιμον σχίσμα καί συγχρόνως δέν ἔγινε δογματικόν σχίσμα. Δηλαδή πρέπει νά ξεχωρίσωμεν σαφῶς τούς Φράγκους ἀπό τούς Λατίνους.  διάκρισις λησμονεῖται συνήθως, διότι μεταξύ ἄλλων ἐχρησιμοποίουν οἱ Φράγκοι ὡςἐπίσημον γλῶσσαν των τήν Λατινικὴν καί, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπὶ αἰῶνας προπαγάνδας των, ἐπεκράτησεν  ἀνιστόρητος παράδοσις αὐτῶν ὅτι εἶναι οὗτοι συνέχεια τῆς Λατινικῆς Παραδόσεως.
Μεταξύ Φράγκων καί Ὀρθοδόξων ὑπῆρχεν ἐπί Μεγάλου Φωτίου μόνιμον δογματικόν σχίσμα ἐξ αἰτίας τοῦ FILIOQUE καὶ τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά μεταξύ Λατίνων καί Ἑλλήνων  Ρωμαίων οὔτε ὑπῆρχεν οὔτε ἔγινενἐπί Μεγάλου Φωτίου δογματικόν σχίσμα, ἀφοῦ εἰς τά θέματα ταῦτα τοῦFILIOQUE καί τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπῆρχεν ἀπόλυτος συμφωνία.
Οἱ Λατίνοι καί οἱ Ἕλληνες μέχρι τοῦ 1009 ἐθεώρουν ἀλλήλους ὡςὁμοδόξους καί ὁμοεθνεῖς καί τούς Φράγκους ὡς ἑτεροδόξους καί ἑτερογενεῖς,ὡς φαίνεται σαφῶς ἀπό τάς κατά τῶν Φράγκων ἀποφάσεις καί τά πρακτικά τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου Η' Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί εἰκόνων καίFILIOQUE καί, ὡς φαίνεται τόσον σαφῶς ἀπό τό ἔργον τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, οἱ ὁποῖοι ἐκήρυξαν τό ὀρθόδοξον Σύμβολον ἐν ἀντιθέσει πρός τό φραγκικόν, ὡς ὑπηρέται καί ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Παπῶν τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Σημειωτέον ὅτι  ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἀναγνώρισις, ὡς Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ἰγνατίου καί μή ἀναγνώρισις τοῦΦωτίου, εἶχε χαρακτῆρα κανονικόν καί οὐχί δογματικόν, ὡς ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τήν ἐν συνεχείᾳ ἀναγνώρισιν τοῦ Φωτίου ὑπὸ τῆς Ρώμης.
 περί FILIOQUE καί Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀγών τοῦ Φωτίου ἐγένετο κατά τῶν ἐν Βουλγαρίᾳ Φράγκων ἱεραποστόλων καί τῶν φραγκοφίλων Λατίνων, ἀλλ' οὐχί κατά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐν  τήν μεγίστην πλειοψηφίαν καί κυριαρχίαν εἶχον οἱ φιλέλληνες Λατίνοι (λατινόφωνοι Ρωμηοί), οἵτινες ἐθεώρουν ἑαυτούς φυσικά, ὡς Ρωμαίους, δηλαδή Ρωμῃούς, μέ αὐτοκράτορα ἐν Κωνσταντινουπόλει ἤ Νέᾳ Ρώμῃ.
Οὕτως ἐν τῇ ἐγκυκλίῳ ἐπιστολῇ του πρός τούς τῆς ἈνατολῆςἈρχιερατικοὺς θρόνους  Μέγας Φώτιος καταγγέλλει τούς ἐν Βουλγαρίᾳ Φράγκους ἱεραποστόλους καί τούς φραγκοφίλους λατινόφωνας Ρωμαίους ἐπί αἱρέσει, ἀλλά διαχωρίζει ἀπ' αὐτούς τόν φραγκόφιλον Πάπαν Νικόλαον τόνΑ' διά τόν ὁποῖον ἀρκεῖται εἰς τήν κατ' αὐτοῦ περί τυρανίδος καί ἀνατροπῆςἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν κατηγορίαν, ἥτις ἔφθασεν εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐξἸταλίας» (Τόμος Α΄ σελ. 77).
Ἄν  λοιπόν, ἔτσι ἔχουν ἱστορικά τά πράγματα, ποῖο εἶναι τό πρόβλημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν μετά τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, τήν στιγμή πού  κατά τήν χρονική αὐτή περίοδο ἡ Ρώμη ἦτο Ὀρθόδοξη καί εἶχε σχίσμα μέ τούς Φράγκους ἐξ αἰτίας τοῦ Filioque καί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς;
Ἄν πάλι ἡ ἱστορία δέν εἶναι ἔτσι, σέ παρακαλοῦμε πάτερ, νά μᾶς διορθώσης, ἀρκεῖ οἱ πηγές πού θά ἀντλήσης τά ἱστορικά στοιχεῖα νά μήν εἶναι παπικές ἤ δυτικές, διότι ὅπως εἶναι γνωστόν οἱ Παπικοί εἶναι ἄριστοι ἐπιστήμονες στήν πλαστογραφία καί στήν δολιοφθορά. Ἀρκεῖ νά σοῦ θυμίσω τίς Ἰσιδώριες διατάξεις τοῦ Μ. Κων/νου καί τά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς πού ἐπαρουσίασαν οἱ Παπικοί στήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ἔχοντας τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τό Filioque, τό ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρει ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος στά ἀπομνημονεύματά του, ἐπροξένησε γέλωτα στούς Ἀνατολικούς.
Ἀλλά ἀκόμη καί ἄν ὑποθέσωμε ὅτι οἱ Πάπες ἐκοινώνουν μέ τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν αἱρετικοί κατά τήν περίοδο αὐτή, σύμφωνα μέ τήν ἄποψί των καί τήν ἰδική σου, πάλι δέν ὑφίσταται πρόβλημα ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τῶν (4) ἀνατολικῶν Πατριαρχῶν. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ἀκριβέστερος δηλαδή καί πλέον σαφής ἀπό τούς Πατέρας εἰς τά θέματα τῆς μνημονεύσεως καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας. Σέ ἐρώτησι σχετικά μέ τό ἐν λόγῳ θέμα ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Περί δέ τῶν ἄλλων πεύσεων· (εἰ ὁ ἐπίσκοπος οὐχ εὕρηται εἰς τήν μοιχοσύνοδον, καλοίη δέ αὐτήν ψευδοσύλλογον, μνημονεύει δέ τόν ἐν αὐτῇ εὑρεθέντα μητροπολίτην αὐτοῦ ἐκ τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδοξοῦντος, εἰ χρή κοινωνεῖν) ἀπεκρίθην καί δι' ἑτέρων τῶν πρός Εὐόδιον γραμμάτων, ὅτι ναί, οἰκονομίας χάριν· μόνον μή συλλειτουργοῦντος αὐτοῦ αἱρετικοῖς. εἰς οὐδέν γάρ ἐστι, μνημονευομένου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδόξου ὄντος, κἄν ἐκείνου φόβῳ αἱρετικόν ἀναφέροντος τόν οἰκεῖον μητροπολίτην... Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς μέν θείας κοινωνίας ἀφεκτέον, τῆς δέ κοινῆς τραπέζης, ἐπ' ἄν ἐκεῖ δέοι μνημονεύειν. Ὧδε δεκτέον τάχα καί εὐλογοῦντα αὐτόν καί συμψάλλοντα· ἐάνπερ μήτε αἱρετικῷ, ἤ τῷ οἰκείῳ ἐπισκόπῳ, εἴτε τινί ἄλλῳ συνιερουργῇ· ἤ ἐν γνώσει μεταδίδοι...πλέον οὐκ ἐξερευνητέον, εἰ μετά τοῦ συνεστιαθέντος τῷ αἱρετικῷ ὅσδε συνεστιάθη, ζητεῖν, καί μετά τοῦδε ἕτερος, κἀντεῦθεν ἀνασειράζειν τόν λόγον καί ἀφίστασθαι πάντων. ἐθελόγνωμον τό χρῆμα καί οὐ τῶν Ἁγίων· μέχρι γάρ τούτου, φησί, στῆθι καί οὐχ ὑπερβήσῃ. μή γάρ οὐκ ᾒδεισαν ταῦτα ἐξερευνᾶν καί διαγγέλλεσθαι ἡμῖν; ἀλλ’ οὐδαμῶς. διό οὐκ ἐσθλόν μεταβαίνειν ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν» (Φατ. 49,143,111 –ΕΠΕ Φιλοκαλ. Νηπτικῶν 18 Β σελ. 252 –PG 99,1088 D).
Ἐδῶ λοιπόν, βλέπομε καθαρά ὅτι στό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ κάποιον, ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά ἐξετάσωμε εἶναι νά ἔχη ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἄν τώρα αὐτός ἔχη κάποια ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐκ φόβου κλπ. (ὅπως π.χ. ἡ μνημόνευσις τοῦ αἱρετικοῦ) ἐμεῖς, ἐφ’ ὅσον ὁμολογεῖ κατά πάντα τήν ὀρθόδοξο πίστι, ἐπικοινωνοῦμε κατ’ οἰκονομίαν μαζί του. Δηλαδή αὐτός πού ἐμεῖς μνημονεύομε ἤ ἐπικοινωνοῦμε ἐκκλησιαστικά μαζί του, πρέπει κατά τήν πίστι νά εἶναι Ὀρθόδοξος.
Κατ’ αὐτόν, λοιπόν, τόν τρόπο οἱ (4) Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐπικοινωνοῦσαν ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν Πάπα. Ὁ Πάπας δηλαδή εἶχε ὀρθόδοξο φρόνημα, δέν ἐδέχετο τό Filioque καί προσπαθοῦσε νά μεταστρέψη καί τούς Φράγκους ἀπό τήν αἵρεσι. Ὅταν ἐκ τῶν ὑστέρων τό 1009 ὁ Πάπας Σέργιος εἰς τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ἐξεφώνησε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μετά τοῦ Filioque διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς καί ἀπό τότε ἄρχισε τό σχίσμα.
Αὐτά ὅλα, λοιπόν, πού γράφεις, πάτερ, «Οἱ δέ 4 Πατριάρχαι τῆς ἀνατολῆς ἐκοινώνουν μέν ἐπί τοσούτους αἰῶνας τῷ Ὀρθοδόξῳ μέν ἀλλά κοινωνοῦντι μεθ’ αἱρετικῶν Πάπα Ρώμης, στήν συνέχεια δέ ὅταν οἱ Πάπαι ἐξέκλιναν εἰς τήν αἵρεσιν, ἐμακροθύμουν καί ᾠκονόμουν ἐπ’ ἀρκετόν διάστημα τήν μετ’ αὐτῶν κοινωνίαν, εὐελπιστοῦντες –καί ὑποβοηθοῦντες διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ– εἰς τήν ἐπιστροφήν τῆς ἐκπεσούσης Πρωτοθρόνου “Ἐκκλησίας” τῆς Ρώμης», εἶναι προφανῶς λάθος, διότι οἱ (4) Πατριάρχαι εἶχαν δικαίωμα νά κοινωνοῦν μέ τόν Πάπα, ἐφ’ ὅσον ἦτο Ὀρθόδοξος, ὅταν δέ ἐξέκλινε εἰς τήν αἵρεσι καί ἀπεδέχθη τό Filioque καί τό ὁμολόγησε δημοσίως κατά τήν χειροτονία του, πάραυτα διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα.
Μέ τόν σημερινό, ὅμως, Πατριάρχη Βαρθολομαῖο συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία του μέ τούς πρό δέκα αἰώνων κατεδικασμένους αἱρετικούς γίνεται ἐξαιτίας τοῦ φρονήματός του καί ὄχι γιά ἄλλο λόγο. Αὐτός δηλαδή, διακηρύσσει τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί καμαρώνει καί καυχᾶται διά τήν προοδευτικότητά του, μετέθεσε τά ὅρια τῶν Πατέρων (π.χ. ἄρσι ἀναθεμάτων, θεωρίες τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, συμμετοχή καί συμπόρευσι μέ Π.Σ.Ε., ἀναγνώρισι μυστηρίων κλπ.) καί ἐπί πλέον ἀπαιτεῖ διά τῆς βίας ὅλοι νά ὑποτάσσωνται εἰς αὐτόν καί νά τόν ἀκολουθοῦν. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ Ἁγιορεῖτες τόν μνημονεύουν εἶναι παραβάτες ὅλης τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί τό κυριώτερο, πέραν τοῦ ὅτι συνοδοιποροῦν μέ τήν αἵρεσι, βοηθοῦν τόν Πατριάρχη μέ τόν τρόπο τους εἰς τήν περαιτέρω πορεία του, ἡ ὁποία κατά τήν γνώμη μου προετοιμάζει τήν ὁδό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἐκεῖνο τέλος, τό ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἀπορίας εἶναι τό ὅτι προσπαθοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες καί οἱ λοιποί νά δικαιολογήσουν τήν στάσι των, διαστρέφοντας τήν ἱστορία καί παρουσιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, καί τούς Ἁγίους ὡς δῆθεν ἐνεργοῦντας σέ ἀνάλογες περιπτώσεις κατά τόν ἴδιο τρόπο. Καί ἐπειδή, βεβαίως, δέν εἶναι δυνατόν νά εὕρουν οὔτε ἁγιογραφικά χωρία, οὔτε Κανόνες, οὔτε διδασκαλίες τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα νά συμφωνοῦν μέ τήν σημερινή πορεία των, προσπαθοῦν ἐναγωνίως, διαστρέφοντας τήν ἱστορία ἤ χρησιμοποιῶντας θολές ἱστορικές πηγές καί ὁπωσδήποτε ἐκμεταλλευόμενοι κάποια σκοτεινά σημεῖα της, τά ὁποῖα οἱ ἱστορικοί δέν τά διεσάφησαν, νά κατοχυρώσουν τήν σημερινή στάσι καί πορεία των καί μάλιστα νά φανοῦν διακριτικοί καί, κατά κάποιον τρόπον, πατερικώτεροι τῶν Πατέρων μιά καί, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχη, πρέπει νά διορθώσωμε τά λάθη των καί νά παρακαλέσωμε τόν Θεό νά τούς συγχωρήση, ἐπειδή προφανῶς διετήρησαν ἀνόθευτο τήν Ὀρθοδοξία.
Ἄν πάλι ἐσύ, πάτερ, βλέπεις ὅτι ὁ σημερινός Πατριάρχης ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα νά μᾶς τό παρουσιάσης, διότι τότε καί μόνο τότε πρέπει νά μνημονεύεται. Αὐτή τήν Παράδοσι, ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες, προσπαθήσαμε νά παρουσιάσωμε στόν ἐκδοθέν βιβλίο ἀναφέροντας παντοῦ ἀνάλογα χωρία, καί εἶναι ὕποπτο τό ὅτι δέν ἐστάθηκες οὔτε στήν ἁγ. Γραφή, οὔτε τούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε στήν πολύ ξεκάθαρη ἐπί τοῦ θέματος διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀλλά μόνο στά ἱστορικά γεγονότα τά ὁποῖα καί αὐτά κατά τήν γνώμη μου παραποιεῖς.
Δέν καταλαβαίνεις ὅμως ὅτι, παρουσιάζοντας τά ἱστορικά γεγονότα διαφορετικά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τά ἀπομονώνεις ἀπό τήν ἑνιαία Παράδοσι καί ἐκθέτεις τούς Ἁγίους, σάν δηλαδή ἄλλα νά εἶπαν καί ἄλλα νά ἔκαναν, σάν νά μήν ἐνδιαφέρθηκαν νά ταυτισθοῦν μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες, ὁπότε εἶναι ὄντως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Πατριάρχη, «εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ» καί ἐμεῖς φυσικά πρέπει εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι νά προσευχώμεθα διά νά τούς συγχωρήση καί νά ἐπανορθώσωμε τά λάθη των;
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν περί Βέκκου καί Ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἀναφορά σου. Γράφεις στήν σελ. (10): «Σαφῶς ἐναντίον τῶν θέσεων τοῦ π. Ε. εἶναι καί τά περί ἀποτειχίσεως τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου. Τόσον οἱ Ἁγιορεῖτες, ὅσον καὶ οἱ ἄλλοι ὁμολογηταί Πατέρες τῆς περιόδου ἐκείνης, ἐκοινώνουν μὲ τούς λατινόφρονας φιλενωτικούς μέχρι τήν ἕνωσιν τῆς Λυών (1274). Ἡ μετά ταύτην ἀποτείχισίς των ἦτο ἀναμφιβόλως ὑποχρεωτική (καὶ ὄχι προαιρετική), ἀλλ’ ὅμως ἦτο ἄσχετος μὲ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα, ἐφ’ ὅσον πλέον ἐπρόκειτο δι’ ἐπίσημον προσχώρησιν στήν αἵρεσιν, ἀλλ’ οἱ ὁμολογηταί Πατέρες, μή ἀποτειχισθέντες, δέν ἐποίησαν χρῆσιν αὐτῆς (τῆς ἐξαιρέσεως), δεικνύοντες ἐμφανέστατα τό προαιρετικόν αὐτῆς!».
Ἐδῶ  εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανής ἡ σύγχυσις πού σέ διακατέχει καί προκειμένου νά βρῆς λύσι καταφεύγεις πάλι σέ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν αἱρετικῶν. Ἐπί πλέον δέ, νομίζω πώς προσπαθεῖς νά ἀλλάξης ὄχι μόνον τό πνεῦμα ἀλλά καί τό γράμμα τοῦ Κανόνος. Διότι εἶναι καταφανέστατο ὅτι ὁ Κανόνας δέν σχετίζεται, ὅπως ἀναφέρεις, μέ τό πρό τῆς ἑνώσεως διάστημα, ἀλλά σαφῶς ἀναφέρεται εἰς τό πρό τῆς καταδίκης τῶν αἱρετικῶν διάστημα. «Οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες...».
Δηλαδή, ἀπ’ ὅ,τι καταλαβαίνω, πάτερ, καί ἄν σέ ἑρμηνεύω σωστά, ἡ ἐπίσημος προσχώρησις στήν αἵρεσι ἐπιτελεῖται κατά τή γνώμη σου, ὅταν κάποιος ἑνωθῆ μέ ἐκείνους πού ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ἐπισήμως ὡς αἱρετικοί ἀπό κάποια Σύνοδο, καί ὄχι ὅταν δημοσίως, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρύττει τήν αἵρεσι. Στό σημεῖο ὅμως αὐτό, μέ τήν αὐθαίρετη αὐτή ἑρμηνεία, σαφῶς ἔρχεσαι σέ ἀντίθεσι μέ τόν ἴδιο τόν Κανόνα.
Ἐρχόμενος ἐν συνεχείᾳ εἰς τά περί τῶν ὁσιομαρτύρων Ἁγιορειτῶν ἀναφέρω τά ἑξῆς. Μέχρι τῆς Πατριαρχίας τοῦ Βέκκου δέν ἀναφέρεται εἰς τούς πατριαρχικούς πίνακες τοῦ Μανουήλ Γεδεών ἄλλος ἑνωτικός καί λατινόφρων Πατριάρχης. Ὁ προκάτοχος μάλιστα τοῦ Βέκκου, Ἰωσήφ ὁ Α΄, ἀναφέρεται ἀπό τόν Γεδεών ὡς «ὀρθοδοξίας στῦλος καί κλέος τῶν μοναχῶν» καί ὅτι «διώκησε τήν Ἐκκλησίαν μέχρι τοῦ Μαΐου τοῦ 1275, ὅτε μή δυνάμενος ἐπί πλέον νά ὑπομείνῃ τήν ἐν τῷ ὀρθοδόξῳ δόγματι ἐμμονήν τοῦ πατριάρχου ὁ λατινόφρων αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ὁ Παλαιολόγος, ἀπεμάκρυνεν ἀπό τοῦ θρόνου» (Πατριαρχικοί Πίνακες σελ. 286).
Προφανῶς λοιπόν, αὐτά πού γράφεις, ὅτι δηλαδή οἱ Ἁγιορεῖτες τῆς περιόδου ἐκείνης «ἐκοινώνουν μέ τούς λατινόφρονας ἑνωτικούς μέχρι τήν ἕνωσιν τῆς Λυών (1274)» εἶναι τελείως ἀμάρτυρα καί στηρίζονται μόνο στή φαντασία σου. Διότι, ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει, ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις ἀπαιτεῖ νά μνημονεύεται ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ Πατριάρχες ἦσαν Ὀρθόδοξοι δέν ἐδημιουργεῖτο πρόβλημα γιά τούς Ἁγιορεῖτες ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ Λατινόφρονες καί ἑνωτικούς μέχρι τήν ἕνωσι τῆς Λυών. Ἑνωτικοί βεβαίως ὑπῆρχαν, ἀλλὰ αὐτοί ἦσαν κυρίως πολλοί αὐτοκράτορες, (ἀξιωματοῦχοι καί λαϊκοί), οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τήν βοήθεια τοῦ Πάπα γιά πολιτικούς καί στρατιωτικούς λόγους, δηλαδή κατ’ ἀρχάς γιά νά ἀποτραποῦν οἱ σταυροφορίες, τίς ὁποῖες ὑποκινοῦσε ὁ Πάπας καί κατόπιν γιά νά ἔχουν στρατιωτική βοήθεια ἀπό τή Δύσι ἐναντίον τῶν Τούρκων.
Ὁ Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος εἰς τό ἔργο του «Ἡ Ἱστορία τοῦ Σχίσματος» γράφει ὅτι μετά τήν ἀνάκτησι τῆς Κων/πόλεως ἀπό τούς Φράγκους καί φοβούμενος ἀπό πληροφορίες νέα σταυροφορία τῶν Φράγκων «ὁ δέ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἐτείχιζε μέν πανταχόθεν τήν Κωνσταντινούπολιν καί τροφάς εἰσεκόμιζε, πέμπων δέ χρήματα ἐξεπολέμου κατά τοῦ Καρόλου τούς πέριξ ἐκείνου βασιλεῖς· διεπρεσβεύσατο δέ καί πρός τόν Πάπαν πολλάκις καί παρεκάλει αὐτόν, ἵνα μή ἐπιτρέψῃ τόν κατά τῶν Ἑλλήνων τοῦ Καρόλου πόλεμον, τήν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν ὑπισχνούμενος» (σελ. 85).
Ὀλίγον κατωτέρῳ δέ ἀναφέρει σχετικά μέ αὐτήν τήν ὑπόθεσι τά ἑξῆς: «Ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ καλέσας παρ’ αὐτῷ τόν Πατριάρχην Ἰωσήφ, τούς ἀρχιερεῖς καί τινας κληρικούς προέτρεπεν αὐτούς, ἵνα παραδεχθῶσι τήν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν λέγων, ὅτι οὐδεμίαν ἀντικανονίαν ἔχει ἡ ἐπ’ ἐκκλησίας ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα· προὐβάλλετο δέ πρός ὑποστήριξιν τῆς ἑαυτοῦ γνώμης τό παράδειγμα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Βατάτζη, ὅς ὑπέσχετο τῷ Πάπᾳ νά μνημονεύεται τό ὄνομα αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐάν ἀπέχῃ νά βοηθῇ τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει Λατίνους» (σελ. 87).
Ὀλίγον δέ ἀνωτέρω, καί κατά τήν περίοδο πού ἡ Κων/πολις ἦτο ὑπό τήν κυριαρχίαν τῶν Φράγκων, ὁ Α. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Αὐτοκράτορος τούτου (Ἰωάννου τοῦ Βατάτζη)ἀπέστειλεν ὁ Πάπας Γρηγόριος Θ’ εἰς Νίκαιαν ἐν ἔτει 1233 πρεσβείαν ἐκ δύο Φραγγισκάνων καί δύο Δομινικάνων μετ’ ἐκθέσεως ὁμολογίας τῆς πίστεως τῶν Λατίνων, οὔτε ὅ τε Αὐτοκράτωρ καί ὁ Πατριάρχης εὐμενῶς ἐδέχθησαν. Μετά τῶν πρεσβευτῶν τούτων ἐγένοντο δύο διαλέξεις περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγ. Πνεύματος καί περί τῶν ἀζύμων ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορος, τοῦ Πατριάρχου, πολλῶν ἀρχιερέων καί τῆς Συγκλήτου. Αὐτουργός δέ τοῦ μετά τῶν πρεσβευτῶν τοῦ Πάπα διαλόγου ἦν ὁ τῶν φιλοσόφων ὕπατος καί μέγας ἐν λογισταῖς Δημήτριος ὁ Καρύκης καί ὁ πολύς ἐν φιλοσοφίᾳ Νικηφόρος ὁ Βλεμμίδης.  Ὁ Αὐτοκράτωρ βλέπων ὅτι ἐκ τῶν διαλέξεων τούτων οὐδεμία ὠφέλεια προσγίνεται, καί ὅτι εἰς ἔριδας καί λογομαχίας περιῆλθον, προέτεινεν εἰς τά ἐρίζοντα μέρη, ἵνα οἱ Λατῖνοι τά μέν ἄζυμα τηρήσωσιν, ἀφαιρέσωσι δέ τήν ἐν τῷ Συμβόλῳ γενομένην προσθήκην. Πρός ταῦτα ἀπήντησαν οἱ πρεσβευταί τοῦ Πάπα, ὅτι ἡ Λατινική ἐκκλησία οὐδέ ἰῶτα ἕν ἀφίνει ἐκ τῆς διδασκαλίας αὑτῆς, ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία ὀφείλει νά ὁμοφρονήσῃ τῇ Λατινικῇ, καί ὅτι πάντα τά κατά Λατίνων γραφέντα πρέπει νά καῶσι. Τότε ὁ μέν Πατριάρχης Γερμανός, βλέπων ἀδύνατον τήν τῆς ἑνώσεως ἐπίτευξιν, ἐξέδωκε τό κατά Λατίνων περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος σύγγραμμά του· ὁ δέ Αὐτοκράτωρ ἐπανέλαβε, συμμαχήσας τοῖς Βουλγάροις  τόν κατά τῶν Λατίνων πόλεμον» (σελ. 78).
  Μέ ὅλα αὐτά πού σοῦ ἀναφέρω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, πάτερ,  καί ἄλλα πολλά παρόμοια γεγονότα πού παραλείπω, δέν μπορῶ εἰλικρινά νά κατανοήσω τό πῶς συνεπέρανες ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες «ἐκοινώνουν μέ τούς Λατινόφρονας Ἑνωτικούς μέχρι τήν ἕνωσι τῆς Λυών (1274)». Αὐτοί ὄχι μόνο ἔπρεπε νά κοινωνοῦν καί νά μνημονεύουν αὐτούς τούς Πατριάρχες, ἀλλά καί νά τό ἔχουν καύχημά των, πού μέ τέτοιες δύσκολες συνθῆκες καί τόσες πιέσεις ἀπό τήν πολιτεία ὑφιστάμενοι, οἱ ἐν λόγῳ Πατριάρχες δέν ὑπεχώρουν εἰς τίς παπικές προπαγάνδες καί τίς πολιτικές σκοπιμότητες οὐδέ βῆμα ποδός.
Εἶναι ἀναγκαῖο εἰς τό σημεῖο αὐτό νά τονισθῆ ὅτι πάντοτε, ὅταν οἱ αὐτοκράτορες ἀνεφέροντο εἰς τήν ἕνωσι, ὑπέσχοντο ὅτι θά παραμείνουν ἀναλλοίωτα τά ὀρθόδοξα δόγματα καί οἱ παραδόσεις καί μόνο τήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα θά ἔπρεπε νά ἀναφέρουν. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ἐπρότειναν ἕνωσι κατά τόν τύπο τῶν σημερινῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἡ κάθε πλευρά θά κρατήση τήν πίστι της καί τίς παραδόσεις της καί κατά τά ἄλλα θά εἴμεθα ἑνωμένοι.
 Μία θαυμασία ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η’ τόν Παλαιολόγο ἀναφέρει ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος, σέ ἀνάλογη πρότασι περί ἑνώσεως ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος: «Ὁ Πατριάρχης κατακρίνει ἐν τῇ ἀπολογίᾳ του τήν ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκην τῶν Λατίνων, καί ἀποδείκνυσι διά πολλῶν ἰσχυρῶν μαρτυριῶν, ὅτι οὐκ ἔξεστι τό τοῦ Πάπα ὄνομα ἐν τοῖς διπτύχοις ἐγγραφῆναι. Περαίνων δέ τήν ἀπολογία λέγει... Μή γοῦν συμπεριενεχθῶμεν τούτοις, μηδέ πρός ἕνα συμπεριγραφῶμεν περίβολον, ἵνα μή συναμεληθέντες εἰς καταπάτημα καί ἡμεῖς τῷ διαβόλῳ προτεθησόμεθα. Τί γοῦν βδελυξόμεθα τούτους, ἤ αὐτῶν κατευξόμεθα; οὐδαμῶς· ἀλλά τό μή χρανθῆναι μέν τῇ κοινωνίᾳ τούτων καί τῆς ψώρας αὐτῶν ἤ τῆς λοιμικῆς νόσου μετασχεῖν περί πολλοῦ ποιησόμεθα, καί φυλάξωμεν ἑαυτούς κατά πάντα τρόπον καί τῆς μερίδος αὐτῶν παντάπασιν ἀποσχώμεθα, μή μέντοι ὡς ἐχθρούς αὐτούς ἡγητέον οὐδέ μισητέον, εἰ καί αὐτοί καθ’ ἡμῶν ἀεί λυσσῶσι καί μαίνονται» (σελ. 89).
 Μήπως πάτερ, βλέπεις τίποτε κοινό εἰς αὐτήν τήν ὁμολογιακήν ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ, ἡ ὁποία μάλιστα εἰπώθηκε σέ τόσο δύσκολες συνθῆκες, καί στά σημερινά «σάλια» τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, τοῦ Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα κλπ.; Παρ’ ὅλα αὐτά ἰσχυρίζεσαι ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες τότε ἐκοινώνουν μέ τούς Λατινόφρονας ἑνωτικούς μέχρι τήν ἕνωσι τῆς Λυών (1274), ἐνῶ αὐτό ἔπρεπε νά τό ἀναφέρεις γιά τούς σημερινούς Ἁγιορεῖτες καί βεβαίως ὄχι γιά νά ὑπερασπισθῆς τό δυνητικόν τοῦ Κανόνος, ἀλλά γιά νά τούς κατακρίνης γιά τήν ἀποστασία των.
Τά ἴδια ὑπέσχοντο οἱ Παπικοί ἀπεσταλμένοι κάθε φορά πού ἤρχοντο εἰς τήν Κων/πολι, προκειμένου νά προτείνουν τήν ἕνωσι. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος λίγο πρίν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας: «Ἐπείπερ οἱ ἐκ τῆς Ρώμης, πάντων ἀπαρατρέπτων μενόντων τῶν ἡμετέρων δογμάτων, καί τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας παραδόσεων ἐγγράφων τε καί ἀγράφων, ἀξιοῦσιν ἡμῖν ἑνωθῆναι ὅλῃ ψυχῇ, καί πάντα ὁμολογοῦσι τά ἡμέτερα διαρρήδην, καί πατροπαράδοτα, καί ἅγια εἶναι, πλήν ἕν τοῦτο καί μόνο παρ’ ἡμῶν ἀπαιτοῦσι, τό μνημονεύειν τόν Ρώμης ὡς ἅγιον ἐν ταῖς ἁγίαις ἡμῶν τελεταῖς· δοκεῖ μοι μηδέν ἤ μικρόν διαφέρειν, κἀμέ ὑπομνῆσαι περί τούτου τινά, καί κοινῇ τήν καθ’ ἡμᾶς σύνοδος διασκέψασθαι» (ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ - Τόμος Α’, σελ. 403).
Ὁ αὐτοκράτωρ λοιπόν, ἐφ’ ὅσον ἐπεθύμει τήν ἕνωσι, ἔστειλε ἀντιπροσωπεία εἰς τόν Πάπα καί μάλιστα ἀνθρώπους πού ἐπρόσκειντο εἰς αὐτόν, χωρίς βεβαίως τήν συναίνεσι τοῦ Πατριάρχου καί τῆς Συνόδου. Ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος τό ἀναφέρει ὡς ἑξῆς: «Οὕτως ἀνηρτημένων τῶν πραγμάτων ἀπεστάλησαν ὑπό τοῦ Αὐτοκράτορος πρεσβευταί πρός τόν Πάπαν Γρηγόριον ὁ πρό τοῦ Ἰωσήφ πατριαρχεύσας Γερμανός καί ὁ μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης καί ἐκ τῶν συγκλητικῶν ὁ μέγας λογοθέτης Γεώργιος ὁ Ἀκροπολίτης, ὁ πρωτοβεστιάριος Πανάρετος καί ὁ μέγας διερμηνευτής Βερροιώτης, οἵτινες λαβόντες δύο τριήρεις ἐν μέν τῇ μιᾷ εἰσῆλθον οἱ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν δέ τῇ ἑτέρᾳ, πλήν τοῦ μεγάλου λογοθέτου, οἱ ἐκ τοῦ βασιλέως, καί ἀπέπλευσαν περί τῆς ἀρχῆς τοῦ Μαρτίου τοῦ ἔτους 1274, ἐπιφερόμενοι πολλά ἱερά δῶρα, στολάς χρυσοπάστους καί κατάχρυσα εἰκονίσματα» (σελ. 92).
Ἡ ἕνωσις δέ τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἔγινε βάσει τριῶν κεφαλαίων. Μᾶς τά ἀναφέρει ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος παίρνοντας τά ἱστορικά στοιχεῖα ἀπό τούς ἱστορικούς Νικηφόρο Χοῦμνο καί Παχυμέρη: «Δέχεται λέγει τήν πρεσβείαν ἀσμένως ὁ Πάπας καί ὑπισχνεῖται ραδίως ἐκτελέσειν ὁπόσα κατά βούλησίν ἐστι τῷ βασιλεῖ· καί πέμπει μετά τῶν βασιλικῶν πρέσβεων εὐθύς τούς δεξομένους καί συμβιβάσοντας τήν κοινωνίαν. Ἦκον οὖν, καί γέγονεν ἡ κοινωνία ἐφ’ ὅρῳ τριῶν κεφαλαίων· ἑνός μέν ἐν ταῖς ἱεραῖς ὑμνῳδίαις τόν Πάπαν εἰς τά δίπτυχα μνημονεύεσθαι ὁμοῦ τοῖς ἑτέροις τέτρασι Πατριάρχαις· δευτέρου δέ τῆς ἐκκλήτου· τοῦτο δέ ἐστιν ἐξεῖναι τῷ βουλομένῳ καθάπερ εἰ μεῖζον καί ἐντελέστερον ἀνατρέχειν δικαστήριον τό τῆς παλαιᾶς Ρώμης· καί τρίτου τοῦ πρωτεύειν ἐν ἅπασι. Περί δέ τῆς προσθήκης, ἥν ἐκεῖνοι περί τό ἱερόν καινοτομοῦσι Σύμβολον, ἤ περί ἄλλης οἱασοῦν ὑποθέσεως ἀναγκαστικῆς τις ἔρις τέως οὐ συνηνέχθη» (σελ. 94).
Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ πρεσβεία ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἐπαρουσίασε στούς κληρικούς τούς ὅρους τῆς ἑνώσεως: «Καί αὐτός ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ προσκαλέσας τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει κληρικούς “μηδέ χάριν ἄλλου, ἔλεγε, πραγματεύεσθαι τήν εἰρήνην ἤ τοῦ δεινούς πολέμους ἀνακοπῆναι καί Ἑλλήνων αἵματα περιποιηθῆναι ἐκχυθήσεσθαι κινδυνεύοντα· μένειν δέ καί πάλιν τήν Ἐκκλησίαν ἀκαινοτόμητον, μηδέ τοῦ τυχόντος παροφθησομένου. Τρισί δέ κεφαλαίοις καί μόνοις τό πρός τήν τῶν Ρωμαίων ἐκκλησίαν πραττόμενον περιστήσεσθαι, πρωτείῳ, ἐκκλήτῳ καί μνημοσύνῳ”» (σελ. 95).
Εἰς τήν Σύνοδον λοιπόν τῆς Λυών, τρία πράγματα συνεφωνήθησαν προκειμένου νά γίνη ἡ ἕνωσις. Τό πρωτεῖον, ἡ Ἔκκλητος καί ἡ μνημόνευσις. Οὔτε ἐτέθη τό θέμα τῆς προσθήκης εἰς τό Σύμβολο, οὔτε τά ἄζυμα, οὔτε τό καθαρτήριο πῦρ, οὔτε κάτι ἄλλο δογματικό. Τό Πρωτεῖον ὅμως καί ἡ Ἔκκλητος ἔχουν καθαρά διοικητικό χαρακτῆρα, ἐδίδοντο δέ πρωτεῖα καί ἔκκλητοι ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους καί στόν Ρώμης καί στόν Κων/πόλεως. Ἀπομένει δέ ἡ μνημόνευσις ἡ ὁποία ἔχει δογματικό χαρακτῆρα καί σημαίνει ὅτι μέ αὐτόν, τόν ὁποῖον μνημονεύομε, ταυτιζόμεθα εἰς τήν πίστι. Ἄρα διά τῆς μνηνονεύσεως τοῦ Πάπα ἀπεδέχοντο οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλες τίς δογματικές πλάνες καί ἐκτροπές του, π.χ. τήν προσθήκη εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τά ἄζυμα, τό καθαρτήριο πῦρ κλπ.
Τό ἴδιο φυσικά συμβαίνει καί σήμερα διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ Βαρθολομαίου. Ἀποδέχονται, ὅσοι τόν μνημονεύουν, ὅτι οἱ Παπικοί ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια, ἀποδέχονται τήν θεωρία «τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», συμμετέχουν διά τῆς μνημονεύσεως στό Π.Σ.Ε., στήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων κλπ. Αὐτό τό διασαφίζουν πέραν τῶν ἄλλων καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες εἰς τήν ὁμολογιακήν πρός τόν αὐτοκράτορα ἐπιστολή των: «Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία·τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν, καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καί πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος».
Θέλω ἐπίσης, πρίν τελειώσω τίς σκέψεις μου ἐπί τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων, νά σχολιάσω τήν ἄποψί σου «περί τῆς ἐπισήμου προσχωρήσεως στήν αἵρεσι». Αὐτήν λοιπόν τήν ἐπίσημο προσχώρησι στήν αἵρεσι, ἡ ὁποία, ὅπως ἀναφέρεις, εἶναι ἄσχετος πρός τόν ΙΕ΄ ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ποῖος τήν καθορίζει; Ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ Κανόνες, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ἐγώ, ἐσύ ἤ ὁ καθένας αὐθαίρετα; Καί ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τί χρειάζεται ὁ ΙΕ΄ Κανόνας, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ, κατά τήν γνώμη σου, γιά προαιρετική ἀποτείχισι, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία, ὅπως γνωρίζομε, ἡ προαίρεσις διαφέρει ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο καί, ὡς ἐκ τούτου, ἄλλος θά πράξη ἔτσι καί ἄλλος διαφορετικά; Θά ἔπρεπε δηλαδή νά καθορισθοῦν τά ὅρια τῆς «ἐπισήμου προσχωρήσεως κάποιου εἰς τήν αἵρεσι» καί νά ἐλύνοντο ὅλα τά προβλήματα διά τῆς ὑποχρεωτικῆς πλέον ἀποτειχίσεως.
Εἰς τήν περίπτωσι δέ τοῦ Βέκκου, ἐφ’ ὅσον ἐπισήμως εἶχε προσχωρήσει εἰς τήν αἵρεσι καί ἡ ἀποτείχισις –πρίν τήν καθαίρεσί του– ἦτο ὑποχρεωτική, τί συνέβαινε μέ τά μυστήρια τά ὁποῖα ἐπιτελοῦσε πρίν καθαιρεθῆ; Ἦσαν ἔγκυρα ἤ ἄκυρα; Δηλαδή ἐφ’ ὅσον εἶχε ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπισήμως εἶχε προσχωρήσει στήν αἵρεσι, ἦταν, ὅπως ἀναφέρεις στήν σελίδα (12) τῆς ἐπιστολῆς σου, «δυνάμει ἀχαρίτωτος ψευδεπίσκοπος (πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του)» ἤ ἐν ἐνεργείᾳ; Ὅλα αὐτά πάτερ, τά ἐρωτήματα καί οἱ προβληματισμοί δημιουργοῦνται ἀπό τά λεγόμενά σου καί πρέπει ὄχι μόνον νά ἀπαντήσης ἐπ’ αὐτῶν, ἀλλά καί νά μᾶς ἀποδείξης ὅτι αὐτά συμφωνοῦν μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.



ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟ Δ΄ μερος




ΠΛΕΙΟΝΕΣ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 

Περί τήν «Διαχρονικ Συμφωνία τν γίων Πατέρων
γι τ ποχρεωτικ το 15ου Κανόνος
τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
περ Διακοπς Μνημονεύσεως πισκόπου
Κηρύσσοντος π’ κκλησίας Αρεσιν»
π. Εθύμιου Τρικαμην


Ἀκολουθεῖ τό τελευταῖο 


Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ  εἰς τά ἑπόμενα τῆς ἐπιστολῆς σου, τά ὁποῖα ἀφοροῦν εἰς τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο.  Γράφεις εἰς τήν σελ. (10): «Ἀκριβῶς τά αὐτά ἰσχύουν καί διά τόν διδάσκαλον Ἰωσήφ τόν Βρυέννιον. Διεφώνει μέν, ἀλλ’ ἐκοινώνει μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ἐποχῆς του, δεικνύων ἐμπράκτως τό προαιρετικόν τῆς ἐξαιρέσεως, ἀλλὰ ἠρνεῖτο ἐπιμόνως τήν κοινωνίαν μέ τούς κοινωνοῦντας τοῖς Λατίνοις Κυπρίους, διδάσκων τό ἐπιβεβλημένον καί ὑποχρεωτικόν τῆς τοιαύτης ἀποτειχίσεως».
 Εἶναι ὄντως πάτερ, ἀξιοθαύμαστος ἡ εὐκολία μέ τήν ὁποία ἐξάγεις συμπεράσματα καί μάλιστα ἀναπόδεικτα καί ἀμάρτυρα. Ἀπ’ ὅ,τι ὑπολογίζω, καί ἐπειδή δέν προσάγεις κανένα ἀποδεικτικόν στοιχεῖον, ὑπέθεσες ὅτι ἐπειδή ὑπῆρχον τήν ἐποχή ἐκείνη εἰς τήν Κων/πολι Λατινόφρονες ἑνωτικοί, ἀσφαλῶς ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος θά ἐκοινώνει μετ’ αὐτῶν. Δέν θεωρῶ ὅμως ὅτι, σέ ἕνα σοβαρό διάλογο καί μία ἀνάλογο κριτική, δύνανται νά σταθοῦν τέτοιοι συλλογισμοί.
Εἰς τό σημεῖον αὐτό νομίζω εἶναι καλό νά γίνη μία διευκρίνισις. Δέν πρέπει νά κατατάξωμε εἰς τήν ἰδίαν κατηγορίαν ὅλους τούς ἑνωτικούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Διότι ὑπῆρχαν κατ’ ἀρχάς αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τήν ἕνωσι μέ τόν Πάπα διά πολιτικούς καί στρατιωτικούς λόγους. Αὐτοί ἦσαν κυρίως κάποιοι αὐτοκράτορες καί πολιτικοί (ὅπως ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ ὁ Η΄ ὁ Παλαιολόγος, Ἰωάννης ὁ Η΄ ὁ Παλαιολόγος κλπ.) οἱ ὁποῖοι ὑπέσχοντο ὅτι μέ τήν ἕνωσι δέν θά ἀλλάξη τίποτε ὡς πρός τά δόγματα εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Ὑπῆρχον κατόπιν αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποδεχθῆ τόfilioque, τά ἄζυμα, τό πρωτεῖον κλπ. (ὅπως ὁ Βέκκος μετά τήν ἀποφυλάκισί του, ὁ Δημήτριος Κυδώνης, ὁ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ Ἰωσήφ Μεθώνης κ.ἄ.) καί ἦσαν οἱ κυρίως Λατινόφρονες (Λατίνοι κατά τό φρόνημα) καί ὄχι ἁπλῶς ἑνωτικοί γιά κάποιους λόγους. Ἦσαν τέλος καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν κατόπιν πιέσεων τήν ἕνωσι τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας καί ἄλλοι ἀπό αὐτούς μετενόησαν μετά τήν ἐπιστροφή εἰς Κων/πολι, ἄλλοι δέ παρέμειναν Λατινόφρονες, ὁ καθένας γιά τόν ἰδικόν του σκοπό. Ὁ λαός ὅμως κατά τό μέγιστον αὐτοῦ μέρος ἦτο ὀρθόδοξος καί ἀνθενωτικός. Αὐτό τό βλέπομε καί στήν ἐπί Βέκκου καί Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου ἕνωσι τῆς Λυών καί στήν ἕνωσι τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας ἐπί αὐτοκράτορος Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου.
Ὁ Παχυμέρης ἐξιστορῶν τά ἐπί Βέκκου συμβάντα ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τά γάρ καθ’ ἡμᾶς ὡς εἶχον μαθόντες καί ὅπερ ἦν ὑποτοπάσαντες, χλεύην τό γεγονός καί οὐκ ἀληθείᾳ ἄντικρυς (παρά μόνον γάρ βασιλέα καί πατριάρχην καί τινας τῶν περί αὐτούς πάντες ἐδυσμέναινον τῇ εἰρήνῃ καί μᾶλλον ὅτι καί ποιναῖς ἀλλοκότοις ἤθελε ἀσφαλίσασθαι ταύτην ὁ βασιλεύς) ἐκείνους μέν ἐν ἀτίμοις εἶχον καί τήν εἰς τόν πάππαν πρόσοδον ὀψέ καί μόλις παρεῖχον» (PG143, 968 A).
Αὐτά λέγει καί ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἐξιστορῶν τά ἐπί Βέκκου ἀπό ρωσσικό κείμενο: «Ἐν δέ Κωνσταντινουπόλει, καί αὐτοί προσέτι, οἱ διά τάς ἀπειλάς καί τάς ἐνθουσιώδεις τοῦ Μιχάηλ ὀργάς ἐκδειματωθέντες, καί τήν ἕνωσιν, εἰ καί ψυχρῶς, ἀσπασάμενοι, ἀηδίζεσθαι τέως ἐνήρξαντο· οὕτως ὥστε, ἐξαιρουμένων, τοῦ τε αὐτοκράτορος καί Βέκκου τοῦ πατριάρχου καί τινων περί τούτους οἰκειακῶν καί συνήθων, ἡ τοιάδε εἰρήνη ἐπαχθής τοῖς πᾶσι καθίστατο» (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Παραλειπόμενα, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 234).
Τά ἴδια ἀκριβῶς περιγράφονται καί μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ὁ λαός ἀντέδρασε καί ἤθελε νά κακοποιήση τούς ὑπογράψαντας τήν ἕνωσι. Αὐτοί τότε, πρό τῆς πιέσεως τοῦ λαοῦ ἐδήλωναν μετάνοια καί ὡμολόγουν ὅτι καλύτερα ἦταν νά τούς κοπῆ τό χέρι πού ὑπέγραψε καί ἡ γλῶσσα πού ὡμολόγησε.
Αὐτά τά παρουσιάζει ἀπό ἱστορικές πηγές ὁ Ἀνδρ.  Δημητρακόπουλος: «οἱ δέ ἀρχιερεῖς εὐθέως ἀπό τῶν τριήρεων ἀποβάντες, φησίν ὁ Δούκας καί οἱ τῆς Κωνσταντίνου κατά τό σύνηθες ἠσπάζοντο αὐτούς, ἐρωτῶντες, πῶς τά ἡμέτερα; πῶς τά τῆς Συνόδου; εἰ ἆρα ἐτύχομεν τήν νικῶσαν; οἱ δέ ἀπεκρίνοντο· πεπράκαμεν τήν πίστιν ἡμῶν, ἀντηλλάξαμεν τῇ ἀσεβείᾳ τήν εὐσέβειαν, προδόντες τήν καθαράν θυσίαν ἀζυμῖται γεγόναμεν. Εἰ γάρ τις πρός αὐτούς ἤρετο· καί διά τί ὑπεγράφετε; ἔλεγον, φοβούμενοι τούς Φράγκους· καί πάλι ἐρωτῶντες αὐτούς εἰ ἐβασάνισαν οἱ Φράγκοι τινά, εἰ μαστίγωσαν, εἰ εἰς φυλακήν ἔβαλον, οὐχί· ἀλλά πῶς; ἡ δεξιά αὕτη ὑπέγραψεν, ἔλεγον, κοπήτω· ἡ γλῶττα ὁμολόγησεν, ἐκριζούσθω».
Ὁ δέ τῆς πολιτικῆς ἱστορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως συγγραφεύς λέγει. «Ἐπανελθόντων δέ ἀπό Ἰταλίας κατέλαβεν ὁ βασιλεύς τήν ἑαυτοῦ φιλτάτην γυναῖκα Μαρίαν τήν Καντακουζηνήν οὐκ ἐν ζῶσιν, ἀλλά τελευτήσασαν πρό καιροῦ, καί οὕτως οὗτος μέν ἐν λύπῃ ἦν· οἱ δέ ἐν τῇ πόλει κληρικοί, ἱερομόναχοι, ἱερεῖς, ἡγούμενοι, πνευματικοί καί οἱ λοιποί οὐκ ἤθελον συλλειτουργῆσαι τοῖς ἐλθοῦσιν ἤ μνημονεῦσαι αὐτούς, ἀλλ’ ἐχωρίζοντο αὐτῶν ὡς ἀσεβῶν εἰπεῖν. Πολλοί δέ παρῃτήσαντο καί τήν ἱερωσύνην, καί γέγονεν ἡ ἕνωσις διαίρεσις» (Ἡ ἱστορία τοῦ Σχίσματος σελ. 183).
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων αὐτό τό ὁποῖον ἀναφέρεις, πάτερ, διά τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο «διεφώνει μέν, ἀλλ’ ἐκοινώνει μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ἐποχῆς του» ποῦ ἀναφέρεται; Ἄν μέν ἐκοινώνει, πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Φλωρεντίας, μέ τούς ἑνωτικούς οἱ ὁποῖοι δέν ἐκήρυττον καμμία αἵρεσι, ἀλλά ἤθελαν διά στρατιωτικούς καί πολιτικούς λόγους τήν ἕνωσι μέ τόν Πάπα, νομίζω ἐφέρθη μέ διάκρισι κοινωνῶν ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς ἁπλῶς ἑνωτικούς, διότι αὐτοί δέν διεκήρυττον καμιά αἵρεσιν δημοσίως, ἀλλά μόνον διέβλεπον τόν τουρκικό κίνδυνο ἔξω τῆς Κων/πόλεως.
Ἄν ὅμως ἰσχυρίζεσαι μέ τά λεγόμενά σου, ὅτι ὁ Βρυέννιος ἐκοινώνει ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Λατινόφρονας ἑνωτικούς, αὐτούς δηλαδή οἱ ὁποῖοι ἀπεδέχοντο τό Filioque  καί τά λοιπά, ἐδῶ πρέπει νά προσκομίσης ἀποδεικτικά στοιχεῖα. Διότι, ἄν ἀκολουθήσωμε τόν τρόπον σκέψεώς σου, θά ἀναγκασθοῦμε νὰ ἐκλάβουμε  τήν ἡμέρα ὡς νύκτα καί τήν νύκτα ὡς ἡμέρα. Ἐγώ, ἀπό τά στοιχεῖα τά ὁποῖα συνέλεξα, θά σοῦ παρουσιάσω ὁρισμένα γιά νά  βεβαιωθῆς ὅτι δέν ἔχουν ἔτσι τά πράγματα, ὅπως ἐσύ ἰσχυρίζεσαι.
Κατ’ ἀρχάς, ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἐδίδασκε καί διεκήρυττε ὁ Βρυέννιος, φαίνεται ὅτι δέν εἶχε καμμία ἐπικοινωνία ἐκκλησιαστική μέ αἱρετικούς κατά τό φρόνημα. Ἔλεγε χαρακτηριστικῶς: «Ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτων καί ἀπό τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν, τοῦ μεγάλου Βασιλείου φωνή» (Τά Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄σελ. 25). Μέ αὐτά δέ πού ἐσύ προσάπτεις στόν Βρυέννιο εἶναι, πάτερ, σά νά ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἄλλα ἔλεγε καί ἄλλα ἔπραττε. Ἔλεγε ἐπίσης ὁ Ἰωσήφ: «...μεγάλη δέ ἀρετή τοῦ δικαίου, ὅταν ἔχῃ τούς τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς, ἐχθρούς· καί τούς αὐτοῦ φίλους, φίλους· ὥσπερ μεγάλη κακία ἁμαρτωλοῦ, ὅταν τούς τοῦ Θεοῦ φίλους ἔχῃ ἐχθρούς, καί τούς ἐχθρούς αὐτοῦ φίλους
» (Τόμος Β΄ σελ. 22). Οἱ Λατινόφρονες λοιπόν τῆς ἐποχῆς τοῦ Βρυεννίου πάτερ, τί ἦταν, φίλοι ἤ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ; Ἀπό αὐτή τήν ἀπάντησι θά κατανοήσης καί τήν ἐκκλησιαστική του στάσι.
            Πέραν τούτων, πῶς ἦταν δυνατόν ὁ Βρυέννιος Ἰωσήφ νά διδάσκη τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς Κυπρίους, οἱ ὁποῖοι διά τῆς βίας εἶχαν δεχθῆ νά ἀναγνωρίσουν τόν Πάπα καί τούς Λατίνους Ἐπισκόπους τῆς Κύπρου καί νά ἔχουν κάποια ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των (συμπροσευχές κλπ.), ὁ ἴδιος δέ νά ἔχη πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες τῆς Κων/πόλεως καί μάλιστα, χωρίς βία ἤ καταπίεσι; Δηλαδή οἱ Λατινόφρονες τῆς Κων/πόλεως ἦσαν καλύτεροι, ἐξ ἀπόψεως ὀρθοδόξου πίστεως, ἀπό τούς δεινῶς καταπιεζομένους Κυπρίους; Αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἕτοιμοι νά ξεπουλήσουν τά πάντα ὡς πρός τήν πίστι καί μάλιστα ἐπίστευαν στό Filioque καί στά λοιπά παπικά δόγματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἦταν κατά τά λεγόμενά σου, πάτερ, ὀρθοδοξότεροι ἀπό τούς Κυπρίους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὥστε ὁ Ἰωσήφ νά ἔχη μετ’ αὐτῶν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία; Μᾶλλον πρέπει νά μᾶς τά λέγης κάπως συγκεχυμένα, προκειμένου νά σύρης καί τούς Ἁγίους στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
            Πρίν τελειώσω τήν ἀναφορά εἰς τόν Βρυέννιο Ἰωσήφ, θά σέ προτρέψω, πάτερ, νά μελετήσης δύο ἀπό τίς πολλές ὁμιλίες του, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέσι μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσαι, ἐπειδή εἶναι διαλέξεις ὄχι μέ Λατίνους ἀλλά μέ Λατινόφρονες.
            Ἡ πρώτη ἐπιγράφεται ὡς ἑξῆς: «Διάλεξις Γ’ Περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπορεύσεως. Μετά τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει λατινοφρόνων· ὧν τά ὀνόματα οὐ γέγραπται ὡς ἔτι ζώντων, καί δυναμένων ἐφ’ οἷς φρονοῦσι μεταβαλέσθαι» (Τόμος Α΄ σελ. 379). Εἰς αὐτήν  λοιπόν τήν διάλεξιν ὁ Ἰωσήφ ὁμιλεῖ καί συμπεριφέρεται πρός τούς Λατινόφρονες τῆς Κων/πόλεως, ὅπως ἀκριβῶς καί πρός τούς Λατίνους. Δηλαδή τούς θεωρεῖ ὡς εὑρισκομένους σέ ἄλλο στρατόπεδο καί ὄχι εἰς αὐτό τῶν Ὀρθοδόξων. Θά σοῦ παραθέσω ἐπιγραμματικά ὁρισμένες ἐκφράσεις του διά νά καταλάβης τί ἐννοῶ: «ἡμεῖς δέ, Ρωμαῖοι, φημί, καί Λατῖνοι, τρία πρός τοῖς χιλίοις ἔτη ὑπήρχομεν ἡνωμένοι· εἴκοσι δέ πρός τοῖς τετρακοσίοις ἐσμέν ἐσχισμένοι» (σελ. 379)·  «Ἄρατε τοίνυν ταύτην ἐκ μέσου, καί δίχα πάσης ἀντιλογίας, καί πραγμάτων ἀμφιβολίας, καί χρονικῶν περιόδων, καί φροντίδων καί μόχθων ἑνωθησόμεθα· τίς χρεία λόγων μακρῶν καί ἀνωφελῶν;» (σελ. 380)· «Διά τοι τοῦτο, αὐτοί μέν ὀφείλετε τήν προσθήκην ταύτην ἐκ τοῦ μέσου ποιῆσαι, ὅ καί δίκαιόν ἐστι, καί δυνατόν, καί ρᾶστον, καί συμφέρον, καί ἔνδοξον· ἐπεί καί ὑμεῖς αὐτήν προσεθήκατε».... «Ὅ προσεθήκατε, εἶπον· ἐπεί οὔτε προσθήκην ἡμεῖς αἰτοῦμεν γενέσθαι, οὔτε πάλιν ὑφαίρεσιν, ἀλλ’ εἰς τό πατροπαράδοτον ἐκεῖνο, ἐν ᾧ χίλια ἔτη ἕν ἧμεν οἱ πάντες ἀποκατάστασιν» (σελ. 382) κλπ.
Ὁ Ἰωσήφ λοιπόν, εἰς τόν διάλογο αὐτό ἀναφέρεται ὄχι σέ Λατινόφρονες, ἀλλά σέ Λατίνους καί, βεβαίως, αὐτό σημαίνει ὅτι τούς ἀντιμετωπίζει ἐκκλησιαστικά ὅπως τούς Λατίνους καί ὄχι ὅπως ἐσύ πάτερ ἀναφέρεις. Τό ἴδιο συμβαίνει, γιά νά μήν σέ κουράσω, καί εἰς τήν διάλεξι μέ τόν Λατινόφρονα Μάξιμο, ἡ ὁποία ἔγινε εἰς τήν Κρήτη. Ἄν τώρα ἐσύ πάτερ,  μᾶς παρουσιάσης στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἀλήθεια τῶν λόγων σου περί τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, τότε θά πεισθοῦμε ὅτι σωστά τοποθετεῖς τήν στάσι τοῦ Βρυεννίου ἔναντι τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ἐποχῆς του.
    Μέ τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὅμως τί γίνεται, σύμφωνα μέ τήν ἀναφορά σου εἰς τόν Βρυέννιο Ἰωσήφ; Οἱ Κύπριοι δηλαδή τῆς ἐποχῆς του ἔκαναν μεγαλύτερες ἀβαρίες εἰς τά τῆς πίστεως ἀπό τόν σημερινό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο; Διότι ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει οἱ Κύπριοι ὁδηγοῦσαν μόνον τόν ἑαυτόν τους (ὅσοι  ἐπείθοντο στούς Λατίνους) στόν γκρεμό, ἐνῶ ὁ σημερινός Πατριάρχης ὁδηγεῖ ὅλους (καί ἐσᾶς τούς Ἁγιορεῖτες) μέ τίς συμφωνίες, τίς ἀμοιβαῖες ἀναγνωρίσεις, τίς δεσμεύσεις γιά τό μέλλον τῆς πορείας τῆς Ὀρθοδοξίας κλπ. Ἐάν, τέλος πάντων, μᾶς ἀποδείξης ὅτι οἱ Κύπριοι ἔσφαλαν περισσότερο ἀπό τόν σημερινό Πατριάρχη, τότε καί μόνον τότε θά δεχθῶ τήν ἁγνότητα τῶν προθέσεών σου.
Ἄν ὅμως, ὅπου θέλεις δικαιολογεῖς τήν ἀποτείχισι, διότι προφανῶς δέν δύνασαι νά τήν ἀρνηθῆς, καί μάλιστα τὴν δικαιολογεῖς προσκομίζοντας λανθασμένα στοιχεῖα, τελικῶς ὅμως, ὅταν φθάνομε εἰς τό διά ταῦτα, εἰς τό τί συμβαίνει σήμερα κατά τὴν δική σου ἐκτίμηση τῶν πραγμάτων, τότε καταφεύγεις στήν ὀμιχλώδη κατάστασι τῆς δυνητικῆς θεωρίας, σ’ αὐτή τήν περίπτωσι, πῶς μποροῦμε νά μή σοῦ καταλογίσουμε σκοπιμότητα, ἤ ἔστω συγκεχυμένη διάνοια, ἀφοῦ διά τῆς δυνητικῆς θεωρίας, ἀντί νά βοηθήσεις τούς ἀποδέκτες τῆς διδασκαλίας σου νά ἀντιληφθοῦν τήν ἀλήθεια καί νά ἀντιμετωπίσουν τόν Οἰκουμενισμό, κάνεις τό ἀντίθετο, δηλαδή, ἐνισχύεις τίς οἰκουμενιστικές θεωρίες καί βοηθεῖς νά μείνουν οἱ Οἰκουμενιστές ἀνενόχλητοι εἰς τό ἔργο τους, ἔχοντας μάλιστα συνηγόρους καί τούς Ἁγίους;
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ εἰς τόν ἁγ. Μᾶρκο τόν Εὐγενικό διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς σου. Γράφεις στό τέλος τῆς (10ης) σελίδος καί στήν 11η τά ἑξῆς: «Ἀλλά καί ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καταδικάζει διά τοῦ παραδείγματός του τίς ἀπόψεις τοῦ π. Ε. Ὁ π. Ε. ἀποσιωπᾶ ὡς ...”γνωστήν σέ πολλούς” τήν πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Φλωρεντίας (1439) στάσιν τοῦ Ἁγίου. Ἀποσιωπᾶ, δηλ. ὅτι ὁ Ἅγιος διεφώνει μὲν ὀξύτατα μετά τῶν Λατινοφρόνων συνεπισκόπων του, ἐκοινώνει ὅμως πλήρως μετ’ αὐτῶν. Ἀποσιωπᾶ ἀκόμη καὶ τήν ἐν ἀρχῇ πρός τούς Λατίνους στάσιν του, πού ἀσφαλῶς σκανδαλίζει τόν π. Ε. καί τούς ὁμόφρονές του, καί πού, ἐάν ἔζη σήμερον ὁ Ἅγιος καί τήν ἐπαναλάμβανε, θά ἔσπευδον νά τόν χαρακτηρίσουν ὡς οἰκουμενιστήν καί αἱρετικόν καί θά ἀπετειχίζοντο πάραυτα ἐξ αὐτοῦ, διά νά μήν μεταδοθῆ καί σ’ αὐτούς ὁ “μολυσμός” τῆς αἱρέσεως! Ἡ οἰκονομία πού μεταχειρίζεται κατά τήν πρώτην ὁμιλίαν του, ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ὀρθοδόξων, πρός τήν Σύνοδον εἶναι ἀδιανόητος διά τόν π. Ε. Ἀπό τό ἄλλον ἄκρον, φυσικά, καί οἱ Οἰκουμενιστές, ἀπομονώνοντάς την τήν κραδαίνουν ὡς σημαία. Ἀποσιωποῦν καί αὐτοί ὅτι, ἐνῶ κατ’ ἄκραν οἰκονομίαν ὡμίλησεν ἔτσι ἀρχικῶς ὁ Ἅγιος, ἀγωνιζόμενος καί εὐελπιστῶν εἰς τήν ἐπιστροφήν τῶν Παπικῶν, ὅταν διεπίστωσε τό ἀμετανόητόν των, ἐφέρθη κατ’ ἀκρίβειαν, ἐγκαταλείψας τάς λεκτικάς φιλοφρονήσεις. Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν ἐπιβεβλημένη ἀκοινωνησίαν του μέ τούς Λατινίσαντες διά τῆς ἑνώσεως τῆς Φλωρεντίας, ἰσχύουν ὅσα ἐλέχθησαν καί ἀνωτέρω στό ε΄».  
Ἐδῶ πάλι, πάτερ, ἐπαναλαμβάνεις τό ἴδιο παραμύθι. Παρουσιάζεις τόν ἅγιο νά ἔχη ἐπικοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, χωρίς φυσικά νά προσάγης κανένα ἀποδεικτικό στοιχεῖο καί νά μᾶς πληροφορῆς ποιοί ἦσαν αὐτοί οἱ Λατινόφρονες, καί βεβαίως χωρίς νά ἀμφιβάλης γιά τήν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών σου. Θά σοῦ παρουσιάσω λοιπόν κάποια στοιχεῖα γιά τήν πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν Ἰταλία περίοδο ἀπό τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Συρόπουλου γιά νά διαπιστώσης, ὅτι δικαιολογημένα ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο δέν διεφώνει ὀξύτατα μέ τούς συνεπισκόπους τους, ἀλλά ἀπεναντίας συνεφώνει πλήρως, ἀφοῦ καί αὐτοί διέποντο ἀπό ὀρθόδοξο πνεῦμα.
Κατ’ ἀρχάς ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τήν στάσι τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ, ὅταν ἄρχισε νά συζητεῖται ὅτι ἡ Σύνοδος θά ἐγίνετο εἰς τήν Ἰταλία: «Ἀλλά καί ὁ πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθές τό γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τόπῳ καί ἐξουσίᾳ λατινικῇ καί λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλόν τό συμπέρασμα τῆς Συνόδου, καί δεικνύων ἑαυτόν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καθήμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ μετά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, παρόντων καί δύο ἐκ τοῦ παλατίου ἀρχόντων, εἴρηκεν, ὅτι· Λέγουσι γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους ἐκεῖσε καί καρτερῆσαι ἐν τῇ συνόδῳ καί ἔχειν τάς ἐξόδους καί τῆς ὁδοῦ καί τῶν σιτηρεσίων παρ’ ἐκείνων. Ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω καί ἐκδέχεσθαι καί τήν ἡμερησίαν τροφήν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καί μισθωτοί, ἐκεῖνοι δέ κύριοι· καί πᾶς δοῦλος τό θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν καί πᾶς μισθωτός τήν ἐργασίαν τοῦ μισθοῦντος αὐτόν ἐργάζεται καί πᾶς ὁ μισθῶν τινα τούτου χάριν τόν μισθόν παρέχει ἵνα ὁ μισθούμενος πληροῖ πᾶν ὅπερ ὁ μισθῶν αὐτόν προστάξει· εἰ δέ μή γε, οὐ παρέχει αὐτῷ τόν μισθόν. Εἰ γοῦν ἐκεῖνοι κρατήσουσι τό σιτηρέσιον, τί ποιήσουσιν οἱ ἡμέτεροι; καί εἰ οὐ θελήσουσιν ὑποστρέψαι τούς ἡμετέρους δι’ ἰδίων ἐξόδων τε καί πλευσίμων, τί ἄρα ἕξουσιν οὗτοι ποιῆσαι; κατά τί οὖν συμφέρει τούτους τούς ὀλίγους, τούς ξένους, τούς πένητας ἀπελθεῖν εἰς τούς πολλούς, τούς πλουσίους, τούς σοφούς, τούς ὑπερηφάνους, τούς ἐντοπίους, καί εἰς αὐτούς δουλωθῆναι;
»Εἶτα καί περί πίστεως καί εὐσεβείας συζητεῖν καί διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν, οὐκ ἔνι· ἐμοί δοκεῖ ὅτι οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. Δύναται δέ ὁ βασιλεύς ποιῆσαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον, εἰ θελήσει, καί ἄνευ ἐξόδων, ἐπεί οἱ ἐλευσόμενοι ἐκ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐνταῦθα δι’ ἰδίων ἐξόδων ἐλεύσονται· εἰ δέ καί ἐξόδων δεηθῇ δύναται ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων συνᾶξαι ὑπέρπυρα. Καί εὐθύς μέν ἀκουσθέν τοῦτο δόξει ἀπίθανον· ἐγώ δέ δείξω πῶς ἔσται τοῦτο καί δυνατόν καί εὔκολον» (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, Les Memoires De S. Syropoulos, τμῆμα Β΄, παρ. 19,σελ. 120).
Οἱ βασικές λοιπόν θέσεις τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ ἦταν, ὅτι δέν ἤθελε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, ἀλλά στήν Κων/πολι·  ὅτι, ἐάν ἐπήγαιναν ἐκεῖ θά ἐγίνοντο δοῦλοι τῶν Παπικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτοί θά τούς συντηροῦσαν κατά τό ταξίδι καί θά ἀναγκάζοντο ὡς δοῦλοι νά κάνουν τό θέλημά των· ὅτι δέν τούς συνέφερε  νά συζητήσουν περί πίστεως στό μέρος τό δικό τους, διότι αὐτοί ἦταν οἱ κατά κόσμον ἰσχυροί, οἱ πλούσιοι καί οἱ ἐγωϊστές καί, βεβαίως, ὑπονοοῦσε ὅτι ἦτο δυνατόν τελικῶς νά μήν τά «βροῦν», κατά τό δή λεγόμενο, μεταξύ των εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀγωνιοῦσε γιά τό ποιός θά τούς ἐπέστρεφε πίσω  καί ποιός θά τούς ἔδιδε σιτηρέσιο. Δέν νομίζω, πάτερ, ὅτι θά ἠδύνατο κάποιος Ὀρθόδοξος σέ ἀνάλογες δύσκολες περιστάσεις νά τηρήση ἀκριβέστερη καί ὀρθοδοξότερη γραμμή.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πάπας, φοβούμενος μήπως οἱ Ὀρθόδοξοι προτιμήσουν νά πᾶνε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία ἦταν πολέμιός του, ἐδέχθη νά γίνη ἡ Σύνοδος εἰς τήν Κων/πολι, ἀλλά ἐζήτησε διά τοῦ ἀντιπροσώπου του νά προΐσταται εἰς τήν Σύνοδο ὁ ἰδικός του τοποτηρητής. Οἱ Ὀρθόδοξοι κατόπιν συσκέψεως μέ τόν Πατριάρχη ἀπέρριψαν τό αἴτημά του, στηριζόμενοι εἰς τήν παράδοσι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατά τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους: «Ὕστερον δέ μαθών ὁ πάπας τήν πρός τήν σύνοδον πρεσβείαν τοῦ βασιλέως, καί εἰδώς ὅτι πρός καταστροφήν αὐτοῦ ἔσται, εἰ ἐπιδημήσει καί ἡ τῶν ἀνατολικῶν σύνοδος πρός τούς ἐν τῇ Βασιλείᾳ, εὐθύς στέλλει ἐνταῦθα μετά γραμμάτων τόν Κορώνης Χριστοφόρον καί συντίθεται πρός τό γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον. Εὑρέθη οὖν καί ὁ πατριάρχης καί πάντες σχεδόν πρόθυμοι πρός τοῦτο· καί ἐζήτησεν ὁ Χριστοφόρος, ἵνα ὁ ἐλευσόμενος λεγάτος καθίσῃ πρῶτος ἐν τῇ συνόδῳ, ἐπεί ὡς πρόσωπον ἔσται τοῦ πάπα καί τά δίκαια ἐκείνου ἤτοι τά πρωτεῖα ἔχειν ὀφείλει. Ἐγένετο οὖν σκέψις περί τούτου καί βουλή μετά τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου, καί εὗρον καί ἀπό τινων συνοδικῶν καί ἔδειξαν ὅπως οὐ δεῖ τοῦτο γενέσθαι· ποῦ γάρ ἐγχωρεῖ καθημένου τοῦ γνησίου πατριάρχου ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἑτέρου τοποτηρητήν ὑπερέχειν αὐτοῦ, ὅπου γε οὐδέ ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ γέγονε τοῦτο, παρόντος ἐνταῦθα καί τοῦ Βιγιλλίου πάπα σωματικῶς» (ὅπ. ἀν. ΙΙ, παρ. 24, σελ. 128). Ἐδῶ βλέπομε τήν ἀκρίβεια τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰς τά ἐξωτερικά καί τυπικά σημεῖα τῆς μελετωμένης Συνόδου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσης, εἶχον τήν συναίσθησι ὅτι, ἐφ’ ὅσον τελικά ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, θά ἐπήγαιναν νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια εἰς τά τῆς πίστεως. Ἦταν ὅμως δυνατόν νά μήν γίνη ἀποδεκτή ἡ ὁμολογία των καί κατά συνέπεια δέν θά ἐγένετο ἡ ἕνωσις. Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐξασφαλισθῆ εἰς τήν περίπτωσι αὐτή ἡ ἐπιστροφή των, καί αὐτό τό ἐζήτησαν γραπτῶς.
Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «Τῇ δέ ὑστεραίᾳ συνήλθομεν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Βάσσου, ἐχόντων τῶν συνοδικῶν καί γραμματικόν μεθ’ ἑαυτῶν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. Εἶπον οὖν ὀλίγους τινάς λόγους, καί εὐθύς ἐνεφάνισεν ὁ Χριστοφόρος ἔγγραφον οἰκειόχειρον διαλαμβάνον ἀρκούντως καί πεπλατυσμένως, ὅπως ἔχει πᾶσαν ἄδειαν καί ἔνδοσιν ἀπό τοῦ πάπα, ἵνα συνεργήσῃ καί αὐτός τοῖς συνοδικοῖς εἰς  εἴ τι ἄν ἐθέλωσι, καί στέρξῃ καί αὐτός ὡς ἀπό τοῦ πάπα πᾶν, ὅπερ ἄν ποιήσωσιν. Ἤδη οὖν στέργει αὐτός πάντα τά παρ’ αὐτῶν πραττόμενα, καί στέρξει ταῦτα καί ὁ πάπας ἀναμφιβόλως, ὡς καί αὐτός πληροφορεῖ τοῦτο. Ἔδοξεν οὖν πᾶσιν ἰσχυρόν τε καί ἀρκετόν τό γράμμα, ὅπερ ὁ Χριστοφόρος ἔδωκεν. Οἱ δέ ἔλαβον μέν καί τοῦτο πλήν οὐκ ἠρκέσθησαν, ἀλλ’ εἶπον τῷ γραμματικῷ, ὅν ἔφερον, καί ἔγραψεν ἅπερ ἐκείνοις ἤρεσεν. Ἐπεί δέ εἴδομεν καί ἡμεῖς συμπεραινόμενα τά τοῦ δεκρέτου, ἐπετέθημεν ἐκείνοις περί τῆς ὑποστροφῆς, ἵνα δηλονότι προστεθῇ τό “Καί εἰ οὐ γένηται ἕνωσις, ἐπανασώσωσι τούς ἡμετέρους ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων”. Οἱ δέ πάλιν λόγοις μέν ἔλεγον τοῦτο, γράψαι δέ οὐκ ἤθελον, μόλις δέ ποτε εἶπον γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν δι’ ἰδίου γράμματος· ἡμεῖς δέ οὐκ ἠθελήσαμεν τοῦτο, ἀλλ’ ἐζητήσαμεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ· οἱ δέ οὐκ ἠθέλησαν» (ὅπ. ἀν. παρ. 47 σελ. 154).
Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι, ἄν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο συμβιβαστικό, δέν θά ἔθετον θέμα μή πραγματοποιήσεως τῆς ἑνώσεως καί ὡς ἐκ τούτου τῶν κατά συνέπεια ἐπακολουθησάντων προβλημάτων.
Ἀλλά καί οἱ πολιτικοί ἄρχοντες φαίνεται ὅτι πρό τῆς ἀναχωρήσεως εἰς τήν Ἰταλία εἶχον αὐστηρῶς ὀρθόδοξον φρόνημα.  Ὁ Συρόπουλος στήν ἴδια αὐτή σύναξι μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα ἀναφέρει σχετικά μέ τόν Κατακουζηνό τά ἑξῆς: «Καί εὐθύς λέγει ὁ Καντακουζηνός μετά σφοδροῦ τοῦ ζήλου πρός τόν Ἰωάννην· Σύ μέν λέγεις ὅτι ἔνθα ἀπεφήνατο ἡ σύνοδος ὑμῶν, ἥτις ἔνι μερική καί οὐδέ ἀξίωμα ἔχει ὡς πρός τάς οἰκουμενικάς Συνόδους, ὅτι οὐδείς ἔχει ἄδειαν προσθεῖναι μίαν κεραίαν· εἰς δέ τό ἅγιον σύμβολον, ὅπερ ἐβεβαίωσαν ἅπασαι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι καί εἰς ὅ ἀπεφήναντο μήτε προσθεῖναι μήτε ἀφελεῖν, προσεθήκατε. Λοιπόν λέγω καί ἐγώ· Ἀνάθεμα τοῖς προστεθεικόσιν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ» (ὅπ. ἀν. παρ. 48, σελ. 156).
Ὁ αὐτοκράτωρ ἐπίσης, Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, ὑπεσχέθη στούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ὅτι  ἀπερχόμενος εἰς τήν Ἰταλία δέν εἶχε σκοπό νά παρασαλεύση καί ἀθετήση ἤ νά προσθέση ἤ ἀφαιρέση τίποτε ἀπό αὐτά πού ἐθέσπισαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας: «Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς Συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τις βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν Ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε. Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι» (ὅπ. ἀν.  ΙΙΙ, παρ. 6, σελ. 166).
Οἱ Πατριάρχες ἐπίσης, οἱ ὁποῖοι θά ἦσαν ἀπόντες εἰς τήν Σύνοδον, ὑπεχρέωναν τούς τοποτηρητάς των νά συμφωνήσουν νά ὑπογράψουν, μόνον ἐφ’ ὅσον ὅλα ἐγίνοντο νομίμως καί κανονικῶς σύμφωνα μέ τίς παραδόσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δέν προσετίθετο κάτι καινούριο εἰς τήν πίστι: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν Ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ)» (ὅπ. ἀν. παρ. 5, σελ. 166).
Πρέπει ἐπίσης νά σημειωθῆ ὅτι ὁ βασιλεύς πρίν μεταβῆ στήν Ἰταλία ὄχι μόνον ἐδείκνυε ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί διέταξε νά γίνουν προπαρασκευαστικές συνάξεις διά νά συζητήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν μέ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τούς Παπικούς: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μου καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ. Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους.  Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (ὅπ. ἀν. παρ. 8,  σελ. 168).
 Ἀπ’ ὅτι φαίνεται, πάτερ, οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων στούς θεολογικούς διαλόγους, οὔτε κατά τό δή λεγόμενο στό «νυχάκι» δέν ὁμοιάζουν μέ τούς τότε ἐμπερίστατους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τελικῶς, πλήν τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐνικήθηκαν κατά κράτος. Αὐτούς λοιπόν, πού εἶχαν τὸ περιγραφέν φρόνημα, πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησι στήν Ἰταλία, τούς ὀνομάζεις Λατινόφρονες. Κι ἂν αὐτοὺς θεωρῆς ὡς Λατινόφρονες, τότε τούς σημερινούς ἐκπροσώπους, πῶς θά τούς ὀνομάσης; Καί πῶς θά ὀνομάσης τούς Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των ἀποστέλλουν στούς διαλόγους τέτοιους ἐκπροσώπους; Καί γιατί τέλος πάντων, ἄν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι, δέν ἀρχίζουν τήν συζήτησι ἀπό τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, πού κατά κοινή ὁμολογία εἶναι τό Filioque; Δηλαδή αἴρουμε τά ἀναθέματα, τούς ἀναγνωρίζομε τά μυστήρια, τούς θεωροῦμε «ἀδελφή ἐκκλησία», συμπροσευχόμεθα κλπ. μαζί των, χωρίς νά ἀρθῆ τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος;  Καί οἱ Ἁγιορεῖτες τούς μνημονεύετε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες καί ὀνομάζετε Λατινόφρονες τούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες.
Ἐδῶ μᾶλλον πρέπει νά σταματήση ἡ λογική, ὅπως ἀναφέρεις κατωτέρω στήν ἐπιστολή σου. Πάντως ἐάν ἔχης νά παρουσιάσης στοιχεῖα (ἀπό ὀρθόδοξες βεβαίως πηγές) γιά τήν πίστι τῶν συνεπισκόπων τοῦ ἁγ. Μάρκου, μέ τούς ὁποίους αὐτός εἶχε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, σέ παρακαλῶ νά τό πράξης γιά νά μᾶς διαφωτίσης. Ἐγώ, ἀπό αὐτά πού σοῦ παρέθεσα καί ἄλλα παρόμοια πού παρέλειψα, δέν διακρίνω κάτι τό μεμπτό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι. Πρέπει ἐπίσης νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἐφέσου λίγο πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ἰταλία, διότι τότε ἀκριβῶς ἀπεβίωσε ὁ Ἐφέσου Ἰωάσαφ. Δι’ αὐτό καί στό παρατιθέμενο κείμενο ἀναφέρεται ἀπό τόν Συρόπουλο ὡς Ἱερομόναχος.
Δέν πρέπει, προκειμένου νά καταδείξωμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι πρίν τό ταξίδι στήν Ἰταλία εἶχαν ὀρθόδοξο καί ἀγωνιστικό φρόνημα, νά παραλείψωμε αὐτήν τήν παρέμβασι τοῦ Σχολαρίου εἰς αὐτήν τήν συζήτησι. Ὁ Σχολάριος ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα τοῦ λέγει ὅτι, ἄν ἤθελε νά γίνουν ὅλα σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποδείξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν ὅμως ἤθελε νά γίνη μία  κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσις (δηλαδή λόγῳ ἀνάγκης στρατιωτικῆς βοηθείας), τότε δέν ἐχρειάζετο νά γίνη ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλά ἀρκοῦσαν τρεῖς ἤ τέσσαρες πρέσβεις πρός ἐκπλήρωσι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Συνεφωνήθη τελικά, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, πρός τοῦτο δέ ἄρχισαν νά ἑτοιμάζωνται μελετώντας τόν Καβάσιλα καί συγκεντρώνοντας τά ἀπαραίτητα βιβλία:
«Τότε δή καί ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας, σοφῶς ἄγαν καί συνετῶς, ὅς καί ἐπῃνέθη παρά πάντων ὡς ἄριστα συγγεγραμμένος καί τά τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος, ἐν ᾧ  μετά τῶν ἄλλων τῶν πολλῶν τῶν σοφῶν τε καί γενναίων καί καλλίστων ἐπιχειρημάτων, διείληπτο καί τοῦτο τεῖνον  εἰς τόν βασιλέα, ὡς· Εἰ μέν προϋπετέθη τό ἐξετασθῆναι τήν δόξαν κατά τό ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καί πᾶν ὅπερ ἄν Θεοῦ διδόντος σαφῶς καί ἀριδήλως διά ρητῶν τῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ καί ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς, στερχθῇ τοῦτο παρά πάντων ἀνενδοιάστως παρ’ ἐκείνων τε καί παρ’ ἡμῶν, καί μηδεμία τις διαφορά καταλειφθῇ, οὕτω χρή καί τήν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καί πρός τήν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καί ἀγωνιστικῶς ἐξετάσαι καί ἀποδεῖξαι περί ὧν ἄν δεήσοι· εἰ δέ πρόκειται πρός οἰκονομίαν τινά χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τό καί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου καί τόν ἅγιον τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς κόπους καί κινδύνους ὑποστῆναι καί ἐξόδους πλείστας ὑπέρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἤ τῷ κοινῷ συμβαλούμενας· οἰκονομικήν γάρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καί διά πρέσβεων τριῶν ἤ τεσσάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καί τοῦτο ἴσως ἔσται καί τῇ πατρίδι λυσιτελέστερον.
»Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδόν καί ἡ τοιαύτη συμβουλή ὡς ἀρίστη. Ὅμως δέ μετά πολλούς λόγους τοιούτους ἔδοξε καλόν, ἵνα ἀναγινώσκηται τό βιβλίον τοῦ ἁγίου τοῦ Καβάσιλα, καί ἐξ ἐκείνου ἐκλέξωνται καί σκέπτωνται ἐν οἷς δεῖ. Ἀνεδέξαντο οὖν τόν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μάρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ δηλωθείς Σχολάριος, καί συνήρχοντο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μετά καί ὀλίγων τινῶν ἐκ τῶν προειρημένων καί ἐσκέπτοντο καί ἐγύμναζον τά ζητήματα, καί περί συναγωγῆς βιβλίων ἐφρόντιζον, ὧν τά μή εὑρισκόμενα ἐνθάδε ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρεῖν ἤλπιζον. Διό καί ἔστειλαν ἐκεῖσε τόν ἡγούμενον τοῦ Καλέως ἱερομόναχον κῦρ Ἀθανάσιον, ἵνα προσκαλέσηται τούς κρείττονας τῶν ἐκεῖσε, φέρῃ δέ καί βιβλία ὅσα ἐζητοῦντο. Ὁ δέ βιβλίον μέν οὐ διεκόμισεν, ἔφερε δέ μόνον δύο ἱερομονάχους, Μωϋσῆν ἐκ τῆς Λαύρας καί Δωρόθεον ἐκ τοῦ Βατοπεδίου, ὡς δῆθεν τοποτηρητάς πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν» (ὅπ. ἀν. σελ. 170).
Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά παραξενευτῆς, πάτερ, ἄν σοῦ ἀναφέρω ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι κλπ. μέ τούς ὁποίους πρίν τό ταξίδι εἰς τήν Ἰταλία ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά ὁ ἅγ. Μᾶρκος, εἶχαν ὄχι μόνον ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί μαρτυρικό. Διάβασε λοιπόν τί λέγει ὁ Συρόπουλος περί τούτου: «Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα.  Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ;
»Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μέν οὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι, κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι.  Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην  πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ» (ὅπ. ἀν. παρ. 25 σελ. 186).
Ἀλλά καί εἰς τήν Φερράρα κατ’ ἀρχάς τήν ἴδια στάσι κράτησαν. Ἡ ἀρχική, μάλιστα, παρουσία τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας μέ προεξάρχοντα τόν ἅγιο Μᾶρκο, ἦταν τόσον ὁμόφωνη καί  δυναμική, ὥστε κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο οἱ παρευρισκόμενοι ἔγκριτοι Λατῖνοι, ἀλλά καί πολλοί δυτικοί μοναχοί, «”ὅταν ἄκουσαν τούς ὅρους (τῶν Οἰκουμ. Συνόδων) κι αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἐφέσου, ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς οὔτε εἴδαμε, οὔτε ἀκούσαμε ποτέ αὐτά..., καί τώρα βλέπουμε ὅτι οἱ γραικοί τά λένε πιό ὀρθά ἀπό μᾶς κι ὅλοι ἐθαύμαζαν τόν Ἐφέσου”. Αὐτά λέει ὁ Συρόπουλος» (Ἁγ. Ἀθανασίου Πάριου, «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, [Ὁ Ἀντίπαπας], Ἐπιμέλεια Παπαδόπουλος Δημήτριος, ἐκδ. Δ. Π. Νέστωρ, Ἀθήνα, σελ. 79).
Αὐτοί λοιπόν, πάτερ, πού ξεκίνησαν μέ ἀγαθή προαίρεσι, τελικά λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν καί παθῶν τους ἔκαναν κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσι. Οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι κλπ. πού ξεκινοῦν νά κάνουν μία ἕνωσι πού νά ἐξυπηρετῆ τίς ἀνάγκες τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἀσφαλῶς θά κάνουν μία ἕνωσι ἡ ὁποία θά ἐξυπηρετῆ τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν ἐν ἀρχῇ στάσι τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, γιατί προφανῶς καί ἐδῶ πάτερ, προσπαθεῖς νά παρουσιάσης τήν νύχτα ὡς ἡμέρα καί τό ἀντίθετο. Αὐτό πού ἀναφέρεις, ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὡμίλησε ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ὀρθοδόξων πρός τήν Σύνοδο, εἶναι προφανῶς λάθος. Ὁ Συρόπουλος περιγράφει ὡς ἑξῆς τά γεγονότα:
Μετά εἰκοσαήμερο διαμάχη γιά τό ποῦ θά στηθῆ ὁ θρόνος τοῦ Πάπα μέσα στή Σύνοδο ἔγινε ἡ ἔναρξις τῆς Συνόδου. «Ὁ δέ πάπας ἠνάγκασε γενέσθαι τήν ἀνακήρυξιν. Ἐπεί οὖν ἐνόσει ὁ πατριάρχης καί οὐκ ἠδύνατο εἰς τήν σύνοδον ἐλθεῖν, οὐκ οἰδ’ εἴθ’ ὑπό νόσου εἴθ’ ὑπό τῶν τοῦ αὐτοσχεδίου οὐρανοῦ οὗ ἐφίετο κωλυόμενος ἐπίπλων, ἐποίησεν ἔγγραφον προτροπήν τοῖς ἀρχιερεῦσι· καί ἀπελθόντες εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου Γεωργίου προηγουμένων τῶν τοποτηρητῶν, συνόντων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, προκαθημένου τοῦ πάπα μετά τῶν περί αὐτόν, καθώς ἐτάχθη, καί ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους, τοῦ βασιλέως καί τῶν τοποτηρητῶν καί τῶν ἀρχιερέων, ἐκ δεξιῶν δέ τοῦ βασιλέως, τοῦ δεσπότου καί ἐφεξῆς τῶν συγκλητικῶν ἀρχόντων καί τῶν λοιπῶν, καί πάντων καθεσθέντων κατά τήν τάξιν αὐτῶν, ἀνέβη εἰς τό πέργουλον ἐκ μέν τῶν λατίνων ἐπισκόπων ὁ Πορτουγάλου καί ἀνέγνω λατινικῶς τό γράμμα τῆς ἀνακηρύξεως, ἐκ δέ τῶν ἡμετέρων ὁ Μυτιλήνης καί ἀνέγνω τοῦτο ἑλληνικῶς (τό γάρ αὐτό ἦν γεγραμμένον τῇ ἑκατέρᾳ γλώττῃ) καί οὕτως ἐτελέσθη ἡ ἀνακήρυξις κατά τήν μεγάλην τετράδα, ἄγοντος ἐνάτην τοῦ ἀπριλίου μηνός» (ὅπ. ἀν. τμῆμα Δ΄. παρ. 48, σελ. 252).
Αὐτά δέ πού ὀνομάζεις, πάτερ, στήν ἐπιστολή σου «πρώτη ὁμιλία του ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ὀρθοδόξων πρός τήν Σύνοδο» ἔχουν ὡς ἑξῆς κατά τόν Συρόπουλο: «Μεταξύ δέ τῶν ἡμερῶν τούτων εἶπεν ὁ πατριάρχης πρός ἡμᾶς πάντας, ὅτι· Εἰ καλέσουσί που ὑμᾶς πρός ἑστίασιν, μή ἀπέλθητε. Κέκληκεν οὖν ὁ Ἰουλιανός τόν μέγαν χαρτοφύλακα καί ἐμέ, καί παρεκρουσάμεθα ὡς οἱόν τε ἦν εὐπρεπῶς τήν τοιαύτην πρόσκλησιν· κέκληκέ τε πρό ἡμῶν τόν Νικαίας, τόν σοφόν Γεμιστόν καί τόν Ἀμηρούτζην, καί ἐν τῷ ἀρίστῳ φιλόσοφα προβλήματα προέτεινε πρός τούς ἡμετέρους, οὗτοι ἀρκούντως τάς λύσεις τούτων ἐπεξειργάζοντο. Ὕστερον δέ καί τόν Ἐφέσου μετά τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τοῦ νομοφύλακος καί τόν Μυτιλήνης κέκληκεν εἰς εὐωχίαν. Οὗτοι γοῦν οἱ δύο παρεκίνησαν καί τόν Ἐφέσου, καί λαβόντες αὐτόν, εἰς τοῦ Ἰουλιανοῦ παρεγένοντο. Κατά γοῦν τό ἔθος αὐτῶν ὡμίλουν λογικῶς μετά τοῦ Ἐφέσου διά μεταγλωττισμοῦ· εἶτα συμβουλευτικῶς παρεκίνησεν αὐτόν ὁ Ἰουλιανός, ἵνα γράψῃ τι πρός τόν πάπαν, ἐγκωμιάσῃ τε αὐτόν ὑπέρ τῆς ἐπιμελείας καί τῆς ἀρχῆς, ἥν κατεβάλετο πρός τήν ἕνωσιν.
»Ὁ δέ Ἐφέσου, εἰ καί πρόθυμος οὐκ ἦν πρός τό γράμμα, ἀλλ’ οὖν τῇ παραινέσει τοῦ Ἰουλιανοῦ, πρός καί τῇ παρακινήσει τοῦ Μυτιλήνης πεισθείς, εἶπεν ὅτι· Ἴσως περισσόν μοι δοκεῖ τοῦτο, διό καί οὐδέ εἰμι εὔκολος, πρός αὐτό· εἰ δέ δοκεῖ ὑμῖν λυσιτελές, γράψω καί στελῶ σοι τοῦτο, εἶπε τῷ Ἰουλιανῷ, καί εἴπερ ἀρέσει τῇ αἰδεσιμότητί σου, σταλήσεται καί πρός τόν πάπαν· ἔγραψεν οὖν ὡς ἔδει ἐγκωμίου πρός τόν πάπαν, καί ἐπῄνει τήν πρός τήν συνάθροισιν τῆς Συνόδου ἐπιμέλειαν αὐτοῦ καί παρεκίνει καί συνεβούλευεν, ἵνα καί ἔτι μᾶλλον ἐπιμελήσεται προβῆναι καλῶς τήν ἕνωσιν ἐπ’ ἀγαθῷ καί θεαρέστῳ συμπεράσματι. Ἐν δή τῷ τοιούτῳ ἐγκωμίῳ μετά τῶν ἄλλων τῶν εὐσεβῶν τε καί σοφῶν ἐπιχειρημάτων καί τοῦτο περιείχετο, ὡς ρᾴδιόν ἐστι τῷ πάπᾳ ποιῆσαι τήν ἕνωσιν, εἴ γε βούλοιτο, καί εὐκόλως δυνήσεται διαπράξασθαι ταύτην ἀπό τε τοῦ μεγαλείου καί τῆς ἀρχῆς καί τῆς ἐξουσίας, ἥν πρός τήν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ κέκτηται, ἀπό τε τῆς εὐπειθείας καί τῆς ὑποταγῆς, ἥτις ὀφείλεται αὐτῷ παρά πάντων τῶν λατινικῶν γενῶν ὡς διαδόχῳ τοῦ ἁγίου Πέτρου· εἰ γάρ θελήσει ἐκβαλεῖν τήν προσθήκην ἐκ τοῦ ἁγίου συμβόλου, παῦσαι δέ καί τήν δι’ ἀζύμων νεκράν θυσίαν, εὐθύς γενήσεται καί ἡ ἕνωσις καί στερχθήσεται καί παρά πάντων. Δύναται οὖν ὁ πάπας τοῦτο ποιῆσαι καί εἰς μίαν Ἐκκλησίαν πάντας συνάψαι τούς χριστιανούς» (ὅπ. ἀν. τμῆμα Ε΄ σελ. παρ. 3, 258).
Ὁ ἅγιος λοιπόν ἔστειλε προσωπικά ἰδιωτική ἐπιστολή πρός τόν Πάπα, χωρίς νά ἔχη καμμία διάθεσι νά τό κάνη, κατόπιν παρακινήσεως τῶν ἄλλων καί ἐπειδή οἱ ἄλλοι τό θεωροῦσαν ὠφέλιμο. Ἔτσι ὡς ἰδιωτική ἐπιστολή εὑρίσκεται αὐτό τό κείμενο τοῦ ἁγίου εἰς τήν «PATROLOGIAORIENTALIS TOME XV FASCICULE 1 No 72 DOCUMENTS RELATIFS Αu Concile de Florence». Ὑπάρχει μάλιστα ὁ τίτλος τῆς ἐπιστολῆς, στήν ὁποία δηλώνεται ὁ ἀποστολεύς καί ὁ παραλήπτης κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης: «Τῷ Μακαριωτάτῳ Πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Μάρκος ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἐφέσῳ τῶν πιστῶν παροικίας». Αὐτό πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς ἀληθές, ὅτι δηλαδή περί ἐπιστολῆς πρόκειται, διότι συμφωνεῖ μέ τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Συρόπουλου. Εἰς τόν Συρόπουλο δέ, δέν φαίνεται πουθενά νά γίνεται ἀναφορά, οὔτε κἄν ὑπαινισμός γιά κάποια ἐναρκτήρια ὁμιλία τοῦ ἁγ. Μάρκου πρός τήν Σύνοδο, πλήν τῆς ἐνάρξεως τήν ὁποία σοῦ προανέφερα καί εἰς τήν ὁποία ὡμίλησε ὁ Μυτιλήνης.
Ἔχει νομίζω, ἐν τέλει, μεγάλη διαφορά τό νά ὁμιλήση, ὅπως ἐσύ ἰσχυρίζεσαι, ὁ ἅγιος μέσα στήν Σύνοδο στήν πρώτη του ὁμιλία ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπό τό νά στείλη μία ἰδιωτική ἐπιστολή κατόπιν παρακινήσεως τῶν ἄλλων, (οἱ ὁποῖοι μάλιστα τοῦ ὑπέδειξαν καί τόν τρόπο καί τό ὕφος τῆς ἐπιστολῆς) καί εἰς αὐτήν νά παρακινῆ πρός μετάνοια τοῦ Πάπα καί πρός ἐπανόρθωσι τῶν λαθῶν τῶν Λατίνων.
Ἐρχόμενος ἐν συνεχείᾳ εἰς τό περιεχόμενον τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς ἔχω νά ἀναφέρω τά ἑξῆς. Ὁ ἅγιος φαίνεται ὅτι ἐτήρησε αὐτά πού τοῦ συνέστησαν οἱ ἄλλοι, ἐπειδή προφανῶς θά ἐβοήθουν εἰς τήν ἕνωσιν, πλήν ὅμως ἡ ὅλη ἐπιστολή δέν ἀφίσταται τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως οὐδέ βῆμα ποδός. Τά σημεῖα τῶν ἐγκωμίων πρός τόν Πάπα, τά ὁποῖα ἐντοπίζονται εἰς τήν ἐπιστολή εἶναι: τρεῖς φορές τόν ὀνομάζει ἁγιώτατο πατέρα, μία φορά μακαριώτατον πατέρα, μία φορά χρησιμοποιεῖ τήν φράσι «τῇ σῇ τελειότητι» καί μία φορά ἀναφερόμενος εἰς αὐτόν τόν ἀποκαλεῖ  «τό τῶν ἱερέων αὐτοῦ πρωτεύοντα».
Εἰς τήν ἐπιστολή αὐτή ὁ ἅγ. Μᾶρκος, πέραν αὐτῶν τῶν ἐγκωμίων, ἀκολουθεῖ τήν ἑξῆς γραμμή. Κατ’ ἀρχάς ὁμιλεῖ διά τό σχίσμα καί τήν διάσπασι τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ, καί τό πόσο αὐτή ἔβλαψε καί ἐσκανδάλισε, πόσο ἐπίσης ἀποδυνάμωσε τούς Ὀρθοδόξους, ὥστε νά μήν δύνανται νά ἀντιμετωπίσουν ἀπό κοινοῦ τούς ἐξωτερικούς ἐχθρούς. Ἀναφέρει καί ἁγιογραφικά χωρία καί παρακαλεῖ τόν Κύριο νά εὐλογήση τήν προσπάθεια τῆς ἑνώσεως. Ἐν συνεχείᾳ ἀπευθύνει τόν λόγο προσωπικῶς εἰς τόν Πάπα: «Πρός σέ δέ λοιπόν, ἁγιώτατε πάτερ, τόν λόγον ποιήσομαι» (σελ. 200).
Ἀρχίζει κατ’ εὐθείαν, ἐν συνεχείᾳ, ἀπό τήν προσθήκη εἰς τό σύμβολο τῆς Πίστεως: «Τίς ἡ τοσαύτη φιλονεικία περί τήν καινοτόμον ταύτην προσθήκην, ἥτις τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατέτεμε καί διέσχισε καί τούς ἀπ’ αὐτοῦ καλουμένους ἐπί τοσοῦτον ταῖς γνώμαις διέστησε;»· ἀναφέρει ὅτι ἡ προσθήκη εἶναι κατηγορία καί περιφρόνησις τῶν Πατέρων: «Τί τῶν πατέρων κατέγνωμεν, ὅτι παρά τάς κοινάς αὐτῶν παραδόσεις ἕτερα φρονοῦμεν καί λέγομεν;»· κατηγορεῖ τούς Λατίνους ὅτι ἡ προσθήκη δηλώνει ὅτι ἡ πίστις ἦτο ἐλλιπής: «Τί τήν  ἐκείνων ἐλλιπῆ τιθέμεθα πίστιν, καί τήν ἡμετέραν ὡς τελειοτέραν εἰσάγομεν;»· ὅτι ἡ προσθήκη ἐπίσης εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι ἀποδοχή ἄλλου εὐαγγελίου: «Τί παρά τό εὐαγγέλιον, ὅ παρελάβομεν ἕτερον εὐαγγελιζόμεθα;».
Ἀναφέρεται ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος εἰς τά ἄζυμα «Τίς τήν ἀδελφικήν ἀγάπην ἐξ ἡμῶν ἀφεῖλε, τήν διάφορον θυσίαν εἰσαγάγων, τήν οὐκ ὀρθῶς προσφερομένην, ἐπεί μή διαιρουμένην;»· προσθέτει ἀκόμη ὅτι ἡ ἀλλαγή εἰς τήν τέλεσι τοῦ μυστηρίου ἔγινε ἀπό διεστραμμένους καί κακόβουλους ἀνθρώπους: «Ἄρα ψυχῆς ἀποστολικῆς ταῦτα καί πατρικῆς γνώμης καί ἀδελφικῆς διαθέσεως ἤ τοὐναντίον σκαιᾶς τινος καί διεστραμμένης καί αὐθεκάστου καί οὐδέν ἡγουμένης δεινόν, εἰ πάντες ἀπόλλοιντο;»· ἐπισημαίνει κατωτέρω ὅτι αὐτοί ὅλοι πού προκάλεσαν αὐτήν τήν διαίρεσι μέ αὐτές τίς καινοτομίες θά τιμωρηθοῦν περισσότερο ἀπό τούς σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό ὅλους τούς παλαιότερους αἱρετικούς: «Ἐγώ μέν οἶμαι τόν τήν διαίρεσιν ταύτην εἰσαγαγόντα καί τόν ἄνωθεν ὑφαντόν χιτῶνα τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος διασχίσαντα μείζονα τῶν σταυρωτῶν ὑποστήσεσθαι δίκην καί τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἁπάντων ἀσεβῶν καί αἱρετικῶν» (ὅπ. ἀν.).
Μετά ἀπό αὐτόν τόν αὐστηρόν ἔλεγχο ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἀναφέρει ὅτι δίδεται τώρα ἡ εὐκαιρία στόν Πάπα νά διορθώση τά λάθη τῶν προκατόχων του. Ἐπίσης τοῦ λέγει ὅτι ἄν αὐτό τό κατορθώση θά τοῦ ἀποδοθῆ στέφανος δόξης ἀπό τόν Χριστό: «ἴδε τόν στέφανον τόν πλακέντα τῆς δόξης, ὅν περιθέσθαι μή ἀναβάλλῃ». Ἡ διόρθωσις πρέπει νά γίνη ἀκολουθώντας διαφορετικήν τώρα πορεία ἀπό τούς προκατόχους του: «Κατέτεμεν ἕτερος, αὐτός συνούλωσον·  διέσχισεν ἕτερος, αὐτός σύναψον· ἐφιλονείκησεν ἕτερος ἀδιόρθωτον τό κακόν ἐργάσασθαι, σύ φιλονείκησον ἐπανορθῶσαι τό γεγονός, ὡς εἰ μηδέ ὅλων ἐγένετο» (σελ. 201).
Ὑποδεικνύει ὁ ἅγιος τόν τρόπο τῆς διορθώσεως τῶν δύο βασικῶν αἱρέσεων τῶν Λατίνων: «Ἤκουσά του τῶν παρ ἡμῖν σοφῶν οἰκονομίας χάριν καί διορθώσεως τινῶν οὐχ ὑγιῶς περί τήν πίστιν ἐχόντων τήν προσθήκην ταύτην ἐξ ἀρχῆς ἐπινοηθῆναι·  οὐκοῦν οἰκονομίας χάριν ἀφαιρεθήτω πάλιν, ἵνα προσλάβησθε ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαράττεσθαι πάντως ὑμᾶς εἰκός, εἰ μή ἀναλγήτως ἔχετε». Γιά δέ τά ἄζυμα γράφει «οὕτω καί νῦν, ἁγιώτατε πάτερ, καλός ὁ ἔνζυμος ἄρτος, καλός καί ὁ ἄζυμος· ἀλλ’ εἰ ὁ ἄζυμος σκανδαλίζει καί ἥττων εἰς θυσίαν λογίζεται καί ἀτελής καί νεκρός καί ἄρτος κακώσεως παρά τῇ Γραφῇ καλεῖται, τί μή ὁ ἔνζυμος αἱρετέος, καί περιαιρετέος ὁ ἄζυμος; Ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμά ἐσμέν οἱ πολλοί, φησίν ὁ θεῖος ἀπόστολος· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν. Ὅπου ἄρα μή τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν, εἰκότως οὐδέ σῶμα ἕν ἐσμέν, οὐδέ συμπνέομεν ἀλλήλοις καί τήν αὐτήν ποιούμεθα κίνησιν».
Ἀναφέρει κατωτέρω ὅτι ἡ αἵρεσις δέν εἰπώθηκε κάπου ἰδιωτικά, ἀλλά εἰς αὐτό τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, εἰς αὐτήν τήν ὁμολογία τοῦ βαπτίσματος, ἐπειδή ἐκεῖ ὁμολογεῖται ἡ πίστις τοῦ βαπτιζομένου: «Ποῦ δέ οὐ τό αὐτό λέγομεν, εἰκότως τό σχίσμα τοῦτο τό μέγα καί ἀθεράπευτον ἐν ἡμῖν ἐστι μέχρι τήμερον. Ποῦ δε οὐ τό αὐτό λέγομεν; Οὐκ ἐν γωνίᾳ καί παραβύστῳ τινί καί καθ’ αὑτούς συνιόντες, ὅπου καί λαθεῖν ἐστι τούς πολλούς, ἀλλ’ ἐν τῷ κοινῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως, ἐν τῇ τοῦ βαπτίσματος ὁμολογίᾳ, ἐν τῇ χριστιανικῇ σφραγῖδι. Καί εἰ  βασιλικόν παραχαράττωννόμισμα μεγάλης ἐστί τιμωρίας ἄξιος, ὁ τήν κοινήν σφραγῖδα τῆς χριστιανῶν ὁμολογίας μεταποιῶν, τίνα ἄν ὑποσχών τήν δίκην οὐκ ἐλάττω δόξειε δοῦναι τοῦ πλημμελήματος;» (σελ. 202).
Πρός τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς κάνει ὁ ἅγιος μία θαυμασία διδασκαλία πρός τόν Πάπα γιά τήν ἐξ ἀρχῆς συμφωνία Ἀνατολικῶν καί Δυτικῶν μεταξύ των καί μέ τούς Πατέρας. Τώρα οἱ Ἀνατολικοί συμφωνοῦν μέ τούς Πατέρες, ἐνῶ οἱ Δυτικοί μέ τίς καινοτομίες, οὔτε μέ τούς Ἀνατολικούς συμφωνοῦν, οὔτε μέ τούς Πατέρες: «Σκόπει δέ οὕτως. Ἐλέγομέν ποτε τόαὐτό δηλονότι, καί οὐκ ἦν ἐν ἡμῖν σχίσμα·  τότε δέ δήπου καί τοῖς πατράσισυνεφωνοῦμεν ἀμφότεροι·  νῦν δέ, ὅτε μή τό αὐτό λέγομεν, ὅπως ἄραἑκάτεροι ἔχομεν; Ἡμεῖς μέν δή τά αὐτά λέγοντες ἅπερ καί τότε, καί ἡμῖναὐτοῖς συμφωνοῦμεν καί τοῖς πατράσιν ἡμῶν καί ὑμῖν, ἄν ἐθέλητε τἀληθῆλέγειν· ὑμεῖς δέ ἐπεισαγαγόντες καινότερα, πρῶτον μέν πρός ὑμᾶς αὐτούς,εἶτα πρός τούς κοινούς πατέρας, ἔπειτα δε γε καί πρός ἡμᾶς διαφωνεῖνἀναγκάζεσθε. Καί τί μή πρός τήν καλήν ἐκείνην συμφωνίαν ἐπάνιμεν,  καίἡμῖν αὐτοῖς καί ἀλλήλοις καί τοῖς πατράσιν ἡμᾶς ὁμολόγους ἀποφανεῖ, καί τόσχίσμα περιελεῖ, καί συνάψει τά διεστῶτα, καί πᾶν ἀγαθόν ἐργάσεται (σελ. 203).
Ἐν κατακλεῖδι ἀποθέτει τό βάρος τῆς εὐθύνης ὅλης εἰς τόν Πάπα, ἀπότήν στάσι τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται  χαρά   λύπη τοῦ διαβόλου καί  νίκηἤ  ἧττα τῶν ἐχθρῶν: «μή ἀτιμάσατε τήν πρεσβείαν· μή τούς κόπουςἐξουθενήσητε· μή τάς εὐχάς ἀκάρπους ἐλέγξητε· μή τό θέλημα τῶν ἐχθρῶνἐκπληρώσητε· μή τόν κοινόν ἐχθρόν καί πολέμιον ἐπεγγελάσαι ἡμῖν ὡςπρότερον συγχωρήσητε· μή τόν Θεόν καί τό Πνεῦμα αὐτοῦ τό ἅγιονλυπηθῆναι παρασκευάσητε. Μετέωρός ἐστι πᾶσα ψυχή καί ἀκοή πᾶσα, τήνὑμῶν ἀναμένουσα γνώμην. Ἄν ἐθελήσητε νεῦσαι πρός τήν εἰρήνην καί τάσκάνδαλα ἐκ μέσου περιελεῖν, ἤρθη τά τῶν χριστιανῶν, πέπτωκε τά τῶνἀσεβῶν, ἔπτηξαν οἱ μισοῦντες ἡμᾶς καί τόν οἰκεῖον προεγνώκασιν ὄλεθρον» (ὅπ. ἀν.)
Ἄν ἀπεναντίας, ἐπιλέγει  ἅγιος,  προσπάθεια τῆς ἑνώσεως ἀποβῆἄκαρπος, τότε δέν ἀπομένει παρά  Θεός νά φροντίση γιά τήν διόρθωσιτῆς Ἐκκλησίας: «Εἰ δ' ( μή γένοιτο) τοὐναντίον ἐκβαίη καί τό πονηρόν ἔθοςτῆς διαστάσεως ἐπικρατήσειε τοῦ κοινῇ συμφέροντος, ἐγώ μέν οὐκέτι δύναμαιπεραιτέρω λέγειν καί τῷ πάθει συγχέομαι· Θεός δέ μόνος  πάντα δυνάμενοςἐπανορθώσειε τήν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἥν τῷ ἰδίῳ ἐξηγοράσατο αἵματι, καί τόθέλημα αὐτοῦ ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς γενέσθαι παρασκευάσειεν·  ὅτιαὐτῷ πρέπει δόξα, τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν» (ὅπ. ἀν.).
Μετά τήν ἐκτενῆ ἀναφορά πού ἔκανα στήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου,πάτερ, δέν κατανοῶ ποῖον σκανδαλισμό θά ἠδύνατο νά προκαλέση  σέἐμένα  σέ οἱονδήποτε χριστιανό αὐτή  ὁμολογιακή ἐπιστολή τοῦ ἁγίου.Ἄν ὅμως ἀπομονώσωμε κάποιες λέξεις, ὅπως ἐσύ σκοπίμως ἔπραξες, τότε εἶναι δυνατόν νά προκαλέσωμε κάποιον σκανδαλισμό. Αὐτή ὅμως ἡ μέθοδος τῆς ἀπομονώσεως κάποιων λόγων καί τῆς ἀποκοπῆς των ἀπό τό ὅλο κείμενο καί πνεῦμα τοῦ συντάκτου εἶναι μέθοδος ὄχι ὀρθόδοξος, ἀλλά τῶν Παπικῶν, τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ κλπ.
Μήπως πιστεύεις ὅτι σήμερα ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας καί οἱ λοιποί Οἰκουμενιστές, καί εἰδικά οἱ μετέχοντες εἰς τούς διαλόγους, θά ἠδύναντο νά χρησιμοποιήσουν τίς ἴδιες ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου καί συγχρόνως τόν ἴδιο ἐλεγκτικό τρόπο, ὑποδεικνύοντάς τους τίς αἱρέσεις καί πλάνες των  καί συγχρόνως τόν τρόπο ἐπαναφορᾶς των εἰς τήν Ὀρθοδοξία; Μήπως εἶδες, πάτερ, νά ἐκλέξη ὁ Πατριάρχης γιά ἐκπρόσωπό του εἰς τούς διαλόγους κάποιον ἁγιορείτη μοναχό ἤ κάποιον αὐστηρό ὀρθόδοξο, ἔχοντα μάλιστα ὁμολογιακή διάθεσι; Ὄχι, βέβαια, ἀλλὰ ἔχει ἐπιλέξει καὶ ἐπιμένει σὲ ἐκπροσώπους ποὺ ἔχουν κατηγορηθεῖ τεκμηριωμένα ὡς αἱρετίζοντες, ὅπως ὁ Περγάμου Ἰωάννης, ὁ ὑπογράψας τὴν προδοτικὴ συμφωνία τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, Δημητριάδος Ἰγνάτιος καὶ ὁ περὶ διηρημένης Ἐκκλησίας διδάσκων Μεσσηνίας Χρυσόστομος! Ἤ μήπως διεπίστωσες μετά ἀπό τριάντα καί πλέον χρόνια διαλόγων νά διώρθωσαν οἱ Παπικοί κάποια πλάνη των ἤ νά ὑπεχώρησαν σέ κάποιο σημεῖο; Ἄν αὐτό, ἐσένα πάτερ, δέν σέ σκανδαλίζη καί δέν σέ προβληματίζη ὡς πρός τόν σκοπό καί τό πρόγραμμα τῶν διαλόγων, τότε νομίζω ὅτι τούς καλύπτεις καί τάσσεσαι ἀπροκάλυπτα  μέ τό μέρος των.
Ἀναφέρεις εἰς τό σημεῖον αὐτό τῆς ἐπιστολῆς σου ὅτι ὁ ἅγιος «ὅταν διεπίστωσε τό ἀμετανόητόν των, ἐφέρθη κατ’ ἀκρίβειαν, ἐγκαταλείψας τάς λεκτικάς φιλοφρονήσεις». Γιατί λοιπόν καί σήμερα δέν χρησιμοποιοῦν ὁ Πατριάρχης καί οἱ λοιποί Οἰκουμενιστές τήν ἐμπειρία αὐτή τοῦ ἁγίου καί ὅλων τῶν ἄλλων Ἁγίων πρό καί μετά αὐτοῦ, εἰς τήν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν (εἰδικά τῶν Παπικῶν), ἀλλά ἀκολουθοῦν τήν ἤδη χαραχθεῖσα ὁδό τῆς Ν. Ἐποχῆς, γράφοντας κατά τό δή λεγόμενο «στά παλιά τους τά παπούτσια» τούς Ἁγίους; Καί ἄν ὑπελόγισαν ὅτι οἱ σημερινοί Παπικοί διαφέρουν ἀπό αὐτούς τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγ. Μάρκου, μετά τριάντα χρόνια διαλόγων δέν τό συνειδητοποίησαν, ὅτι δηλαδή εἶναι οἱ ἴδιοι καί χειρότεροι;
Σημείωσε δέ καί τό ἑξῆς πάτερ, ἐνῶ οἱ Παπικοί εἶναι οἱ ἴδιοι καί ἀπαράλλακτοι μέ αὐτούς τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου, κατὰ δυστυχίαν οἱ Ὀρθόδοξοι δέν εἶναι ἴδιοι μέ τούς συγχρόνους τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπους, πού ἐσύ ὀνομάζεις Λατινόφρονες. Ἀπόδειξις τρανή εἶναι ὅτι ὁ Πατριάρχης ἐπισήμως κατά τήν  θρονική ἑορτή τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου εἰς τήν Κων/πολι κατά τό ἔτος 1998 ἀπεκάλεσε τόν ἅγιο Μᾶρκο καί τούς λοιπούς Ἁγίους πού συνέβαλαν εἰς τήν δημιουργία καί διαιώνισι τοῦ σχίσματος «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως
», συμπληρώνοντας μάλιστα ὅτι ἐμεῖς σήμερα πρέπει νά διορθώσωμε τά λάθη των κλπ. Κατά τά ἄλλα, ἐσύ προβληματίζεσαι, ὅπως ἀναφέρεις στήν ἐπιστολή σου, ἄν θά μνημονεύσης κάποιον πού διέκοψε τό μνημόσυνο καί ἀπεβίωσε ἀποτειχισμένος, καί δέν προβληματίζεσαι πού μνημονεύεις μεγαλοφώνως καί ἐκφώνως στήν ἱερώτερη στιγμή τῶν μυστηρίων αὐτόν τόν «μασκαρᾶ», ὁ ὁποῖος ὑβρίζει τούς Ἁγίους καί ἀναγνωρίζει τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ ὡς συνοδοιπόρους του.
Ἀξίζει ἐδῶ, νά σοῦ ἀναφέρω καί τήν ἔκθεση τῶν ἴδιων πραγμάτων ἀπό ἕνα Ἅγιο, τόν ἅγ. Ἀθανάσιο τόν Πάριο, ἀπὸ τά ὁποῖα καί πάλι συμπεραίνεται, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Συνόδου στή Φερράρα, δέν ἦσαν Λατινόφρονες, ἀλλ’ εἶχαν ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἦταν σύμψυχοι τοῦ ἁγ. Μάρκου, ἀφοῦ δέν τούς εἶχαν κάμψει ἀκόμη οἱ ἀπειλές, οἱ στερήσεις στίς ὁποῖες τούς ὑπέβαλαν οἱ Λατῖνοι καί οἱ λοιποί διωγμοί. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος:
«Καί ἔγινε μεγάλη λογομαχία ἀνάμεσα στόν θεῖο Μᾶρκο, πού ...ἀπαιτοῦσε τήν ἀνάγνωση τῶν Ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (σ.σ. ἀπὸ τήν ὁποία θά ἐφαίνετο τό παράνομο τῆς προσθήκης τοῦ Filioque). Ὅταν ἔληξε ἡ συνεδρίαση ἐκείνης τῆς μέρας (13.10.1438) οἱ καρδινάλιοι καί πολλοί Λατίνοι ἐπίσκοποι, ἔτρεξαν ἀμέσως στό βασιλιά καί τόν Πατριάρχη  καί μέ τήν παρουσία καί τῶν ἀνατολικῶν ἀρχιερέων στό κελί τοῦ Πατριάρχη, ἔβαλαν ὅλα τους τά δυνατά, γιά νά ἐμποδίσουν τήν ἀνάγνωση τῶν Συνοδικῶν ὅρων... κι ἔλεγαν πώς ἦταν ὄχι μόνο περιττή κι ἀνώφελη, ἀλλά καί πρόξενος σκανδάλων. “Ἀλλά, ἄν θέλετε τέλος πάντων (εἶπαν), διαβάστε τούς ὅρους μεταξύ σας στή δική σας συνέλευση”.
»Οἱ δικοί μας λοιπόν, βλέποντας ὅτι ἡ ἐπιδίωξη τοῦ θεόσοφου Μάρκου ἦταν νά πλήξη τήν λατινική ἔπαρση καί αὐθάδεια, ἀντιστάθηκαν κι αὐτοί συμφωνώντας μαζί του. Καί τούς ἀνάγκασαν ν’ ἀποδεχτοῦν τήν ἀνάγνωση στήν κοινή συνέλευση στό παλάτι τοῦ Πάπα, ὥστε ἀποφάσισαν, ὅτι ἄν δέν διαβαστοῦν πρῶτα οἱ Ὅροι, εἶναι ἀδύνατο νά γίνει ἄλλη συνέλευση. Οἱ παπικοί λοιπόν, βλέποντας τήν τόση ἀντίσταση καί σταθερότητα, στό τέλος δέχτηκαν μέ τό ζόρι νά γίνει ἡ ἀνάγνωση τῶν Ὅρων σέ κοινή σύνοδο» (Ἁγίου Ἀθανασίου Πάριου, «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, [Ὁ Ἀντίπαπας]», Ἐπιμέλεια Παπαδόπουλος Δημήτριος, ἐκδ. Δ. Π. Νέστωρ, Ἀθήνα, σελ. 72).
Κι ἐνῶ λοιπόν, στήν ἀρχή ἦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι ὁμόφρονες, στή συνέχεια οἱ πιέσεις καί οἱ ἀπειλές τοῦ Πάπα, ἀλλά καί οἱ ἀντιζηλίες μεταξύ των συνετέλεσε ὥστε «ἀλίμονο, οἱ ἄλλοι ὄχι μόνο δέν βοηθοῦσαν, ἀλλά ἄρχισαν νά εἶναι καί ν’ ἀγωνίζονται σάν ἐχθροί καί πολέμιοι αὐτοῦ τοῦ Μάρκου, ἀλλά πολύ περισσότερον καί πολέμιοι τῆς ἀλήθειας»  (στό ἴδιο, σελ. 72).
Τελειώνοντας μέ τόν ἅγ. Μᾶρκο (εἶχα τόν πειρασμό νά σχολιάσω καί ἄλλο τά γραφόμενά σου) ἀναφέρω μόνον ὅτι ἡ ἀποτείχισις γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Κανών (ΙΕ΄τῆς Πρωτοδευτέρας) γίνεται πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ κηρύσσοντος αἵρεσι καί εἶναι ἐπιβεβλημένη, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγ. Μᾶρκος μέ τούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς του καί ὄχι, ὅπως ἐσύ τούς χώρισες σέ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες, προφανῶς γιά νά θολώσης τά νερά καί ἐλίσσεσαι καί ἀνελίσσεσαι ἀναλόγως, προκειμένου νά στηρίξης τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος. Εἶναι ὅμως ἄξιον ἀπορίας τό ἑξῆς: Τόν Βαρθολομαῖο σέ ποιά κατηγορία αἱρετικῶν τόν κατατάσσεις; Εἶναι ἀστέρας πρώτου μεγέθους, δευτέρου, διάττοντας ἤ πυγολαμπίδα; Δέν σέ ἐρωτῶ βεβαίως γιά τόν Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, γιατί γι’ αὐτόν ἀποφάνθηκε προσφάτως ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος στήν εἰδική ἐκδήλωσι πού ὀργανώθηκε πρός τιμήν του, ὅτι εἶναι ὁ μεγαλύτερος θεολόγος μετά τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό!
Θά ἀναφέρω ἐν συνεχείᾳ ὀλίγα γιά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, εἰς τήν ὁποία ἀναφέρεσαι στήν συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς σου. Γράφεις στή σελ. (11) τά ἑξῆς: «Τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας –ἐνῶ πλεῖσται ἀφορμαί δι’ ἀποτείχισιν ἐδόθησαν καί οὐδεμία ἀποτείχισις ἐγένετο, καταδεικνυομένου οὕτως τοῦ προαιρετικοῦ τῆς ἐξαιρέσεως– ὁ π. Ε. τήν ἀντιπαρέρχεται πολύ ...εὔκολα. Μέ τήν δικαιολογίαν ὅτι τότε “ἡ Ἐκκλησία ἐζοῦσε ἐν διωγμῷ”, ἄν καί ἀμέσως κατωτέρω ὁμολογεῖ ἀντιφατικά ὅτι “οἱ περίοδοι πού ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐν διωγμῷ θεωροῦνται οἱ καλύτερες ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς”».
Σχολιάζοντας τά γραφόμενά σου ἔχω νά ἀναφέρω τά ἑξῆς. Προφανῶς ἐπειδή θεωρεῖς δεδομένη τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, δέν ἀσχολεῖσαι κἄν νά ἀναφέρης ἀνάλογα παραδείγματα πρός κατοχύρωσι τῶν λόγων σου καί βεβαίως γιά νά πεισθοῦμε καί ἐμεῖς περί τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου. Ἔτσι λοιπόν καί ἐδῶ συνεχίζεις νά ὁμιλῆς ἀμάρτυρα καί συγχρόνως μέ ἀπόλυτον πεποίθησι ὅτι δέν σφάλλεις εἰς τά λεγόμενά σου. Ἄν ὑποθέσωμε ὅμως, ὅτι ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, ὅπως δηλαδή τά παρουσιάζεις, τί σημαίνει αὐτό; Μήπως σημαίνει ὅτι κατοχυρώνεται τό δυνητικό τοῦ Κανόνος καί οἱ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν αἱρετικῶν, τίς ὁποῖες παρουσιάζεις; Μά ἄν αὐτά εἶναι ἀστήρικτα ἀπό πλευρᾶς ἁγ. Γραφῆς, ἱερῶν Κανόνων καί διδασκαλίας ἁγ. Πατέρων, τότε ὄχι αὐτή ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά ὅλες οἱ περίοδοι τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἄν συμφωνοῦσαν μέ τά λεγόμενά σου, πάλι οἱ θεωρίες σου θά ἦσαν μετέωρες καί ἀστήρικτες. Ἁπλῶς τότε θά λέγαμε ὅτι ἄλλα διδάσκει ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ ἱεροί Κανόνες καί ἄλλα ἔπραξαν οἱ Ὀρθόδοξοι γιά διαφόρους λόγους. Δέν εἶναι δυνατόν, δηλαδή νά ἀθετήσωμε τό κῦρος τῆς ἁγ. Γραφῆς ἤ νά ἀλλάξωμε τήν διδασκαλία της καί μάλιστα σέ θέματα πίστεως, διότι τότε ἀκολουθοῦμε ἄλλο εὐαγγέλιο καί ὁπωσδήπτε εὑρισκόμεθα ἀναλόγως σέ ἄλλη Ἐκκλησία.
Αὐτό τό διδάσκει θαυμάσια ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ πολλά σημεῖα, ἀναφερόμενος μάλιστα εἰς τήν μοιχειανική αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του. Θά σοῦ ἀναφέρω κάποια χωρία, ὄχι βεβαίως ἐπειδή δέν τά γνωρίζεις, ἀλλά διότι πρέπει πάντα νά κατοχυρώνωμε τόν λόγο μας στήν ἁγ. Γραφή καί στούς Πατέρες:
 «Εἷς γάρ νόμος ἔσται, φησί, καί ἕν εὐαγγέλιον παρελάβομεν˙ καί ὅς ἐκ τοῦδε τοῦ εὐαγγελίου κἄν τό τυχόν παρασαλεύσοι, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἡ ἀσφάλεια. μή βασιλεύς μείζων ἀγγέλου; μή οὐχί ὁ κοσμοκράτωρ ἐν τῷ κόσμῳ μείζων πάντων τῶν κοσμοκρατορικῶς κρατούντων δαιμόνων καί ἀνθρώπων, ἀλλ’οὐχί θεϊκῶς; καί τί ὁ ἀπόστολος; ἀνάθεμα ἔστω. ἄγγελοι οὐ τολμῶσι παρασαλεῦσαι, οὐδέ σαλεύοντες μένουσι μή ἀναθεματιζόμενοι, ὡς ὁ διάβολος καί ἡ ἀποστατική αὐτοῦ πληθύς. καί πῶς ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκί ὤν, σαλεύων κάι καινοτομῶν, καί μάλιστα τοιαύτας καινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος θεοῦ;» (Ἐπιστ. 36, Εὐπρεπιανῷ καί τοῖς σύν αὐτῷ, Φατ. 36, 103, 77). Σ’ αὐτήν τήν ἐπιστολή ὁ ὅσιος συνδυάζει καί ταυτίζει  τήν διδασκαλία του μέ τήν ἁγ. Γραφή καί ἀναφέρει ὅτι ἡ οἱαδήποτε ἀλλοίωσις τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς καθιστᾶ ἀναθεματισμένους καί ἀποξενωμένους ἀπό τόν Θεό.
«Ἐπεί δέ περί θεοῦ καί εἰς θεόν ὁ λόγος, οὗ δοῦλα τά σύμπαντα, οὐχ ὁ τίσδε ἤ τίσδε, ἀλλ' οὐδ εἰ Πέτρος καί Παῦλος οὐδ᾿ ἄν τις τῶν ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἄν κἄν τό βραχύτατον παρακινῆσαι, ὡς διά τούτου τοῦ παντός εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου» (Ἐπιστ. 429, Ἐπιστολή ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρός Μιχαήλ βασιλέα, Φατ. 601, 26). Ἐδῶ διδάσκει ὁ ὅσιος ὅτι ἡ ἀλλοίωσις μίας ἐντολῆς εὐαγγελικῆς σημαίνει τήν ἀνατροπή ὅλου τοῦ εὐαγγελίου.
 «Πάλιν δέ ὅτι καί ὅλον τό Εὐαγγέλιον διά τῶν φθασάντων παρανομιῶν ἠθετήκασιν, ὦ ἱερά καί θεία κορυφή· ἐπεί καί ἕν ἀνόμημα ἀρκεῖ τόν καθόλου νόμον ἀνατρέψαι. Πᾶσαι γάρ ἀλλήλων ἔχονται, φησίν ὁ μέγας Βασίλειος, αἱ ἐντολαί· ὡς ἐν τῇ λύσει τῆς μιᾶς, καί τάς λοιπάς ἐξ ἀνάγκης συγκαταλύεσθαι· οὐκ ἐξ ἑαυτοῦ τοῦτο, ἀλλ' ἐκ τοῦ φθεγγομένου ἐν αὐτῷ Χριστοῦ λέγων· ὅς φησι, Πᾶς ὁ λύων μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὗτος ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν·δηλονότι ἀπολλύμενος. Καί ὁ θεσπέσιος Ἰάκωβος Ὅστις, φησί, τελέσει ὅλον τόν νόμον, πταίσει δέ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἐπιστ. 34, Λέοντι πάπα Ρώμης, Φατ. 97, 89 – P.G. 99, 1025). Ἐδῶ ὁ ὅσιος στηριζόμενος πάλι στήν ἁγ. Γραφή καί τόν Μ. Βασίλειο διδάσκει ὅτι ἡ ἀλλοίωσις ἤ ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς σημαίνει τήν ἀθέτησι ὅλου τοῦ εὐαγγελίου.
 «Ὅπερ ἀσεβές δόγμα τοσοῦτόν ἐστιν, ὡς μή μόνον τό ἱερόν εὐαγγέλιον ἀνατρέπειν, κατά τό ἐκ μέρους φύσιν ἔχειν τό ὅλον ἀνατρέπεσθαι, ἀλλά καί αὐτήν τήν Χριστοῦ οἰκονομίαν ἀναιρεῖν· αἱρετικά γάρ ἀλλήλων τἀναντία.(Ἐπιστ. 38, Ἀρσενίῳ τέκνῳ, Φατ.109, 15). Ἐδῶ διδάσκει ὁ ὅσιος ὅτι τό εὐαγγέλιο εἶναι σά μία νομοθεσία τῆς ὁποίας, ἄν κάτι ἀλλοιώσης εἶσαι ἔνοχος καί μόνο δι’ αὐτήν τήν ἀλλοίωσι καί παραχάραξι. Ἡ φύσις τοῦ εὐαγγελίου εἶναι τέτοια ὥστε, ἄν ἀλλοιώσης μία ἐντολή, συγχρόνως ἀλλοιώνεις καί ἀθετεῖς ὅλο τό εὐαγγέλιο, δηλαδή κηρύττεις ἄλλο εὐαγγέλιο, ἄλλο Χριστό, ἄλλη Ἐκκλησία.
    Ἐρχόμενος μετά ἀπό τίς ἀνωτέρω ἐπισημάνσεις εἰς τά γραφόμενά σου, δέν μπορῶ εἰλικρινά νά κατανοήσω πῶς σοῦ διέφυγε πάτερ, αὐτό τό βασικό καί οὐσιῶδες θέμα, εἰς τρόπον ὥστε, ἀντί νά ξεκινήσης μέ τό νά στηρίξης τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος στήν ἁγ. Γραφή πρωτίστως, στούς ἱερούς Κανόνες ἐν συνεχείᾳ καί στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἀκολούθως καί μάλιστα νά ἀποδείξης ὅτι ὅλα αὐτά διδάσκουν καί στηρίζουν τήν ἑρμηνεία αὐτή, ἐσύ ἀντιθέτως προσπαθεῖς νά τήν στηρίξης γενικά καί ἀόριστα, χωρίς μάλιστα νά κατονομάζης κάποιον ἅγιο τῆς περιόδου αὐτῆς, ὁ ὁποῖος νά μήν ἀποτειχίσθηκε ἀπό τούς κηρύσσοντας δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας γυμνῇ τῇ κεφαλῇ τήν αἵρεσι.
Ἐγώ ἁπλῶς τήν παρέτρεξα αὐτήν τήν περίοδο, ἐπειδή, ἀφ’ ἑνός μέν δέν ἐγνώριζα κάτι συγκεκριμένο, τό ὁποῖο νά μαρτυρῆται ἀπό τούς βίους τῶν Ἁγίων αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων ἐπικεντρώνετο εἰς τό νά μήν ἐξισλαμισθοῦν ἀπό τίς καταπιέσεις καί τά μαρτύρια πού ὑφίσταντο ἀπό τούς κατακτητές.  Ἐθεώρησα δέ ὅτι ὁ ἀγώνας αὐτός τῶν Ὀρθοδόξων τῆς περιόδου αὐτῆς ἦταν ἀρκετός γιά νά τούς δικαιώση στά μάτια τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἄν κάτι ἄλλο τό παρέβλεπαν. Ὅμως βασικά, δέν εἶχα κάτι συγκεκριμένο νά ἀναφέρω.
Ἄν τώρα ἐσύ, εἶχες ὑπ’ ὄψιν σου, ὅπως ἀναφέρεις, «πλεῖστες ἀφορμές δι’ ἀποτείχισι», ἔπρεπε νά τίς παρουσιάσης· καί ἐπειδή πάντοτε μᾶς ἐνδιαφέρει τί ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι καί ἀπό τούς Ἁγίους ἀντλοῦμε τά παραδείγματα, ἔπρεπε ἐπί πλέον νά μᾶς παρουσιάσης τί ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι αὐτῆς τῆς περιόδου στίς πλεῖστες αὐτές ἀφορμές δι’ ἀποτείχισι. Μέ τόν τρόπο ὅμως, μέ τόν ὁποῖο προσπαθῆς νά στηρίξης τήν δυνητική ἑρμηνεία, ἀποδεικνύεις ἄθελά σου, ὅτι ἡ ἑρμηνεία αὐτή οὔτε ἁγιογραφικά ἐρείσματα ἔχει, οὔτε συμφωνεῖ μέ τούς ὑπολοίπους Κανόνες, οὔτε φυσικά μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, καί ὡς ἐκ τούτου, προκειμένου νά τήν παρουσιάσης ὡς πρᾶξι τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικά, καί ἐπιπλέον ὡς σύνεσι καί διάκρισι, ἀποφυγή σχίσματος κλπ., ἀναφέρεσαι γενικά καί ἀόριστα σέ μία περίοδο πού οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν ἄλλον ἀγῶνα καί σταυρό νά σηκώσουν καί φυσικά μετά ἀπό αὐτή τήν ἀναφορά ἐξάγεις ἀβίαστα τά συμπεράσματα πού θέλεις.
    Εἰς τό ὑπό κρίσιν βιβλίο πού ἐξέδωσα, ἄν παρατηρήσης πάτερ, μετάἀπό μία ἀνάλυσι τοῦ Κανόνος, προσπάθησα νά καταδείξω σύμφωνη τήνἑρμηνεία πού ἔδωσα μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τούςἉγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἐσύ πάλι, ἄν ἤθελες νά ἀποδείξης ὀρθή τήν θεωρία σου ἔπρεπε νά ξεκινήσης ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, νά ἀναφέρης τάἀνάλογα χωρία, τά ὁποῖα πιστεύεις ὅτι στηρίζουν τήν δυνητική ἑρμηνεία καί ἐπί πλέον νά μᾶς ὑποδείξης ποῦ ἐμεῖς τά διαστρέφομε αὐτά τά χωρία τά ὁποῖα ἐπικαλούμαστε.  Ἔπειτα ἔπρεπε νά παρουσιάσης καί ἄλλους ἱερούς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι νά ὁμιλοῦν διά «μή ἀποτείχισι», ὑπακοή εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο, μνημόνευσι τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων κλπ., ὥστε ἡ θεωρία σου αὐτή νά μήν ὁμοιάζη σάν ἕνα φάντασμα μέσα στό Πηδάλιο. Κατόπιν, ὅπως ἦταν φυσικό καί ἀναμενόμενο, ἔπρεπε νά παρουσιάσης καί τούς Ἁγίους συμφώνους μέ τήν δυνητική θεωρία καί νά ἀναφέρης χωρία τῶν Ἁγίων τά ὁποῖα νά διδάσκουν ὑπακοή εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μνημόνευσι ἄχρι καιροῦ, ἐνσωμάτωσι καί συμπόρευσι μέ αὐτούς κλπ.
    Ἐσύ βεβαίως πάτερ, ἀπό ὅλα αὐτά πού ἔπρεπε νά κάνης καί κατά τήν γνώμη μου θά κατωχύρωναν αὐτά πού ὑποστηρίζεις, τίποτε φυσικά δέν ἔκανες. Ξεκίνησες ἀπεναντίας νά ἑρμηνεύης τόν Κανόνα χωρίς καμμία ἀπολύτως συγκεκριμένη ἀναφορά σέ Γραφές καί Πατέρες, ἐν συνεχείᾳ θόλωσες, κατά τό δή λεγόμενο, ἀκόμη περισσότερο τά νερά μέ τίς θεωρίες τοῦ «ἀχρείου δούλου» καί τοῦ «ἐπί πλέον» καί βεβαίως προσέθεσες τήν ἔλλειψι καθάρσεως θείου φωτισμοῦ καί διακρίσεως, καθώς καί τήν κατάληξι (οἰκτρά κατάληξι ὅπως ἀκριβῶς τήν ὀνομάζεις) τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, χωρίς βεβαίως νά κατονομάσης ἤ νά περιγράψης τήν κατάληξι τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐπειδή προφανῶς τούς ἀκολουθεῖς, τούς ἀναγνωρίζεις καί τούς μνημονεύεις. 
    Μετά ἀπό αὐτά καί προφανῶς θεωρώντας ὅτι βαδίζεις σέ ὀρθόδοξο ἔδαφος, μᾶς ἔβαλες εἰς τό πέλαγος τῶν κατηγοριῶν καί ὑποκατηγοριῶν τῶν αἱρετικῶν, προκειμένου κατά τήν κοινή ἔκφρασι «νά χάσουμε τ’ αὐγά καί τά πασχάλια μας». Καί ἐδῶ βεβαίως παρατηρεῖται παντελής ἔλλειψις συγκεκριμένης ἀναφορᾶς σέ Γραφές καί Πατέρες. Τουλάχιστον δέν μᾶς ἀνέφερες σέ ποιά κατηγορία ἤ ὑποκατηγορία κατατάσσεται ἕνας Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος ἀνήκει ὀργανικά στό Π.Σ.Ε., ἀναγνωρίζει τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, χωρίς αὐτοί νά μετανοήσουν καί ἐπιστρέψουν στήν  Ὀρθοδοξία, θεωρεῖ τούς αἱρετικούς «ἀδελφές Ἐκκλησίες» μέ τήν πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου, ὡς συνυπευθύνους μέ τούς Ὀρθοδόξους, δηλαδή, γιά τό ποίμνιο πού τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός, ὑπογράφει μέ τούς αἱρετικούς συμφωνίες καί δεσμεύσεις γιά τήν ἀπό  κοινοῦ πορεία των, συμπροσεύχεται, (συνιερουργεῖ), ἀνταλλάσσει λειτουργικούς ἀσπασμούς κλπ. μέ αὐτούς καί βεβαίως ἀδιαφορεῖ πλήρως γιά τίς ἀντιδράσεις καί τόν σκανδαλισμό τῶν Ὀρθοδόξων, γιά Γραφές καί Κανόνες κλπ.
Τέλος πάντων συνέχισες τήν παράθεσι τῶν ἀπόψεών σου μέ τό ὑπό σοῦ θεωρούμενο ἀκαταμάχητον ἐπιχείρημα, ὅτι δηλαδή οὐδέποτε ἐτιμωρήθηκε κάποιος ἐπειδή δέν ἀπετειχίσθη πρό συνοδικῆς διαγνώμης ἀπό τόν κηρύσσοντα δημοσίως αἵρεσι Ἐπίσκοπο· καί ἔτσι ἀπό τά ἀρνητικά προσπάθησες νά ἀποδείξης τά θετικά. Θά ἔπρεπε βεβαίως ἐδῶ, προκειμένου νά στηρίξης τίς θεωρίες σου, νά παρουσιάσης κάποιους, οἱ ὁποῖοι ἐπαινέθηκαν, ἐπειδή δέν ἀποτειχίσθηκαν σέ ἀνάλογες περιπτώσεις αἱρέσεως ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, διότι προφανῶς δέν ἔκαναν σχίσμα, ἐπέδειξαν διάκρισι, σύνεσι κλπ.
Προσπαθεῖς ἐν συνεχείᾳ νά παρουσιάσης συνήγορο τῆς δυνητικῆς θεωρίας τόν ἅγ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἀλλά αὐτό, τί νά πῶ, ὑπερβαίνει κάθε λογική, ἐπειδή ὁ ἅγιος κατηγορήθηκε ἀπό πολλούς ἀκριβῶς γιά τόν ἀντίθετο λόγο.
    Κατόπιν ἀφήνοντας τήν πρό τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου περίοδο καταπιάνεσαι μέ τίς ἀποτειχίσεις μετά τήν ἐποχή τοῦ ὁσίου. Αὐτές τίς κατατάσσεις ἀναλόγως στίς κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν αἱρετικῶν, χωρίς νά ἀσχολεῖσαι μέ τό ἄν ἔγιναν πρό συνοδικῆς διαγνώμης, δηλαδή σύμφωνα μέ τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα. Ἔτσι λοιπόν τό ἔχεις, κατά τό δή λεγόμενο «δίπορτο καί τρίπορτο καί πεντάπορτο»! ἀδιαφορώντας πλήρως γιά τό ἄν οἱ Πατέρες, προκειμένου νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά μέ κάποιον, ἐκεῖνο πού ἐξέταζαν ἦταν ἄν τό φρόνημά του ἦτο ὀρθόδοξο.
    Προφανῶς λοιπόν, ἄν ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος δέν ἀποδειχθῆ σύμφωνος μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, σημαίνει ὅτι ἡ θεωρία αὐτή ἀποτελεῖ μία καινοτομία, μία ἀλλοίωσι τοῦ εὐαγγελίου σέ θέματα πίστεως, δηλαδή ἀποδοχή ἄλλου εὐαγγελίου καί ἄλλης Ἐκκλησίας, προφανῶς αὐτῆς τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἡ ὁποία θά συμπορεύεται μέ ὅλους καί ὅλα.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος, πάτερ, πού σοῦ ὑποδεικνύω ὅτι δέν ἐξεκίνησες σωστά καί δι’ αὐτό μέ τίς θεωρίες σου φθάνεις στά ἀποτελέσματα πού ἐπιθυμεῖς. Τό θέμα, ὅπως καταλαβαίνεις, εἶναι πολύ σοβαρό καί εἰδικά στά χρόνια πού ζοῦμε καί ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει διαβρώσει τά πάντα. Πιστεύω δέ ἀπολύτως ὅτι οἱ θεωρίες αὐτές, τίς ὁποῖες ἐνστερνίζεσαι καί διδάσκεις, πολύ βοηθοῦν στήν ἐξάπλωσι καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, καθώς ἐπίσης καί στήν ἀνάπαυσι τῆς συνειδήσεώς μας καί δι’ αὐτό τίς ἀποδέχονται πλήρως οἱ Οἰκουμενιστές Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι καί, εἰς αὐτό τό σημεῖο ἀσφαλῶς, θά σᾶς θεωροῦν εὐεργέτες των. Διότι πῶς θά εὕρισκαν καλύτερο τρόπο νά καθησυχάσουν τόν λαό καί νά βαδίζουν ἀνενόχλητοι τήν πορεία των;
    Ἐρχόμενος πάλι εἰς τά γραφόμενά σου (γιά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας) καί πρίν κλείσω τήν ἑνότητα αὐτή, θέλω νά ἐπισημάνω τά ἑξῆς: Εἶναι ἄραγε δικαιολογία, ὅπως ἀναφέρεις, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκετο ἐν διωγμῷ ἤ πραγματικότης; Μήπως συμμερίζεσαι τίς ἀπόψεις τοῦ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του τό  1991 εἶπε καί τό ἑξῆς ἀνθελληνικό καί προσβλητικό γιά τόν ἑλληνικό λαό: «Δυστυχώς οι 2 λαοί (Τούρκοι και Έλληνες) διέκοψαν την υπέροχη συμβίωσι των 400 χρόνων. Ξεσηκώθηκαν το 1821 κάτι ξεβράκωτοι και δημιούργησαν τις γνωστές προστριβές»; (Ἀθηναϊκές ἐφημ. 27 και 30 Οκτωβρίου 1991).
    Διότι, ἄν πράγματι τότε ἡ Ἐκκλησία ζοῦσε ἐν διωγμῷ (καί τό ἀποδεικνύουν αὐτό οἱ μάρτυρες καί οἱ Νεομάρτυρες, τά κρυφά σχολειά, τά παιδομαζώματα κλπ.) καί ὑφίσταντο οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες τόν κίνδυνο τῆς ἀφομοιώσεως καί τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἀπό τούς Τούρκους, εἶναι τουλάχιστον σκληρό ἐκ μέρους σου καί ἄδικο νά ζητᾶς ἀποτειχίσεις τήν περίοδο αὐτή καί, ἀντιθέτως, σήμερα πού διαβιοῦμε ἐν πλήρει ἐλευθερίᾳ καί καλοπέρασι, νά δικαιολογῆς τούς Ἁγιορεῖτες γιά τήν ἀδράνεια καί τόν ἐφησυχασμό των. Πρέπει νά τονισθῆ στό σημεῖο αὐτό, ὅτι πέραν τοῦ διωγμοῦ τῶν κατακτητῶν, οἱ Ὀρθόδοξοι ὑφίσταντο καθημερινῶς ἀνελέητες πιέσεις καί ἐκβιασμούς ἐκ μέρους τῶν στρατευμένων ταγμάτων τῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι ὤργωναν κυριολεκτικῶς τόν τόπο προκειμένου νά προσηλυτίσουν τό ὀρθόδοξο ποίμνιο. 
    Διά τούς λόγους αὐτούς, κατά τή γνώμη μου, μόνο σάν ἄθλος μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ τό γεγονός ὅτι τότε διαφυλάχθηκε  ἡ Ὀρθοδοξία, ἐνῶ σήμερα τήν ἐμπιστευθήκαμε πρός διαπραγμάτευσι καί ἀπεμπόλησι εἰς τά χέρια τοῦ Πατριάρχη καί τοῦ Ζηζιούλα!
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ στίς τελευταῖες κρίσεις τοῦ γράμματός σου. Γράφεις εἰς τό τέλος τῆς σελ. (11): «Ἡ συνεπής ἐφαρμογή τῆς θεωρίας του ἀναγκάζει τόν π. Ε. νά ὁδηγηθῇ συχνά σέ φοβερές ἀκρότητες. Θεωρεῖ τόν κηρύττοντα αἱρετικά φρονήματα Πατριάρχην –καί ἀλλαχοῦ καί τόν μή κηρύττοντα, ἀλλ’ ἁπλῶς αἱρετικῶς φρονοῦντα–, αὐτομάτως καί χωρίς συνοδική καταδίκην, ὡς ψευδεπίσκοπον, ἐκτός Ἐκκλησίας, ξένον Θεοῦ, ἄμοιρον Χάριτος καί μή δυνάμενον νά τελέσῃ ἔγκυρα μυστήρια! Τοιοῦτος πιστεύει ὅτι αὐτομάτως καθίσταται καί ὁ ὁποιοσδήποτε ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος τόν μνημονεύει ἢ κοινωνεῖ μετ’ αὐτοῦ, ἀσχέτως ἄν εἶναι κατά πάντα ὀρθόδοξος ἤ ἀκόμη καί ὁμολογητής».
Ἐδῶ νομίζω, πάτερ, ὅτι μοῦ προσάπτεις κατηγορίες οἱ ὁποῖες στηρίζονται στά δῆθεν φρονήματά μου, τά ὁποῖα βεβαίως δέν ἔχω. Δέν γνωρίζω πῶς ὡδηγήθηκες εἰς αὐτά τά συμπεράσματα, πάντως ὤφειλες νά μέ ἐρωτήσης πρωτίστως τί πιστεύω γιά ὅλα αὐτά πού ἀναφέρεις, πρίν καταλήξεις εἰς αὐτά τά συμπεράσματά σου. Ἐκτός βεβαίως ἄν γνωρίζης τά ἐσωτερικά τῶν καρδιῶν καί τῶν διαλογισμῶν καί τῶν πεποιθήσεων τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε δέν χρειάζεται νά ἐρωτᾶς. Διότι καί ἐδῶ παραδόξως δέν φαίνεται νά ἀμφιβάλλης δι’ αὐτά τά συμπεράσματά σου, ὅπως σοῦ ἐπεσήμανα καί σέ προηγούμενες διδασκαλίες σου. Ἄν πάλι στηρίχθηκες εἰς αὐτά τά συμπεράσματα, ἐπειδή ἐγώ ἑρμήνευσα κάποιο ἁγιογραφικό ἤ πατερικό χωρίο λάθος, ὤφειλες, νομίζω εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, νά ἀναφέρης τό χωρίο, δίνοντας τήν, κατά τήν γνώμη σου, σωστή ἑρμηνεία.
Κατανοῶ ὅμως, ὅτι εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι εἶναι πολύ εὐκολώτερο νά τά βάζης μέ τόν π. Εὐθύμιο ἤ οἱονδήποτε ἄλλον κοινό θνητό, παρά μέ τούς Ἁγίους καί τήν ἁγ. Γραφή, τά ὁποῖα δυνατόν νά λέγουν τά ἴδια πράγματα. Κατανοῶ ἐπίσης ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς τά ἔσχατα χρόνια καί ὡς ἐκ τούτου οἱ ὑποθῆκες τῆς ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων εἶναι δυσβάστακτες καί κυρίως ἀναχρονιστικές, ἐπειδή δέν συμφωνοῦν μέ τό κοινωνικό γίγνεσθαι. Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ὅμως εἶναι εἰλικρινέστερος ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ὅλα αὐτά πρέπει νά τά κλειδώσωμε σ’ ἕνα ντουλάπι καί νά βαδίσωμε μέ τήν ἀγάπη. Τό νά θέλουν σήμερα οἱ Ἁγιορεῖτες νά βαδίσουν μέ τίς ὑποθῆκες τῆς πίστεώς μας καί συγχρόνως μέ πρωτοστάτες καί ἀρχηγούς τῆς παρατάξεως τοῦ Κυρίου τόν Βαρθολομαῖο καί τόν Ζηζιούλα, αὐτό νομίζω εἶναι τελείως ἀδύνατο καί ἀσυμβίβαστο.
    Ἐπειδή οἱ τελευταῖες κρίσεις καί ἀπόψεις σου, πάτερ, ἐπικεντρώνονται στούς ἐντός καί ἐκτός Ἐκκλησίας, στούς χαριτωμένους καί ἀχαρίτωτους, στούς πρό Συνοδικῆς καταδίκης καί στούς μετά ταύτην κλπ. καί ἐπί πλέον οἰκοδομεῖς τίς σκέψεις σου χωρίς ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐπιχειρήματα, ἀλλά μέ βάσι τόν ὀρθολογισμό θά ἀπαντήσω καί ἐγώ γενικά ἐπισημαίνοντας ἀπό τά γραφόμενά σου αὐτά πού κρίνω ἀναγκαῖα. Ἄν πάλι παραλείψω κάτι βασικό μπορεῖς νά μοῦ τό ἐπισημάνης νά τό διευκρινίσω ἐκ τῶν ὑστέρων.
    Στούς συλλογισμούς σου λοιπόν εἰς τήν σελ. (12) μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεις: «Ἁπλῶς λέγω –κάτι τό ἐξόφθαλμο ἄλλωστε– ὅτι ἐάν ταῦτα ἴσχυον, ΟΛΟΙ ΜΑΣ θά εἴμαστε ἐκτός Ἐκκλησίας, μολυσμένοι καί ἀχαρίτωτοι!». Ἐγώ πάτερ, δέν γνωρίζω ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀπό τούς συγκεκριμένους τούς ὁποίους ἀναφέρεις, πιστεύω ὅμως ὅτι ὅλοι μας (ὁ καθένας σέ ἀνάλογο βαθμό) συμμετέχομε στήν αἵρεσι, εἴτε διά τῆς μνημονεύσεως, εἴτε διά τῆς σιωπῆς καί δειλίας, εἴτε διά τῆς καινοτομίας τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, εἴτε διά τῆς καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἀνοχῆς καί στηρίξεως τῶν αἱρετικῶν ποιμένων κλπ.
Πιστεύω ἐπίσης, ὅτι γιά νά μήν συμμετέχης στήν αἵρεσι, πέραν τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος καί τῆς κατά δύναμιν ὀρθοδόξου βιοτῆς, πρέπει ὁπωσδήποτε νά μήν μνημονεύης αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ νά ἐπικοινωνῆς ἐκκλησιαστικά μέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τόν μνημονεύουν. Αὐτά ἐσύ πάτερ, πρέπει νά τά γνωρίζης καλύτερα, διότι πέραν τῶν ἄλλων ἀναφέρονται καί στίς ὑποθῆκες τῶν Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων τῶν ἐπί Βέκκου μαρτυρησάντων.
 Νομίζω ἐν τέλει ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί φυσικά ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ ἱεροί Κανόνες μᾶς καθορίζουν πλήρως αὐτά τά ὁποῖα προσπαθεῖς νά τά ἐκμαιεύσης διά τοῦ  ὀρθολογισμοῦ. Φαίνεται ὅμως ὅτι, ἐσύ πάτερ, γνωρίζεις τούς ἐντός καί ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό ὅλους ἐμᾶς πού διεκδικοῦμε μία θεσούλα ἐντός τῆς σωστικῆς κιβωτοῦ, διότι εἰς τήν  σελίδα (3) ἀκροτελεύτεια ἀναφέρεις: «...ἀλλά καί ἡ κατάληξις εὐλαβεστάτων Πατέρων, πού ἐνῶ μᾶς στήριζαν στήν ἀρχήν τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς, τώρα διστάζομε νά τούς μνημονεύσωμε στήν Θείαν Λειτουργίαν, διότι ἐκοιμήθησαν ἐκτός Ἐκκλησίας!».
Δέν θέλω, γιά νά μή σέ λυπήσω, νά κρίνω περαιτέρω αὐτές τίς θέσεις σου, πλήν ὅμως φαίνεται ὅτι τούς ἐντός καί ἐκτός Ἐκκλησίας τούς συγκαταριθμεῖς ἀπό τήν μνημόνευσι καί ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Πατριάρχη. Ἐδῶ προφανῶς οἱ πρῶτοι πού θά διαμαρτυρηθοῦν στίς ἀπόψεις σου θά εἶναι οἱ προκάτοχοί σου Ὁσιομάρτυρες ἐπί Βέκκου τοῦ λατινόφρονος καί βεβαίως ὁ Μ. Φώτιος, ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, ὁ Μ. Ἀθανάσιος καί φυσικά ἀπό τούς στύλους καί θεμελίους τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.  Τά ἀνάλογα χωρία τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων θά τά βρῆς στό προσφάτως ἐκδοθέν βιβλίο μου.
Ἐν συνεχείᾳ, καί προκειμένου νά μᾶς διαβεβαιώσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ ὅπου πηδαλιουχεῖ καί χαράσσει πορεία ὁ Βαρθολομαῖος, ἀναφέρεις τούς γνωστούς χαρισματούχους, ὅπως ἰσχυρίζεσαι, γέροντες καί τούς ἤδη ἀναγνωρισμένους συγχρόνους Ἁγίους, καθώς καί τήν ἀφθονία τῶν θαυμάτων μέ τά ὁποῖα τούς ἐτίμησε ὁ Θεός: «Καί ὁπωσδήποτε καί οἱ χαρισματοῦχοι ὅσιοι Γέροντες: Παΐσιος, Πορφύριος, Σωφρόνιος, Ἰάκωβος, Βησαρίων κ. ἄ.! Ἀλλὰ καὶ οἱ ἤδη ἀνεγνωρισμένοι Ἅγιοι: Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ, Νικόλαος Πλανᾶς, Γεώργιος Καρσλίδης, Λουκᾶς Συμφερουπόλεως κ.ἄ.! Ὅσον ἀφορᾶ δέ τὴν ἀφθονίαν θαυμάτων, καί μετά τήν κοίμησίν των, ἔχει ὁ π. Ε. πρόχειρον πρός χρῆσιν τό χωρίον τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου (τέλος σελ. 79)».
Δυστυχῶς καί ἐδῶ δέν ἀντιμετωπίζεις τό πρόβλημα στήν οὐσία του, ἀλλά δι’ ἄλλης ὁδοῦ καί κινούμενος στόν ὀρθολογισμό καί πάλι, σάν ἠλεκτρόνιο γύρω ἀπό τόν πυρήνα, προσπαθεῖς νά δείξης διά τῶν χαρισματούχων γερόντων ὅτι τό ὀρθόδοξο ἔδαφος εἶναι ἐκεῖ ὅπου πατᾶ ὁ Βαρθολομαῖος. Τό πρόβλημα ὅμως στήν οὐσία του ἔγκειται στό ἄν ὑπάρχη αἵρεσις· καί ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, τί πρέπει νά κάνη ὁ κάθε Ὀρθόδοξος καί ἰδιαίτερα οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται οἱ φύλακες τῆς πίστεως.
Τό ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις καί μάλιστα ἡ δεινοτέρα τῶν αἱρέσεων, τό ἀναφέρουν ὅλοι οἱ σοβαροί Ὀρθόδοξοι καί ἐπί πλέον καί οἱ χαρισματοῦχοι γέροντες τούς ὁποίους ἐπικαλέσθηκες. Τό ὅτι δέ, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, πρέπει πάραυτα νά ἀπομακρυνθοῦμε ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς φορεῖς της, τό ἀναφέρουν ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ ἱεροί Κανόνες καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι. Ἄν λοιπόν αὐτοί οἱ χαρισματοῦχοι γέροντες δέν ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι μέγα λάθος των καί παράλειψις, διότι ἀντιστρατεύεται σέ ὅ,τι σοῦ ἀνέφερα ἀνωτέρω καί διότι ἔδωσαν εἰς αὐτό τό σημεῖο κακό παράδειγμα εἰς τούς συγχρόνους των μεταγενεστέρους κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς διά τό τί πράττομε ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί βεβαίως διότι ἔδωσαν ἐπιχειρήματα εἰς τούς Οἰκουμενιστάς νά κραυγάζουν ὅτι, ἐφ’ ὅσον αὐτοί οἱ χαρισματοῦχοι γέροντες δέν ἀπετειχίσθηκαν, ἄρα τό ὀρθόδοξο ἔδαφος εὑρίσκεται ἐκεῖ ὅπου πατᾶ ὁ  Βαρθολομαῖος.
 Δέν πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά λησμονῆς, πάτερ, ὅτι μέ βάσι τήν ἁγ. Γραφή, ὄχι αὐτοί οἱ χαρισματοῦχοι γέροντες, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό νά κατέβουν καί νά μᾶς διδάξουν μέ λόγια καί ἔργα ὅτι οἱ ἔχοντες αἱρετικά φρονήματα καί ὅλοι αὐτοί πού δημοσίως καί συνοδικῶς ἀθετοῦν μία ἤ περισσότερες εὐαγγελικές ἐντολές, ἀντιμετωπίζονται διαφορετικά ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐμεῖς δέν θά πρέπει να πεισθοῦμε, ἀλλά νά θεωρήσωμε ὅτι ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις τοῖς Ἁγίοις» (Ἰούδα 3) δέν δέχεται οὔτε πρόσθεσι, οὔτε ἀφαίρεσι, οὔτε κατά ἕνα γιῶτα ἤ μία κεραία (Ματθ. 5, 18). Νομίζω λοιπόν ὅτι εἰς τό σημεῖο αὐτό μειώνεις ἄθελά σου τούς χαρισματούχους αὐτούς γέροντες καί τούς παρουσιάζεις νά ἀντιστρατεύωνται στήν ἁγ. Γραφή καί σέ ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξη Παράδοσι.
Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι ἄλλο. Χαρισματούχους γέροντες καί Ἁγίους διακηρύττουν ὅτι ἔχουν καί οἱ Παλαιοημερολογίτες, τούς ὁποίους ἐσύ, ἄν φυσικά σέ ἑρμηνεύω σωστά, θεωρεῖς ὅτι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Στό πρόσφατο περιοδικό «Ἅγιοι Κολλυβάδες» τοῦ Φθινοπώρου τοῦ 2011 ὁ συντάκτης του π. Νικόλαος Δημαρᾶς, ὁ ὁποῖος ἀνήκει εἰς τήν Σύνοδο τῶν Παλαιημερολογιτῶν τοῦ ἀπελθόντος Χρυσοστόμου Κιούση καί νῦν Καλλινίκου, ἀναφέρει  στή σελίδα (29) τά ἑξῆς, προκειμένου νά μᾶς πείση περί τοῦ ποῦ εὑρίσκεται ἡ Ἐκκλησία καί ἡ χάρις τοῦ ἁγ. Πνεύματος: «Εἴμαστε ἡ συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα! Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πορεία μας στόν χρόνο, καθώς ἕλκουμε τήν καταγωγή καί τήν συνέχειά μας ἀπό τόν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης καί τήν διακοινωνία μας μέ τήν Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, πού ἦταν ἡ συνέχεια τῆς Γνήσιας Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, τῆς Ἐκκλησίας δηλ. τῶν Ἁγίων Φιλαρέτου καί Ἰωάννου Μαξίμοβιτς, καθώς καί τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν Ἁγίων Πατέρων, πραγματικά Ὁσίων καί σημειοφόρων ἀνδρῶν, ὅπως ὁ Γέροντας Ἱερώνυμος ἐν Αἰγίνῃ, ὁ π. Ἰωάννης Βαξεβανόπουλος τῆς Ἀμφιάλης, ὁ π. Ἀθανάσιος καί ὁ π. Εὐθύμιος, προηγούμενοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ὁ π. Ἰωακείμ στόν Ἅγιο Νεῖλο, ὁ π. Μόδεστος στήν Κερασιά, ὁ π. Εὐγένιος Λεμονῆς, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρουμάνος ὁ Χοζεβίτης, καί πλῆθος ἄλλοι, πού ἀνέδειξε ἡ Ἐκκλησία μας, πολλούς ἀπό τούς ὁποίους γνώρισα καί προσωπικά».
Τί γίνεται λοιπόν πάτερ, πού καί ἐδῶ καί ἐκεῖ διακηρύσσεται ὅτι ὑπάρχουν χαρισματοῦχοι γέροντες; Ἡ εὔκολη βεβαίως λύσι εἶναι νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι αὐτοί τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι ψεύτικοι καί ἐκτός Ἐκκλησίας καί οἱ δικοί μας οἱ ἀληθινοί. Αὐτό ὅμως, κατά κόρον μάλιστα, τό διδάσκουν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου καί ἐκεῖνοι. Θά γνωρίζης ἀσφαλῶς, πέραν τῶν ἄλλων ὅτι, οἱ Παλαιοημερολογίτες κάποιους ἀπό τούς χαρισματούχους γέροντες πού ἀνέφερες, τούς κατηγοροῦν γιά σοβαρά ἐλαττώματα στήν πίστι (π.χ. τόν π. Σωφρόνιο γιά αἵρεσι, μετάδοσι Θ. Κοινωνίας στούς αἱρετικούς, μικτό μοναστήρι κλπ., τόν π. Πορφύριο γιά συμμετοχή σέ ἀποκρυφισμό, ἀνατολικές θρησκεῖες κ.ἄ.) καί ὅλους μαζί γιά συμμετοχή στόν Οἰκουμενισμό διά τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων.
Γιά νά συμπληρώσωμε δέ τόν πίνακα τῶν χαρισματούχων γερόντων καί Ἁγίων, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι, προκειμένου νά ἀποδείξουν τό ποῦ εὑρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, διακηρύττουν καί οἱ Παπικοί ὅτι ἔχουν χαρισματούχους γέροντες καί Ἁγίους μετά τό σχίσμα καί θαύματα τά ὁποῖα τελοῦνται στόν δικό τους χῶρο, ὅπως αὐτά τῆς Παναγίας τῆς Λούρδης κλπ.
Νομίζω, ἔπειτα ἀπό ὅσα ἀνέφερα, πάτερ, ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως κρίνονται ἀποκλειστικά καί μόνο μέ βάσι τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ὄχι μέ τούς χαρισματούχους γέροντες, διότι ἐδῶ ὑπεισέρχονται καί προσωπικά θέματα καί ὑπερβολές πολλές φορές τῶν ἀνθρώπων, ἔκδηλος καί ἀρρωστημένος καλπασμός τῆς φαντασίας καί διάθεσις νά ἐξυψώσωμε τόν γέροντά μας καί νά τόν ἀποδείξωμε χαρισματοῦχο, ἴσως δέ καί προβολή αὐτῶν τῶν γερόντων γιά ἐμπορικούς λόγους.  Κάποιος μάλιστα πού ἔχει ἕνα κατάστημα μέσα εἰς τό ἅγ. Ὄρος μοῦ ἀνέφερε ὅτι οἱ ἡγούμενοι τῶν μονῶν εὐχαριστοῦνται νά τούς λές ὅτι σέ εἶδα γέροντα στή Θ. Λειτουργία νά εὑρίσκεσαι ἕνα μέτρο πάνω ἀπό τό ἔδαφος,νά λάμπης κλπ. (δέν ἐνθυμοῦμαι ἀκριβῶς ὅλες τίς ἐκφράσεις του λεπτομερῶς).
Πέραν τούτου ὁ Θεός δέν δεσμεύεται, γιά τούς λόγους πού Ἐκεῖνος γνωρίζει, νά δίδη κάποια χαρίσματα σέ κάποιους. Οὔτε πάλι διαχρονικά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται στήν Ὀρθοδοξία, ὅπως τό ἅγ. Φῶς πού παίρνουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό Μ. Σάββατο στά Ἱεροσόλυμα, ἀποδεικνύουν καί πιστοποιοῦν ὅτι βαδίζουμε σωστά εἰς τά θέματα τῆς πίστεως.  Ἄν δηλαδή ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἰσχυρισθῆ ὅτι,  «ἐφ’ ὅσον παίρνω τό ἅγιο Φῶς, ἄρα καλά βαδίζω μέ τό νά ἀνήκω στό Π.Σ.Ε., νά συμμετέχω στούς θεολογικούς διαλόγους, νά ἀναγνωρίζω τά μυστήρια τῶν Παπικῶν κλπ.», τότε νομίζω θά ἀκούση κάποτε ἀπό τόν Χριστό ὅτι, «σοῦ ἔδινα τό ἅγιο Φῶς ἐπειδή ἤθελα νά ἀποδείξω διαχρονικά τήν Ἀνάστασί μου καί στά ἔσχατα χρόνια δέν εἶχα ποῦ ἀλλοῦ νά τό δώσω καί ἐσύ τό ἐξέλαβες ὡς βραβεῖο γιά νά παρανομῆς μέ ἥσυχη τή συνείδησί σου εἰς τά θέματα τῆς πίστεως»!
Γιά νά παρατρέξω τά πολλά, ἐπειδή ἐμακρύνθη ὁ λόγος καί ἀσφαλῶς θά σέ ἐκούρασα μέ τίς  φλυαρίες μου, θά σταθῶ εἰς τό τέλος τῆς σελ. (12), πρίν ἀπό τά συμπεράσματα τά ὁποῖα ἐξάγεις.  Γράφεις τά ἑξῆς: «Ἐξ ἄλλου ἀδυνατῶ νά διανοηθῶ ὅτι, κατά τήν μακράν ἐνασχόλησίν του μέ τό θέμα, δέν ἔπεσε στήν ἀντίληψίν του τοὐλάχιστον τό ἐν ἀρχῇ τοῦ Πηδαλίου (σελ. 4, σημ. 2) σχόλιον τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου, τό σαφέστατα διακρίνων τόν δυνάμει ἀχαρίτωτον ψευδεπίσκοπον (πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης του) ἀπό τόν ἐν ἐνεργείᾳ τοιοῦτον (μετά ταύτην)· καί ὅσα περί τοῦ “καθαιρείσθω” κ.λπ. ἐπισημαίνει, φέρων εἰς συνηγορίαν καί τούς Ἁγ. Ἀποστόλους».
Ἐδῶ πραγματικά, πάτερ, θέλω τήν βοήθειά σου γιά νά διακρίνωμε καί οἱ δύο ἀπό κοινοῦ ποία εἶναι ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος πού θίγεις. Ἐπειδή λοιπόν, ὄντως ἔχω ἀσχοληθῆ μέ τά γραφόμενα εἰς τό Πηδάλιο σχόλια τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, κατέληξα εἰς τό συμπέρασμα ὅτι τά «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», τά ὁποῖα ἀναφέρουν οἱ Κανόνες, ἰσχύουν γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα, πλήν τῶν θεμάτων τῆς πίστεως.  Καί ἐκεῖ φυσικά χρειάζεται τό δεύτερο πρόσωπο (ἡ Σύνοδος ἐν προκειμένῳ) ἡ ὁποία θά ἐπιβάλη τά προβλεπόμενα ὑπό τῶν Κανόνων ἐπιτίμια στό συγκεκριμένο πρόσωπο. Εἰς τούς κηρύσσοντας ὅμως, οἱαδήποτε αἵρεσι, δέν ὑπάρχει τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω» ἀλλά τό «ἀνάθεμα ἔστω». Αὐτό τό βλέπομε στόν ἀπ. Παῦλο (Γαλ. 1,8), ὅπου δύο φορές μετ’ ἐμφάσεως ἀναθεματίζονται οἱ διδάσκοντες οἱαδήποτε αἵρεσι, εἰς τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπου ἀναθεματίζονται ὅλες οἱ μέχρι τότε αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί, σέ πολλούς Ἁγίους και βεβαίως σέ πολλούς ἱερούς Κανόνες εἰς τό Πηδάλιο.
Τό πρόβλημα λοιπόν ἑστιάζεται εἰς τό ἑξῆς: Τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», τά ὁποῖα γιά νά ἐνεργοποιηθοῦν εἰς τό συγκεκριμένο πρόσωπο, χρειάζονται τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, εἶναι τό ἴδιο μέ τό «ἀνάθεμα ἔστω», τό ὁποῖο ἐπιβάλλεται στούς αἱρετικούς καί στίς αἱρέσεις; Χρειάζεται δηλαδή ἡ παρέμβασις τοῦ δευτέρου προσώπου (ἤτοι τῆς Συνόδου) ἤ ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου ἐνεργεῖ διαχρονικά σέ οἱονδήποτε κηρύσσει δημοσίως καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κάποια αἵρεσι; Κατ’ ἀρχάς ἡ διάταξις τοῦ λόγου τοῦ ἀποστόλου Παύλου δέν μᾶς ἀφήνει περιθώρια νά σκεφθοῦμε ὅτι, γιά νά ἐνεργήση ὁ ἀναθεματισμός, χρειάζεται κάποια ἄλλη παρέμβασι. Αὐτό τό ἀποδεικνύει ἐπί πλέον καί τό γεγονός ὅτι τοποθετεῖ καθ’ ὑπόθεσιν μεταξύ αὐτῶν πού ἀναθεματίζονται, ἄν διδάξουν κάποια αἵρεσι, καί αὐτούς τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους, ἀκόμη δέ καί τούς ἀγγέλους.  Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις, ἐπειδή ἀπ’ εὐθείας μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, ἐμπεριέχει τόν ἀναθεματισμό ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τόν ἀπόστολο Παῦλο.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς γράφει καί τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν ἀρχή του γιά τούς αἱρετικούς: «....καί τάς ἀράς δέ, αἷς ἑαυτούς ὑποβάλλουσιν οἱ παρανομοῦντες, δίκαιόν τε καί ὀφειλόμενον δεῖν ὠήθημεν ἀναγράψαι»· καί κατωτέρω τό Συνοδικό ἀναφέρει: «διό κοινῇ πάντες ὅσον εὐσεβείας πλήρωμα, οὕτως αὐτοῖς τήν ἀράν, ᾗ ἑαυτούς ὑπεβάλοντο, ἐπιφέρομεν». Δηλαδή ἀναφέρει τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι τόν ἀναθεματισμό δέν τό ἐπιβάλλει εἰς τούς αἱρετικούς κάποια Σύνοδος, ἀλλά οἱ ἴδιοι ὑποβάλλουν εἰς αὐτόν τούς ἑαυτούς των, λόγῳ τῆς αἱρέσεως.
Μία ἐπί πλέον τρανή ἀπόδειξις διά τό ὅτι ἰσχύει ὁ ἀναθεματισμός φυσικῶς ἀπό μόνος του στούς κηρύσσοντας οἱανδήποτε ἑτεροδιδασκαλία εἶναι  ὁ ἴδιος ὁ ἅγ. Νικόδημος, τόν ὁποῖο, πάτερ, ἐπικαλεῖσαι. Ἑρμηνεύοντας λοιπόν ὁ ἅγ. Νικόδημος ἄριστα, κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ, τούς ἱερούς Κανόνες, ὅπου αὐτοί ἀναφέρουν τό «καθαιρείσθω» καί τό «ἀφοριζέσθω», τά ἑρμηνεύει μέ τήν ἔκφρασι «νά καθαίρεται καί νά ἀφορίζεται», δηλαδή μέ τήν ἐνέργεια τοῦ δευτέρου προσώπου λαμβάνει ἰσχύν τό προβλεπόμενο ἐπιτίμιο.  Ὅπου ὅμως ἀναφέρουν οἱ ἱεροί Κανόνες τό «ἀνάθεμα ἔστω», ἐδῶ δέν ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος, κατ’ ἀναλογίαν μέ τά προηγούμενα, μέ τήν ἔκφρασι «νά ἀναθεματίζεται», δηλαδή γιά νά ἰσχύση ὁ ἀναθεματισμός πού ὁρίζει ὁ Κανόνας χρειάζεται νά ἐνεργήση ἡ Σύνοδος, ἀλλά ἀναφέρει τήν ἔκφρασι «ὁ παρών κανών ἀναθεματίζει ὅσους ἔχουν ἤ διδάσκουν αὐτό καί αὐτό...» Αὐτό θά τό διαπιστώσης ἀνάγλυφα πάτερ, στήν ἑρμηνεία τῶν Κανόνων τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου.
 Ὡς γνωστόν ἡ τοπική αὐτή Σύνοδος ἐπικυρώθηκε ὀνομαστικῶς, σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Νικόδημο, ἀπό μία Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀορίστως ἀπό ἄλλες δύο. Ἀπό τούς εἴκοσι ἕνα (21) λοιπόν Κανόνες πού ἐξέδωσε, οἱ εἴκοσι (20) περιέχουν τήν ἔκφρασι «ἀνάθεμα ἔστω». Κάθε δηλαδή Κανόνας καταδικάζει καί ἀναθεματίζει κάποια αἵρεσι, πού εἶχαν οἱ λεγόμενοι Εὐσταθιανοί. Καί στούς εἴκοσι αὐτούς Κανόνες στήν συγκεκριμένη ἔκφρασι ὁ ἅγιος ἑρμηνεύει: «ὁ παρών κανών ἀναθεματίζει κλπ.».  Δέν ἀναφέρει δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ὅτι ὅποιος ἔχει αὐτό τό φρόνημα νά ἀναθεματίζεται ἀπό τήν Σύνοδο, ὅπως στό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», ἀλλά ὁ Κανών ἀναθεματίζει ὅποιον ἔχει αὐτό τό φρόνημα, δηλαδή ὁ ἀναθεματισμός ἰσχύει (αὐτομάτως), χωρίς ἀπόφασι ἄλλης Συνόδου, εἰς τούς φρονοῦντας αἱρετικά.
Ἀπό ὅλα αὐτά τά ὁποῖα σοῦ ἀνέφερα, νομίζω ὅτι γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι δέν ἔχει καμμία σχέσι τό «καθαιρείσθω» πού ἀναφέρεις στήν ἐπιστολή σου μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως καί ἀπορῶ πῶς τά συνέδεσες, εἰς τρόπον ὥστε νά τά ὑποβιβάσης καί ἐξισώσης μέ ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα.
Ἐπιπροσθέτως θά σοῦ ἀναφέρω καί τό πολύ γνωστό παράδειγμα τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος, τό ὁποῖον ἀναφέρεται στόν Εὐεργεντινό: «Ἀπῆλθον ποτέ τινές πρός τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα· ἤκουσαν γάρ ὅτι μεγάλην ἔχει διάκρισιν· καί θέλοντας δοκιμάσαι αὐτόν εἰ ὀργίζεται, λέγουσιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων; ἀκούομεν περί σοῦ ὅτι πόρνος εἶ καί ὑπερήφανος· ὁ δέ εἶπε· ναί, οὕτως ἔχει. Λέγουσι πάλιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καί κατάλαλος; ὁ δέ εἶπεν· ἐγώ εἰμι· οἱ δέ πάλιν· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός; καί ἀπεκρίθη· οὐκ εἰμί αἱρετικός. Καί παρεκάλεσαν αὐτόν λέγοντες· εἰπέ ἡμῖν, διατί τοσαῦτα εἴπομέν σοι καί κατεδέξω, τοῦτον δέ τόν λόγον οὐκ ἐβάστασας; Λέγει αὐτοῖς· τά πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω· ὄφελος γάρ ἐστι τῇ ψυχῇ μου· τό δέ αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπό Θεοῦ. Οἱ δέ ἀκούσαντες τήν διάκρισιν αὐτοῦ ἐθαύμασαν καί ἀπῆλθον οἰκοδομηθέντες» (Β΄ τόμ. Ὑπόθεσις β΄, σελ. 56).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι καί ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων δέν ἀντιμετώπισε τήν αἵρεσι σάν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα καί δι’ αὐτό ἀρνήθηκε νά χαρακτηρισθῆ, ἔστω ἀπό ταπείνωσι, αἱρετικός, διότι, ὅπως ἀνέφερε, «τό δέ αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπό Θεοῦ».  Δηλαδή ἡ αἵρεσις ἡ ἴδια σέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου.
Αὐτά τά κείμενα πάτερ, μπόρεσα νά συγκεντρώσω ἐπί τοῦ θέματος τουτου. Ἄν ἐσύ ἔχης ἁγιογραφικά ἤ πατερικά χωρία τά ὁποῖα νά πιστοποιοῦν καί νά ἀποδεικνύουν τό ἀντίθετο σέ παρακαλῶ νά μᾶς τά προσκομίσης, γιά νά τά μελετήσωμε καί νά τοποθετηθοῦμε ἀναλόγως. Ὄχι ὅμως νά θέλης νά τό κάνωμε ἀβασάνιστα χρησιμοποιώντας μάλιστα τά λόγια τοῦ ἁγ. Νικοδήμου, τά ὁποῖα κατά τή γνώμη μου εἰπώθηκαν γιά ἄλλες περιπτώσεις καί ὄχι γιά τήν αἵρεσι.
Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά διευκρινίσωμε ὅτι οἱ Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά καθαίρεσι καί ἔχουν σχέσι μέ τά θέματα τῆς πίστεως, καθαιροῦν ὄχι αὐτούς πού ἔχουν αἱρετικά φρονήματα, ἀλλά αὐτούς πού θά ἐπιτρέψουν εἰς ὅσους τά ἔχουν νά πράξουν κάτι ἤ νά συμμετέχουν σέ κάτι ἐκκλησιαστικό μέ αὐτούς π.χ. συμπροσευχή κλπ. (45ος , 46ος,47ος Καν. ἁγ. Ἀποστόλων κλπ.). Ἡ καθαίρεσις στούς ἔχοντας αἱρετικά φρονήματα προφανῶς δέν διορθώνει τό κακό, οὔτε ὁ ἀφορισμός, διότι καί αὐτός ἔχει κάποια χρονική διάρκεια καί ἐπιφέρει προσωρινή ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ τά μυστήρια, ἀλλά μόνον ὁ ἀναθεματισμός, διότι μόνον δι’ αὐτοῦ καταδικάζεται καί ἡ αἵρεσις καί ὁ αἱρετικός καί ἀποκόπτονται παντελῶς ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ αἰώνια ἰσχύ. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἐάν κάποιον αἱρετικό ἁπλῶς τόν καθαιροῦσαν οἱ Κανόνες, θά ἠδύνατο ἔστω καί καθηρημένος νά συνεχίζη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας νά διαδίδη τά αἱρετικά του φρονήματα. Ἄρα τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω» τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου πού ἐπικαλεῖσαι δέν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέσι μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί αἱρέσεως.
Ἐπανερχόμενος τώρα εἰς τό θέμα τῆς ἐπιβολῆς τῶν ἀναθεμάτων ἀπό τήν Σύνοδο, εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι τήν ἀντίληψι αὐτή, ὅτι δηλαδή ἡ Σύνοδος ἐπιβάλλει τά ἀναθέματα, θά εἶχε καί ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας μέ τήν περί αὐτόν Σύνοδο. Αὐτό τό συμπεραίνομε ἀπό τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων πού ἔκανε τό 1965. Αὐτός λοιπόν ὁ καημένος  ὑπέθεσε ὅτι, ὅπως ἡ Σύνοδος τιμωρεῖ διά τῆς καθαιρέσεως κάποιον καί ἔχει τό δικαίωμα νά τόν ἐπαναφέρη μέ μία καινούρια ἀπόφασι, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τόν ἀναθεματισμό διά τά θέματα τῆς αἱρέσεως. Ἄν ὅμως, σύμφωνα μέ τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα καί κυρίως τόν ἀπ. Παῦλο, ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις ὡς χωρισμός ἀπό τόν Θεό προκαλεῖ τόν ἀναθεματισμό, τότε ἐξυπακούεται ὅτι οὐδείς δύναται νά τόν ἀναιρέση, οὔτε δηλαδή Οἰκουμενική Σύνοδος, οὔτε Ἀπόστολος, οὔτε ἄγγελος, εἰ μή μόνον ὁ ἴδιος πού τόν προκάλεσε, μέ τήν ἐπιστροφή φυσικά εἰς τήν Ὀρθοδοξία.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἀθηναγόρας ἐξαπάτησε καί τούς Παπικούς καί τούς Ὀρθοδόξους, οἱ δέ δύο ἑπόμενοι Πατριάρχες βαδίζοντας αὐστηρῶς εἰς τά ἴχνη του, ὄχι μόνον ἀνεγνώρισαν τήν πρᾶξι αὐτή, ἀλλά προχώρησαν καί σέ ἄλλες καινοτομίες, ὅπως τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων, τούς λειτουργικούς ἀκροβατισμούς κλπ.  Εἶναι ὅμως λυπηρό οἱ Ἁγιορεῖτες νά δηλώνουν ἄγνοια σέ τόσο σοβαρά θέματα (πού ἅπτονται τῆς σωτηρίας μας)  καί συγχρόνως νά συμπορεύωνται μέ τούς καινοτόμους, δίδοντάς τους τήν ἄδεια νά χειρίζωνται πράγματα τά ὁποῖα δέν εἶναι στήν ἐξουσία των.
Μέ τά συμπεράσματα τά ὁποῖα ἐξάγεις εἰς τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς σου, πάτερ, δέν θά ἀσχοληθῶ, διότι αὐτά νομίζω εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν λανθασμένων τοποθετήσεών σου. Ἄν ὁπουδήποτε σφάλλω, σέ παρακαλῶ, νά μοῦ τό ἐπισημάνης μέ ἀνάλογα ἀποδεικτικά στοιχεῖα, ἐπειδή νομίζω ὅτι εἰς τά θέματα τῆς πίστεως δέν πρέπει νά πειθώμεθα εὔκολα, διότι, εἰδικά στά ἔσχατα χρόνια θά γίνωμε βορά τῶν ἀνθρώπων τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἄν σέ ἐλύπησα καί ἔθιξα μέ τά γραφόμενά μου, σέ παρακαλῶ νά μέ συγχωρέσης καί νά τό καταλογίσης στόν ὁρμητικό χαρακτῆρα μου καί στόν ἐγωϊσμό μου.
Ἐπειδή τά θέματα τά ὁποῖα ἔθιξες στήν ἐπιστολή σου, καθώς καί ἡ ἀπάντησίς μου ἀφοροῦν βασικά θέματα πίστεως, θά ἀποστείλω τήν παροῦσα ἐπιστολή μαζί μέ τήν ἰδική σου, πέραν τοῦ διαχειριστοῦ τοῦ ἱστολογίου Paterikiparadosi καί τοῦ ἐν ἀρχῇ ἀναφερθέντος μοναχοῦ, καί ὅπου ἀλλοῦ χρειασθῆ. Ἡ ἴδια κοινοποίησις βεβαίως, θά γίνη καί στήν ἀπάντησι πού πρέπει νά στείλης, ἀναφορικά μέ ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα πού στήν παροῦσα σοῦ θέτω καί βεβαίως κρίνοντας αὐτά πού γράφω.
Καί ἐπειδή παρόμοιες θέσεις μέ τίς δικές σου «κυκλοφοροῦν» καί ἀπό ἄλλους Ἁγιορεῖτες (ἀλλά καί ἀπό θεολόγους καί λαϊκούς) καί πολλοί ἀδελφοί μας μέ καλή προαίρεσι ἐπηρεάζονται και δυσκολεύονται νά ἀκολουθήσουν τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας στό θέμα αὐτό, (κι αὐτό ἔχει σχέσι μέ σωτηρία ψυχῶν),  θά ἀναρτήσωμε τήν ἀπάντησι αὐτή καθώς καί τά δικά σου κείμενα, πού ἐνδεχομένως μᾶς ἀποστείλεις, σέ ὅσα ἱστολόγια τή δημοσιεύσουν, μέ τίτλο «Ἀπάντησι πρός Ἁγιορείτη», ἀπαλείφοντας τό δικό σου ὄνομα, ἀλλὰ καί ὅλα τά ὀνόματα καί κάθε τι πού θά ἀποκάλυπτε τά ἐμπλεκόμενα πρόσωπα. Ἄλλωστε, ἐφ’ ὅσον πιστεύομε καί οἱ δύο μας ὅτι ὅλα αὐτά πού γράφομε εἶναι ὀρθόδοξα καί προσέτι ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς τεκμηριωμένα, θά πρέπει νά ἐπιθυμοῦμε τήν δημοσίευσί των πρός ὠφέλεια καί προβληματισμό καί τῶν ὑπολοίπων ἀδελφῶν μας.
Σέ χαιρετῶ μέ τήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη ζητώντας τίς εὐχές σου γιά τήν σωτηρία τή δική μου καί τῶν πνευματικῶν μου ἀδελφῶν.                                              
                      Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

No comments:

ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΙΟΣ

Δέν θά σέ ἀρνηθῶμεν ὦ φίλη Ὀρθοδοξία!

Δέν θά σέ ἀπαρνηθῶμεν ὦ πατροπαράδοτον σέβας!

Δέν ἀποχωριζόμεθα ἀπό σέ, ὦ μῆτερ εὐσέβεια!

Ἐντός σοῦ ἐγεννήθημεν καί διά ἐσέ ζῶμεν καί μετά σοῦ θα κοιμηθῶμεν.

Εἴθε νά τό καλέσῃ ὁ καιρός! καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ θά ἀποθάνωμεν· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ συμφιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως δέν δύναται νά εἶναι φίλος τοῦ βασιλέως!

Ὁ ἀπαρνούμενος διά νεύματος μόνον τόν Θεόν ὑπόκειται εἰς ἀπώλειαν καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγον, μέ τόν τρόπον καί διά γραμμάτων κινδυ­νεύει περί τήν πίστιν, πῶς θά εἶναι Ὀρθόδοξος; ».

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Χρυσόστομος Σμύρνης

Χρυσόστομος Σμύρνης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης